Συνεχίζεται χωρίς σταματημό το μακελειό στην Ουκρανία. Συνεχίζουν να κομματιάζονται καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες νεανικά κορμιά και άμαχοι. Συνεχίζει να ρημάζει η Ουκρανία. Και τίποτα δεν δείχνει ότι αυτό μπορεί να σταματήσει. Αντίθετα, η σύγκρουση παίρνει όλο και μεγαλύτερες και πιο επικίνδυνες διαστάσεις. Τόσο ώστε να διαγράφεται στον ορίζοντα ο κίνδυνος μιας γενικευμένης σύγκρουσης, έως και πυρηνικής. Αλλά ας τα βάλουμε σε μια σειρά.
Ένα πρώτο ερώτημα
Το πρώτο ερώτημα αφορά το τι πόλεμο έχουμε. Ποιος μάχεται ενάντια σε ποιον.
Εκείνο που δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί από κανέναν είναι πως στην κύρια και καθοριστική πλευρά του έχουμε μια στρατιωτικοπολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ από τη μια και Ρωσία από την άλλη. Στο πλαίσιό της μετέχουν από τη μια οι δυνάμεις του Κιέβου και από την άλλη οι ρωσόφωνοι της Ουκρανίας αλλά υπό τους όρους και τις υπαγορεύσεις των ΗΠΑ και των Ρώσων αντίστοιχα.
Το ευρύτερο διακύβευμα
Το δεύτερο και κρίσιμο ερώτημα αφορά το πώς και το γιατί αυτής της αντιπαράθεσης. Ποιο το διακύβευμα στη βάση του οποίου συγκρούονται και σε τέτοια μάλιστα κλίμακα αυτές οι δυνάμεις.
Είναι γεγονός ότι στο πλαίσιο αυτής της αναμέτρησης διακυβεύεται η υπόσταση της Ουκρανίας ως κρατικής οντότητας καθώς βέβαια και η μοίρα των ρωσόφωνων αυτής της χώρας. Μόνο που το τι πρόκειται να γίνει με αυτά τα ζητήματα συναρτάται και μέλλεται να καθοριστεί σε πλήρη συνάρτηση με αυτό που έχει τεθεί σαν το ευρύτερο διακύβευμα αυτής της σύγκρουσης. Αυτό που κρίνεται πλέον είναι το αν ο κόσμος θα συνεχίσει να λειτουργεί με βάση τη δεσπόζουσα έως και κυρίαρχη θέση και ρόλο των ΗΠΑ-Δύσης ή θα περάσουμε στον λεγόμενο «πολυπολικό» κόσμο, όπως επιδιώκουν Ρωσία, Κίνα και όχι μόνο αυτές. Πιο συγκεκριμένα, αν θα περάσουμε σε μια νέα κατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και ζωνών επιρροής ή πιο απλά σε ένα νέο ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Οι «ιδιοκτήτες» του κόσμου
Αυτό είναι που εξηγεί τη στάση τόσο των ΗΠΑ-Δύσης από τη μια όσο και Ρωσίας, Κίνας από την άλλη. Όσον αφορά τη Δύση, αιώνες κυριαρχίας της έδωσαν τη δυνατότητα να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο σχέσεων σε όλα τα πεδία (οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό) που διασφάλιζε μια συνεχή ροή πραγματικών αξιών από όλον τον κόσμο στις δυτικές μητροπόλεις. Μια σχέση πραγμάτων που οδήγησε τους ΗΠΑ-Δυτικούς στο να αισθάνονται και να συμπεριφέρονται σαν «ιδιοκτήτες του κόσμου». Μια αντίληψη που ενισχύθηκε στο έπακρο μετά τη νίκη τους στον «ψυχρό πόλεμο», την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Μόνο που τα πράγματα δεν ήταν όπως ακριβώς τα υπολόγιζαν.
Η νίκη της Δύσης τής απέφερε σημαντικά κέρδη και πλεονεκτήματα, είχε όμως και τις «παρενέργειές» της. Αυτό που μέσα στη σκόνη των καταρρεύσεων δεν μπορούσαν να δουν οι «επιφανείς» αναλυτές ήταν το άνοιγμα μιας διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων. Δεν ήταν μόνο η Ρωσία που μετά τον Γέλτσιν και υπό τον Πούτιν ανασυγκροτούσε τις δυνάμεις της. Ούτε μόνο η Κίνα που ανέπτυσσε τις τεράστιες δυνατότητές της. Ήταν και άλλες σημαντικές δυνάμεις (Ινδία, Βραζιλία κ.ά.) που «διεισδύανε» στις ρωγμές που δημιουργούνταν στο παγκόσμιο σκηνικό, διεκδικώντας τη δική τους θέση και ρόλο.
Το δίλημμα των ΗΠΑ
Αυτή ήταν μια εξέλιξη που προκαλούσε μεγάλες ανησυχίες και ανάλογες αντιδράσεις σε ΗΠΑ-Δύση. Θα προσπεράσω σειρά σημαντικών εξελίξεων για να σταθώ σε ορισμένα βασικά σημεία. Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες ανησυχίας ήταν το ότι στη Δύση αντιλαμβάνονταν ότι ο χρόνος λειτουργούσε εις βάρος τους. Ένας παράγοντας που έθετε επιτακτικά την αναγκαιότητα δράσης για την ανάσχεση, την ανατροπή αυτών των τάσεων. Ναι, αλλά ποιας μορφής και χαρακτήρα;
Αποτελούσε και αποτελεί αποφασιστικό ανασχετικό παράγοντα η ύπαρξη του ρωσικού πυρηνικού οπλοστασίου. Αποτελούσε σημαντικό παράγοντα ανησυχίας η διαρκής ανάπτυξη της Κίνας κατ’ αρχάς στο οικονομικό αλλά όχι μόνο σε αυτό το πεδίο. Αποτελούσε και αποτελεί κοινή παραδοχή ότι δεν ήταν ρεαλιστική επιλογή η ταυτόχρονη αντιμετώπιση και των δύο αντιπάλων (Ρωσίας, Κίνας).
Αυτή η κατάσταση έθετε ένα «διπλής» μορφής δίλημμα που με ιδιαίτερο τρόπο εκφράστηκε βασικά στις ΗΠΑ. Να δοθεί το κύριο βάρος στο οικονομικό πεδίο και άρα στην αντιμετώπιση κατ’ αρχάς της Κίνας, όπως επέλεξε ο Τραμπ, ή να επιλεγεί ο δρόμος της επιβολής διά της ισχύος με πρώτο στόχο τη Ρωσία.
Ο ουκρανικός «κρίκος»
Η προεδρία Μπάιντεν επέλεξε το δεύτερο σαν τον κρίκο που θα σύρει όλη την αλυσίδα των αμερικανικών επιδιώξεων. Το πεδίο που έμελλε να ξεδιπλωθεί η αμερικανική στρατηγική ήταν η Ουκρανία.
Ένα πεδίο που είχε ήδη προετοιμαστεί από τις προηγούμενες αμερικανικές διοικήσεις με την αμέριστη βοήθεια των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Αναφέρομαι βασικά στην «πορτοκαλί επανάσταση» (2004), το πραξικόπημα του Μαϊντάν (2014) που έδωσε την εξουσία στα πιο ακραία εθνικιστικά και φασιστικά στοιχεία της Ουκρανίας. Στην επιχείρηση βίαιης εθνοκάθαρσης σε βάρος των ρωσόφωνων της Ουκρανίας. Τη χρησιμοποίηση των συμφωνιών του Μινσκ (1 και 2) που, όπως ομολόγησε πρόσφατα η «εγγυήτρια» Μέρκελ, έγιναν για να δοθεί χρόνος στην ανασυγκρότηση και εξοπλισμό του στρατού του Κιέβου. Την προώθηση μιας πολιτικής που είχε σαν στόχο της τη διαμόρφωση της Ουκρανίας σε προκεχωρημένο οχυρό των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας.
Η ρωσική αντίδραση
Απέναντι σ’ αυτά η Ρωσία προχώρησε σε ορισμένες κινήσεις που υπογράμμιζαν τις τέτοιες αλλά και αλλιώτικες διαθέσεις της. Προχώρησε κατ’ αρχάς στην προσάρτηση της Κριμαίας (2014) για να διασφαλίσει την κυριαρχία της στον Εύξεινο Πόντο. Από την άλλη μεριά, προχώρησε στις συμφωνίες του Μινσκ που, ας σημειωθεί, έγιναν σε μια φάση που οι δυνάμεις των ρωσόφωνων του Ντονμπάς είχαν πάρει παραμάζωμα τον αδύναμο ακόμα στρατό του Κιέβου.
Ανάλογα χαρακτηριστικά είχαν και οι κινήσεις της στο διάστημα πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. Από τη μια μεριά συγκέντρωσε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα με Ουκρανία, δείχνοντας τις διαθέσεις της. Από την άλλη, διατύπωσε μια σειρά προτάσεων σε Κίεβο-Δύση για μια συμπεφωνημένη διευθέτηση του ζητήματος.
Θα αναφερθώ εδώ σε ένα και μόνο σημείο αυτών των προτάσεων καθώς θεωρώ πως σε αυτό συμπυκνώνεται το σύνολο των ζητημάτων που είχαν τεθεί. Την πρόταση για συμφωνία διαμόρφωσης μιας νέας «αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη» που εξ αντικειμένου θα αφορούσε συνολικά τον πλανήτη.
Οι πύλες της κόλασης
Πρόταση η οποία απορρίφθηκε ασυζητητί από ΗΠΑ-Δύση. Μια απόρριψη που έκανε παραπάνω από οφθαλμοφανές ότι οι δυνάμεις αυτές στόχευαν να προωθήσουν μέχρι τέλους την επιθετική τους πολιτική απέναντι στη Ρωσία.
Απέναντι σ’ αυτές τις διαθέσεις η Ρωσία «σήκωσε το γάντι». Προχώρησε στη στρατιωτική εισβολή στο έδαφος της Ουκρανίας. Ορθάνοιξαν οι πύλες της κόλασης. Μιας κόλασης που είχε ήδη μισανοίξει με τις επιδρομές του στρατού του Κιέβου και των φασιστικών ταγμάτων ενάντια στους ρωσόφωνους του Ντονμπάς. Ταυτόχρονα τέθηκε ανοιχτά στην ημερήσια διάταξη και μάλιστα με στρατιωτικούς όρους το μεγάλο διακύβευμα στο οποίο προηγούμενα αναφέρθηκα.
Οι συνέπειες της ήττας για τη Δύση
Ας σταθώ λίγο περισσότερο σ’ αυτό το τελευταίο. Τόσο οι μεν όσο και οι δε αντιλαμβάνονται πολύ καλά τις συνέπειες που θα έχει μια στρατηγικού χαρακτήρα ήττα στο έδαφος της Ουκρανίας. ΗΠΑ-Δύση αντιλαμβάνονται ότι μια τέτοια ήττα δεν θα σημαίνει απλά και μόνο κάποιες απώλειες στο έδαφος της Ουκρανίας. Θα σημαίνει δραστική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών για όλη την επόμενη περίοδο. Θα σημαίνει κλονισμό των όρων κυριαρχίας που είχαν οικοδομήσει ώς τα τώρα. Θα σημαίνει περιορισμό των δυνατοτήτων τους να παρεμβαίνουν σε διάφορες περιοχές της γης και να καθορίζουν τις εξελίξεις. Θα σημαίνει περιορισμό των δυνατοτήτων τους να απομυζούν οικονομικά τον υπόλοιπο κόσμο. Θα σημαίνει ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων στον ευρύτερο χώρο επιρροής τους και ίσως και στο ίδιο το ΝΑΤΟ. Θα σημαίνει την ενεργοποίηση πολιτικών αντιθέσεων τόσο στο πλαίσιο των κυρίαρχων ελίτ όσο και στο κοινωνικό πεδίο και πιθανά σε επίπεδα συνολικής κρίσης.
Οι συνέπειες για Ρωσία-Κίνα
Ανάλογα και πιθανά πιο δραματικές συνέπειες θα έχει μια τέτοιου χαρακτήρα ήττα για τη Ρωσία και οι οποίες δεν θα αφήνουν «έξω» και την Κίνα. Δεν είναι μόνο ότι ο διεθνής της ρόλος θα περιοριστεί στο ελάχιστο. Είναι και ότι θα δει «χρωματιστές» ή όποιου είδους «επαναστάσεις» σε όλες τις χώρες επιρροής της. Είναι ότι θα δει τις βάσεις και τους πυραύλους του ΝΑΤΟ σε όλη την περίμετρό της. Είναι ότι θα υποστεί σοβαρές οικονομικές συνέπειες. Και το πλέον κρίσιμο, θα αντιμετωπίσει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα που θα θέτουν υπό κρίση ακόμη και τη συνοχή της ρωσικής Ομοσπονδίας.
Σοβαρές συνέπειες σε μια τέτοια περίπτωση θα αντιμετωπίσει και η Κίνα. Αποτελεί κοινό «μυστικό» το ότι μετά έρχεται η δική της σειρά. Ανεξάρτητα το ποια μορφή θα πάρει αυτό, το βέβαιο είναι ότι η Κίνα θα υποχρεωθεί να περιορίσει τις φιλοδοξίες της. Αυτά τα ενδεχόμενα εξηγούν και τη στάση της Κίνας, που ναι μεν δεν ήθελε μια τέτοια αναμέτρηση σε αυτή τη φάση, μόνο που αυτό δεν εξαρτήθηκε από αυτήν. Αυτά τα δεδομένα είναι που εξηγούν και τη δική της στάση. Τη «διακριτική» μεν, αλλά σαφή στήριξη των ρωσικών θέσεων. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή η στήριξη με βάση το σύνολο των δεδομένων μένει απλώς να το δούμε.
Περί «νίκης» και ήττας
Με όλα αυτά στη σχετική φιλολογία έχει τεθεί ένα ερώτημα που αφορά το αν μπορεί να υπάρξει νικητής σ’ αυτή την αναμέτρηση και ποιος μπορεί να είναι αυτός. Θα αποφύγω οποιαδήποτε εκτίμηση που έτσι κι αλλιώς είναι παρακινδυνευμένη. Από τη μεριά μου προτιμώ να αντιστρέψω το ερώτημα και να το θέσω στην πλέον κρίσιμή του μορφή. Μπορεί να υπάρξει ηττημένος;
Όταν το διακύβευμα είναι τόσο καθοριστικής σημασίας. Όταν οι συνέπειες είναι τόσο δραματικές για οποιονδήποτε βρεθεί στην πλευρά του ηττημένου. Όταν αναμετρώνται δυνάμεις που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι μπροστά στο φάσμα της ήττας δεν θα υπάρξει προσφυγή στην έσχατη λύση;
Βεβαίως και, όπως έχω ήδη αναφέρει, καμιά πλευρά δεν θα ήθελε να οδηγηθούν τα πράγματα μέχρις εκεί, παρά τους κατά καιρούς λεονταρισμούς, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται το τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο. Με βάση συνεπώς αυτό (και αυτό) το δεδομένο, τίθενται ορισμένα σημαντικά ερωτήματα. Με ποιους στόχους κινούνται οι αντιμαχόμενες πλευρές και μέχρι πού στοχεύουν-μπορούν να φτάσουν; Σε συνάρτηση με αυτό τίθεται ένα «παράλληλο» ερώτημα. Υπάρχει πιθανότητα ενός συμβιβασμού και ποιας μορφής μπορεί να είναι αυτός;
Υπάρχει «λύση»;
Ας ξεκινήσω από το δεύτερο. Η πιθανότητα ενός συμβιβασμού συνδέεται κατ’ αρχάς με τους φόβους ότι η σύγκρουση μπορεί να οδηγηθεί σε μη ελεγχόμενα επίπεδα και να φτάσει έως και σε μια καταστροφική για όλους συνολική-πυρηνική αντιπαράθεση. Συνδέεται με τις ανησυχίες ότι η παράταση της σύγκρουσης μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες -για κάθε πλευρά- διαμορφώσεις διεθνών συσπειρώσεων ή αντισυσπειρώσεων.
Συνδέεται με τα κόστη που έχει η συνέχισή της και τις επιδράσεις τους στη συνολική οικονομική ισορροπία και δυνατότητες της κάθε πλευράς και ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Συνδέεται ακόμη με τις γενικότερες πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις που μπορεί να προκληθούν από τη συνέχιση αυτής της κατάστασης και των συνεπειών της. Μόνο που -για την ώρα τουλάχιστον- οι εκατέρωθεν προτάσεις «ειρηνικής επίλυσης» της κρίσης δεν συναντώνται πουθενά.
Η κάθε πλευρά αυτό που «προτείνει» είναι το μάξιμουμ των επιδιώξεών της και μάλιστα με πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την άλλη. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχουν αποκλείσει την πιθανότητα ενός συμβιβασμού, αλλά καταδείχνει ότι η κάθε πλευρά θα τον ήθελε στα μέτρα των επιδιώξεών της.
Στόχοι και επιδιώξεις
Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα και κάποιες απαντήσεις μπορούν να αναζητηθούν με βάση το πρώτο ερώτημα. Με βάση τα πραγματικά δεδομένα, ποιες είναι ή μπορεί να είναι οι επιδιώξεις, οι στόχοι της κάθε πλευράς.
Αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται είναι οι προσπάθειες της κάθε πλευράς να διαμορφώσει όρους που να τη φέρνουν σε πλεονεκτική θέση απέναντι στον αντίπαλο. Κατά πρώτο και κύριο λόγο, στο στρατιωτικό-εδαφικό πεδίο των αναμετρήσεων. Σημαντικό ρόλο έχουν οι κινήσεις στο πολιτικό πεδίο και ιδιαίτερα σε αναφορά με τη στάση χωρών που δεν μετέχουν άμεσα στη σύγκρουση, έστω και αν αποκλίνουν προς τη μια ή την άλλη πλευρά.
Ταυτόχρονα η κάθε πλευρά ευελπιστεί στην «κόπωση» του αντιπάλου στο στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό πεδίο αλλά και στις εσωτερικές κοινωνικές, πολιτικές εντάσεις που μπορεί να εκδηλωθούν από την παράταση και τις συνέπειες του πολέμου.
Ένα μακάβριο πόκερ
Με αυτές τις συνθήκες, αυτό που εξελίσσεται σε όλο αυτό το διάστημα είναι μια συνεχής ανατροφοδότηση της σύγκρουσης, μια διαρκής αναβάθμιση της πολεμικής αντιπαράθεσης σε όλο υψηλότερα και επικίνδυνα επίπεδα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια μακάβρια παρτίδα πόκερ όπου η κάθε πλευρά απαντάει με νέα ρελάνς στα πονταρίσματα της άλλης. Μόνο που σε αυτό το τραπέζι δεν ποντάρονται μάρκες. Ποντάρονται τανκς, αεροπλάνα, πύραυλοι, κανόνια και, τελευταία, βλήματα «απεμπλουτισμένου» ουρανίου. Πάνω απ’ όλα ποντάρονται ανθρώπινα κορμιά, σε μια τσόχα που δεν είναι πράσινη αλλά κατακόκκινη από το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ένας πραγματικός εφιάλτης που συνεχίζεται χωρίς να διαγράφεται στον ορίζοντα καμιά διέξοδος καθώς οι δυο πλευρές εμφανίζονται να λειτουργούν ως αιχμάλωτες ενός προβλήματος που οι ίδιες έχουν δημιουργήσει με τις ενέργειες και την πολιτική τους.
Οι ήδη υπαρκτές συνέπειες
Οι συνέπειες είναι ήδη τρομακτικές. Εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί και άλλοι τόσοι και περισσότεροι σακατεμένοι. Εκατομμύρια πρόσφυγες σε μια Ουκρανία που σύμφωνα με δημοσιεύματα έχει μείνει με το μισό σχεδόν του πληθυσμού που είχε το 2014. Ανυπολόγιστες οι καταστροφές σε μια χώρα που ήδη αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πυρηνικής μόλυνσης του εδάφους της. Αναφέρομαι και στην πρόθεση της πάντα κυνικής Αγγλίας να προμηθεύσει το Κίεβο με βλήματα «απεμπλουτισμένου» ουρανίου. Μια κίνηση στην οποία η απάντηση της Ρωσίας είναι πως και αυτή διαθέτει τέτοια και περισσότερα βλήματα. Να περιμένουμε μήπως την αντίδραση σε κάτι τέτοιο των κατά τα άλλα «ευαίσθητων» οικολόγων της Δύσης; Ή μήπως την άρνηση του Ζελένσκι σε μια τέτοια προσφορά καθώς η χρήση τέτοιων βλημάτων θα μολύνει ανεπανόρθωτα τη γη αυτού που θεωρεί ως πατρίδα του; Ο τυχοδιωκτισμός ωστόσο με τον οποίο αντιμετώπισε (και αντιμετωπίζει) το ζήτημα του πυρηνικού εργοστασίου της Ζαπορίζια δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Μια σκοτεινή περίοδος
Οι συνέπειες ωστόσο δεν περιορίζονται σ’ αυτές που ήδη αναφέρθηκαν και ούτε αφορούν μόνο την Ουκρανία. Θα υπάρξουν και άλλες και οι οποίες θα αφορούν όλες τις χώρες, όλους τους λαούς, όλο τον κόσμο. Δεν θα σταθώ εδώ σ’ εκείνες που θα υπάρξουν στην περίπτωση ενός γενικευμένου ή και πυρηνικού πολέμου, που κανείς δεν τον θέλει αλλά ούτε και ολότελα μπορεί να αποκλεισθεί. Αναφέρομαι σ’ εκείνες που αναπόφευκτα θα υπάρξουν και χωρίς αυτόν, όποια εξέλιξη κι αν έχει η πορεία αυτής της αναμέτρησης. Είτε δηλαδή αυτή συνεχιστεί ως έχει, είτε υπάρξει μια μορφή «νίκης» της Δύσης ή της Ρωσίας, είτε κάποια στιγμή προχωρήσουν σε κάποιο είδος «συμβιβασμού».
Όπως και παλιότερα έχω αναφέρει, η ανθρωπότητα έχει εδώ και καιρό εισέλθει σε μια σκοτεινή περίοδο καθοριστικών μεταβολών σε όλα τα πεδία και στην πιο αρνητική τους κατεύθυνση. Κατ’ αρχάς και όσον αφορά την αντιπαράθεση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, είναι βέβαιο ότι αυτή θα συνεχιστεί όποια κι αν είναι η εξέλιξη στα μέτωπα της Ουκρανίας. Είτε δηλαδή η ένοπλη αναμέτρηση συνεχιστεί με τη σημερινή της μορφή και τα έως τώρα δεδομένα. Είτε στην υποθετική περίπτωση που κάποια πλευρά μπορέσει να πάρει αποφασιστικά το πάνω χέρι. Είναι βέβαιο πως δεν πρόκειται να αρκεστεί σ’ αυτό αλλά πως θα θελήσει να διευρύνει τις όποιες επιτυχίες της. Αντίθετα, η άλλη πλευρά θα αναζητήσει με κάθε τρόπο το πώς θα μπορέσει να πάρει τη ρεβάνς.
Ισχύει ακόμη και στην περίπτωση ενός συμβιβασμού, που δεν θα είναι παρά προσωρινός, καθώς η κάθε πλευρά θα τον αντιμετωπίσει σαν ευκαιρία για να διαμορφώσει τους όρους για τον επόμενο γύρο.
Οι συνέπειες για τους λαούς και τον κόσμο
Όλα αυτά και σε συνδυασμό με μια σειρά άλλα σημαντικά προβλήματα, όπως η οικονομική κρίση, το ενεργειακό, η νομισματική κρίση, ο οικονομικός ανταγωνισμός, η εξάπλωση ενός συνολικού ανταγωνισμού σε όλη την υδρόγειο σημαίνουν ορισμένα πράγματα.
Σημαίνουν -όπως ήδη παρατηρείται- τη ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών, τη στρατιωτικοποίηση των ανταγωνισμών σε όλες τους τις εστίες στον κόσμο, έως και στο Διάστημα.
Σημαίνουν την κλιμάκωση της πολιτικής των εκβιασμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ακόμα και στρατιωτικών επεμβάσεων στις πιο αδύναμες χώρες και με στόχο την ευθυγράμμισή τους στο πλευρό της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης.
Σημαίνουν τη στρατιωτικοποίηση των κοινωνιών στον κόσμο, τις αντίστοιχες οικονομικές, παραγωγικές και ταυτόχρονα κοινωνικές αναδιαρθρώσεις.
Σημαίνουν την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών καθώς σ’ αυτές θα φορτωθούν τα κόστη των εξοπλισμών, των αναδιαρθρώσεων, της οικονομικής κρίσης.
Αντίστοιχα σημαίνουν τη συρρίκνωση στο έπακρο των οικονομικών, κοινωνικών δικαιωμάτων καθώς θα αντιμετωπίζονται ως «περιττά κόστη».
Σημαίνουν την υιοθέτηση πολιτικών «θωράκισης» αυτών των επιλογών απέναντι και ενάντια στις λαϊκές αντιδράσεις.
Την παραπέρα ενίσχυση -όπως ήδη παρατηρείται- των μηχανισμών και δυνάμεων ελέγχου, καταπίεσης και καταστολής των εργαζόμενων λαϊκών μαζών.
Γενικότερα τη θεσμοθέτηση ενός ευρέος πλέγματος νόμων και διατάξεων που θα συρρικνώνουν έως εξαφανίσεως τα δημοκρατικά δικαιώματα των λαϊκών μαζών. Που θα διασφαλίζουν ότι το κεφάλαιο θα μπορεί να εκμεταλλεύεται ασύδοτα και ανεξέλεγκτα τους εργαζόμενους. Που θα «νομιμοποιούν» το «δικαίωμα» των δυνάμεων του συστήματος να σέρνουν ανεμπόδιστα στα σφαγεία των πολέμων τους τη νεολαία.
Πού βρίσκονται οι απαντήσεις
Με αυτές τις ζοφερές προοπτικές έχουν να αναμετρηθούν οι λαοί. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σοβαρό και οι δυσκολίες μεγαλύτερες καθώς η πάλη του βαρύνεται από τις συνέπειες της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος. Όπως και να ‘χει, ωστόσο, εκείνο που φαίνεται πλέον καθαρά είναι πως οι λαοί δεν μπορούν να αφήσουν τις τύχες τους και τις ζωές τους στα χέρια και τις διαθέσεις των δυνάμεων του συστήματος. Και όσο περισσότερο αυτές οι δυνάμεις προωθούν τις αντιδραστικές, εγκληματικές τους πολιτικές τόσο περισσότερο αυτό θα γίνεται φανερό.
Τόσο περισσότερο θα συσσωρεύεται η οργή, τόσο περισσότερο θα οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στους λαούς και το σύστημα και τόσο πιο μαχητικά οι λαϊκές μάζες θα αναζητούν τις δικές τους απαντήσεις στους δρόμους του αγώνα. Αυτό άλλωστε μας δείχνουν οι αγώνες των λαών σε κάθε γωνιά της γης, οι εργατικές απεργίες, τα ξεσπάσματα της νεολαίας, οι μαζικές και οργισμένες διαδηλώσεις, όπως τελευταία στη Γαλλία αλλά και στη χώρα μας μετά το έγκλημα των Τεμπών.