Σε πολλαπλά επίπεδα βρίσκεται αντιμέτωπο με τις αντιφάσεις που το ίδιο παράγει το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η πρόσφατη αναθεώρηση των δεδομένων της Eurostat αποτύπωσε ότι, τελικά, η ευρωζώνη παρουσίασε ύφεση τόσο το τελευταίο τρίμηνο του 2022 όσο και το πρώτο του 2023, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις, που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τις «εαρινές οικονομικές προβλέψεις» της Κομισιόν. Καθοριστική ήταν η καθίζηση της γερμανικής βιομηχανίας, αλλά και των υπόλοιπων ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, που οφείλεται σ’ ένα συνδυασμό παραγόντων. Ανάμεσά τους η μείωση των καταναλωτικών δαπανών, η αύξηση του κόστους της ενέργειας, των πρώτων υλών και του δανεισμού, αλλά κι η έλλειψη εργαζόμενων.
Μόνο για τη Γερμανία, υπολογίζεται ότι απαιτούνται τουλάχιστον 400.000 νέοι εργαζόμενοι κάθε χρόνο. Κι αν στο παρελθόν το κενό καλυπτόταν απ’ την αυξανόμενη εισαγωγή των γυναικών στην παραγωγή και από μετανάστες, πολλοί απ’ τους οποίους από χώρες σε πόλεμο, το ζήτημα δείχνει πλέον δυσεπίλυτο. Η διαρκής αφαίμαξη, καταστροφή κι εξαθλίωση στην οποία βυθίζουν χώρες και χώρες οι ιμπεριαλιστές, φτάνει στο απροχώρητο. Παράλληλα, η διαχρονική μείωση των μισθών και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, παρότι λειτούργησε για την αύξηση των κερδών και για τον εξαναγκασμό περισσότερων γυναικών στη μισθωτή δουλειά, έχει μειώσει τη διαφορά του βιοτικού επιπέδου σε σχέση με λαούς που ωθούνταν μαζικά στη μετανάστευση κι έχει ξεθωριάσει μια παλιότερη αίγλη που συνόδευε τις υποσχέσεις για «παραδείσους». Οι δε ελπίδες για κάποιο άλμα στην παραγωγικότητα διαρκώς διαψεύδονται, με κάθε σχετικό αφήγημα του συστήματος να δίνει ολοένα και συντομότερα τη θέση του στο επόμενο. Οι τελευταίες αναζητήσεις σχετικά με τις δυνατότητες της «τεχνητής νοημοσύνης», που κάλυψαν τις προηγούμενες περί «4ης βιομηχανικής επανάστασης», θα έχουν την ίδια τύχη.
Από κάθε όψη τους, τα συμπτώματα αναδεικνύουν ότι το σύστημα παγκόσμια παραμένει σε κρίση. Τα προβλήματά του οξύνει η ένταση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ο μόνος τρόπος για να τα «αντιμετωπίσει» είναι να εντείνει την επίθεσή του στην εργατική τάξη και τους λαούς, ανεξάρτητα αν ταυτόχρονα οξύνει και τις αντιφάσεις του. Για τους εργαζόμενους στη χώρα μας, αυτό μεταφράζεται σε ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια, εκμετάλλευση και δυστυχία. Η αναφορά της Εαρινής Έκθεσης της Κομισιόν σε νέα «Εργασιακή Μεταρρύθμιση» εκφράζει την πίεση (και τη δέσμευση του εδώ πολιτικού προσωπικού) προς αυτή την κατεύθυνση. Η αναθεώρηση των δεικτών επί τω χείρω μεταφράζεται σε ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα απ’ τη μεριά του συστήματος να προωθήσει αυτή την αντεργατική πολιτική, την οποία συσκοτίζει σαν «αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας».
Όχι μόνο λοιπόν δεν πρόκειται να δει «σταθερότητα» και «ανάπτυξη» η εργατική τάξη κι οι εργαζόμενοι στη χώρα, αλλά ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια και καταστροφή. Οι «αισιόδοξες» προβλέψεις έκαναν λόγο για διατήρηση της ανεργίας πάνω απ’ το 10%, ποσοστό που χρησιμοποιείται σαν νομοθετημένο άλλοθι για πάγωμα των ωριμάνσεων του κατώτατου μισθού, ως το 2026. Στην πραγματικότητα, οι εργαζόμενοι θα βρεθούν αντιμέτωποι μ’ ένα νέο κύμα μείωσης των πραγματικών μισθών, πρόσθετη σ’ αυτήν που συνεχίζει να προκαλεί η ακρίβεια, εντατικοποίησης, ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, εργοδοτικής αυθαιρεσίας, ενώ και η ανεργία θα διατηρηθεί ψηλά. Το επιπλέον πετσόκομμα στις κοινωνικές λεγόμενες παροχές θα επιδεινώσει τη θέση των εργαζόμενων στη χώρα, που ήδη βρίσκεται πολύ χαμηλά, παρά την προκλητική προπαγάνδα-κοροϊδία του συστήματος, με δημοσιεύματα περί «αύξησης 23,9% στο διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων με κατώτατο μισθό» τα τελευταία χρόνια!
Πρόσφατη έρευνα για τους εργαζόμενους και τους εργοδότες στην Ελλάδα αναδεικνύει μέρος της πραγματικότητας. Το 64% των εργαζόμενων θα άλλαζε δουλειά λόγω των χαμηλών αποδοχών. Οι χαμηλές αποδοχές και το κακό εργασιακό περιβάλλον αποτελούν τα βασικότερα προβλήματα για την πλειοψηφία. Η νέα γενιά εργαζόμενων αντιμετωπίζει τα υψηλότερα επίπεδα άγχους. Απ’ την άλλη, τα δύο τρίτα των στελεχών επιχειρήσεων θεωρούν ότι το κυριότερο εμπόδιο στην εύρεση του «κατάλληλου» προσωπικού είναι οι «μη ρεαλιστικές μισθολογικές προσδοκίες». Η αντίθεση δεν κρύβεται.
Γι’ αυτό και μπορεί προεκλογικά οι αστικές πολιτικές δυνάμεις να μιλάνε για «αυξήσεις στους μισθούς», η πολιτική όμως στην οποία είναι ταγμένοι υπηρετεί την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμα κι η -υποτιθέμενη- μείωση της ανεργίας που υπόσχονται και για χάρη της οποίας θα κληθούν να θυσιαστούν (και κυριολεκτικά) οι εργαζόμενοι, το σύστημα έχει διασφαλίσει τους όρους ώστε να μην μεταφραστεί σε αυξημένους μισθούς. Διαλύοντας τις συλλογικές συμβάσεις και χτυπώντας το δικαίωμα στη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση, θέλει να περιορίσει τους εργαζόμενους στο αδιέξοδο της «ατομικής διαπραγμάτευσης». Μόνο που ο περιπλανώμενος εργαζόμενος ανακαλύπτει οδυνηρά και συχνά με σημαντικό κόστος ότι η ίδια κατάσταση απ’ την οποία προσπάθησε να ξεφύγει αλλάζοντας δουλειά, είναι ο γενικός κανόνας.
Μόνη πραγματική διέξοδος για την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους είναι η συλλογική οργάνωση κι ο κοινός αγώνας. Όχι μόνο ο οικονομικός αγώνας, που κι αυτός βέβαια λείπει στη σημερινή κατάσταση αποσυγκρότησης, αλλά κι ο πολιτικός αγώνας. Κόντρα σ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι οι εργαζόμενοι βρίσκονται στην ίδια βάρκα με το κεφάλαιο και τους καλούν να υποταχτούν στους σχεδιασμούς του παρουσιάζοντας σαν «γενικό συμφέρον» τα δικά του συμφέροντα. Με τα εργατικά δικαιώματα στην προμετωπίδα, τα δικαιώματα αυτών που παράγουν ολόκληρο τον πλούτο της κοινωνίας. Και έχοντας καθαρό ότι μόνο με αγώνες μπορούν οι εργαζόμενοι να κατοχυρώσουν δικαιώματα και ν’ αποσπάσουν κατακτήσεις.