Έχοντας μόλις βγει από μια -αποκλειστικά προεκλογικού χαρακτήρα- συνδιασκεψιακή διαδικασία και με βάση τις αποφάσεις της, το ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απευθύνει πρόταση προς «τις οργανώσεις και τους αγωνιστές της μαχόμενης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» για κοινή εκλογική κάθοδο. Σε όλο το κείμενο του καλέσματος γίνεται έκδηλη η προσπάθεια να κρατηθούν ισορροπίες μεταξύ των αντιπαραθετικών κινήσεων και επιλογών των επιμέρους συνιστωσών όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά και η αγωνία να δηλωθεί με κάθε ευκαιρία ότι απορρίπτονται η «λογική των πολιτικών-εκλογικών συνεργασιών με δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς» και η «πορεία ενσωμάτωσης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε λογικές διαχείρισης του καπιταλισμού».
Έχουμε την άποψη πως αυτές οι δηλώσεις, παρά τον εκ πρώτης όψεως θετικό χαρακτήρα τους, αντανακλούν κατά βάση καθαρά εκλογικές στοχεύσεις και εντάσσονται στην προαναφερθείσα προσπάθεια τήρησης ισορροπιών. Άλλωστε, δεν απέχουμε και τόσο από την περίοδο που όλο αυτό το δυναμικό ρυμουλκούνταν από την πορεία ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, επιλέγοντας μια πολιτική ουράς στην «πρώτη φορά αριστερά». Την ίδια χρονική απόσταση, επίσης, έχουμε πάνω-κάτω σήμερα και από τις πρώτες εκλογές του 2015, στις οποίες η «όλη» τότε ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε συμμαχήσει με το ΜΑΡΣ του Αλαβάνου, κάτι που αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση για την ειλικρίνεια των τοποθετήσεων που υποτίθεται πως αρνούνται συνεργασίες με «δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς».
Το κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προχωρώντας παρακάτω, κατονομάζει ανοιχτά τις δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται η πρόταση, αφήνοντας ταυτόχρονα χώρο και για άλλες: «Με βάση: - τις δημόσιες τοποθετήσεις των οργανώσεων Αναμέτρηση, ΑΡΑΝ, ΔΕΑ, ΕΕΚ, Κόκκινο Νήμα, Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, κ.ά., - όλες τις μέχρι τώρα διεργασίες και - την εμπειρία από την κοινή δράση που είχαμε σε διάφορα μέτωπα εκτιμάμε ότι μπορούν να υπάρξουν κοινές θέσεις για ορισμένα κρίσιμα θέματα και οι αντίστοιχες δεσμεύσεις για την από κοινού πολιτική εμφάνισή μας και ότι μπορεί να υπάρξει συμφωνία σε βασικά σημεία του αναγκαίου προγράμματος».
Και, πράγματι, στη συνέχεια του κειμένου αναπτύσσονται ορισμένα από τα σημεία αυτού του «αναγκαίου προγράμματος», που δεν είναι άλλο από το κλασικό μεταβατικό πρόγραμμα, το οποίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ονομάζει «αντικαπιταλιστικό» και έχει επανέλθει στην προμετωπίδα της τον τελευταίο καιρό, παρά την ήττα που υπέστη από τις ίδιες τις εξελίξεις μετά το δημοψήφισμα του 2015. Μαζί με αυτό τίθενται μια σειρά από στόχοι, από την αύξηση των μισθών και των συντάξεων μέχρι και το διώξιμο των βάσεων, καθώς και κάποιες εκτιμήσεις που -σε γενικές γραμμές- κινούνται σε θετική κατεύθυνση για τα ελληνοτουρκικά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όλα αυτά, όμως, επί της ουσίας ακυρώνονται εντασσόμενα στη ρεφορμιστική λογική της σταδιακής ειρηνικής μετεξέλιξης του καπιταλισμού, που αποτελεί και τον πυρήνα της θεώρησης του μεταβατικού προγράμματος.
Γιατί, όσο και να πασχίζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διευκρινίσει σε όλους τους τόνους ότι «ο αγώνας για αυτούς τους πολιτικούς στόχους δεν γίνεται για να οδηγήσει σε μια “αριστερή διακυβέρνηση” μέσα στα όρια του συστήματος, για έναν καλύτερο καπιταλισμό», το πρόγραμμά της αναπαράγει τον κυβερνητισμό, μιας και οι στόχοι του απαιτούν μηχανισμούς κυβερνητικής εξουσίας για την υλοποίησή τους. Ακόμα περισσότερο, αρνείται να απαντήσει στο ερώτημα σε ποιον απευθύνεται αυτό το πρόγραμμα και κάτω από την πολιτική εξουσία ποιας τάξης θα εφαρμοστεί. Απορρίπτει την επαναστατική αντίληψη που θέτει ως προϋπόθεση το επαναστατικό τσάκισμα του αστικού κράτους και την ανεξαρτησία από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα για την εκκίνηση της διαδικασίας του κοινωνικού μετασχηματισμού. Μέχρι και οι κορυφαίοι στρατηγικοί στόχοι της εξόδου από ΕΕ και ΝΑΤΟ εκπίπτουν στο μεταβατικό πρόγραμμα σε κυβερνητικού χαρακτήρα μέτρα «αποδέσμευσης».
Πολύ «προσεκτικό» είναι το κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ό,τι αφορά τη διατύπωση της στάσης του προς τη ΛΑΕ, ως αποτέλεσμα, προφανώς, ενός συμβιβασμού μεταξύ του ΝΑΡ και του ΣΕΚ. Έτσι, ενώ γίνεται κριτική σε ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25 και αναφέρεται ρητά ότι «δεν υπάρχουν προϋποθέσεις πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας» με τις παραπάνω δυνάμεις, ένας τέτοιος καθαρός αποκλεισμός δεν επαναλαμβάνεται σε σχέση με τη ΛΑΕ. Για αυτή, μάλιστα, το κάλεσμα μας πληροφορεί με «απογοήτευση» ότι «τελικά, δεν ξεφεύγει από μια ρεφορμιστική αντίληψη», λες και υπήρχε η πιθανότητα σε άλλες συνθήκες να κινηθεί στον επαναστατικό δρόμο. Την ίδια στιγμή, και ενώ η ΛΑΕ συγκροτεί συνεργασία με το ΜΕΡΑ25, το ΣΕΚ -όντας βασική συνιστώσα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- από κοινού με Αναμέτρηση, ΑΡΑΝ και Κ-Σχέδιο απευθύνουν ως «Ενωτική Κίνηση της Ριζοσπαστικής και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» έκκληση στη ΛΑΕ να υπαναχωρήσει και να επιστρέψει στις συζητήσεις μαζί τους.
Τα εκλογικά μαγειρέματα, λοιπόν, δεν έχουν τελειωμό και η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι απόλυτα ενταγμένη σε αυτά. Για ακόμη μια φορά, ο παράγοντας της κάλπης μετατρέπεται σε κινούσα δύναμη ζυμώσεων και διεργασιών στους κόλπους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, σε βαθμό που κανένα κινηματικό μέτωπο δεν το έχει καταφέρει ποτέ. Το «εμπόριο ενότητας» δίνει και παίρνει, παρόλο που οι περισσότερες οργανώσεις -ακόμα και αν συμμετέχουν στο ίδιο μετωπικό σχήμα- δεν μπορούν να συναντηθούν στοιχειωδώς ούτε καν σε επίπεδο δρόμου. Ο τρόπος συμμετοχής των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κοινή αντιπολεμική δράση απέναντι στην επίσκεψη Μπλίνκεν και τον άδικο πόλεμο, με ευκαιριακούς όρους και άρνηση ουσιαστικής δέσμευσης, είναι αρκετά αποκαλυπτικός ως προς αυτό. Η εκλογική προσμονή όλων των δυνάμεων με αναφορά στην αριστερά, εξάλλου, παρά τα περί του αντιθέτου διακηρυσσόμενα, είναι και ο λόγος που για ένα μεγάλο διάστημα επικράτησε η παύση αγώνων, για να έρθουν τα προβλήματα των εργαζομένων σε μια σειρά από χώρους να σπάσουν τη σιωπή της προεκλογικής αφασίας, χωρίς να ανατρέπουν όμως το γενικό κλίμα.
Γι' αυτό και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με θετικό τρόπο, μιας και διέπεται από αποκλειστικά προεκλογικές αγωνίες, έξω και μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των αγώνων και ανακυκλώνει αυταπάτες και αδιέξοδα που το κίνημα πλήρωσε πολύ ακριβά όλα τα τελευταία χρόνια.