Με ολοφάνερη την προσπάθεια να καλυφθεί η ταραχή στο εσωτερικό του και να προβληθεί μια εικόνα ενότητας, συνεχίζεται η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εκλογή νέου προέδρου.
Οι τέσσερις συνολικά υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου δίνουν όρκους για το σεβασμό στη «συλλογικότητα» του κόμματος και διαβεβαιώνουν ότι δεν είναι αντίπαλοι, ωστόσο τα πράγματα κάθε άλλο παρά έτσι είναι. Οι συζητήσεις γύρω από τις τάσεις και τις ομαδοποιήσεις (που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν και πριν την παραίτηση Τσίπρα) δίνουν και παίρνουν, αλλά και οι ωσμώσεις και οι μεταπηδήσεις ανάμεσά τους, με το «μίγμα» να γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο.
Οι μέρες πριν την κατάληξη των υποψηφιοτήτων ήταν πολύ χαρακτηριστικές για το μέγεθος των αντιπαραθέσεων, με ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο αποχώρησης στελεχών. Και οι αντιπαραθέσεις είχαν απ' όλα: από μπηχτές για τον αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι ευθείες κατηγορίες για «χρεοκοπημένους κομματικούς μεγαλομετόχους, που αναζητούν θέσεις και ρόλους».
Ως ένα βαθμό, οι αντιπαραθέσεις αυτές εστιάστηκαν στο χρονοδιάγραμμα των εσωκομματικών διαδικασιών προς την εκλογή του νέου προέδρου. Και όχι άδικα, θα έλεγε κανείς, καθώς η πρόταση που εισηγήθηκε η Πολιτική Γραμματεία (και ψηφίστηκε τελικά από την Κεντρική Επιτροπή) προέβλεπε πρώτα εκλογή προέδρου και μετά κομματικό συνέδριο! Το ότι σε μια τέτοια κρίση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που θέτει ευθέως συνολικό ζήτημα πολιτικής και ιδεολογικής φυσιογνωμίας, προσπερνιέται το ζήτημα της εσωκομματικής συζήτησης και προτάσσεται η εκλογή προέδρου, είναι ενδεικτικό για τα αστικά χαρακτηριστικά που έχει πάρει αυτό το κόμμα. Αλλά είναι και ενδεικτικό της πορείας που σκοπεύει να ακολουθήσει. Πορεία ολοταχώς δεξιά, με στόχους, πρώτο, να σταματήσει τη φθίνουσα πορεία του και, δεύτερο (σημαντικότερο, αλλά με προϋπόθεση την υλοποίηση του πρώτου) να συνεχίσει να αποτελεί εναλλακτική κυβερνητική επιλογή για την άρχουσα τάξη.
Αυτό θέλει να υπηρετήσει και ο «οδικός χάρτης» που καταλήχθηκε στην Κεντρική Επιτροπή και προβλέπει «διαρκές συνέδριο» στα τέλη Αυγούστου, εκλογή νέου προέδρου αρχές Σεπτέμβρη και νέο συνέδριο τον... Νοέμβρη. Προφανώς, σε «βαθιά δημοκρατικά» κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, η εσωκομματική συζήτηση μπορεί να περιμένει! Ή -πιο σωστά- πρέπει να γίνει με ξεκαθαρισμένα και δεδομένα κάποια βασικά ζητήματα:
- Ότι βασικός συνομιλητής του ΣΥΡΙΖΑ είναι η άρχουσα τάξη και τα ξένα αφεντικά της. Δηλαδή, το χώνεμα της γραμμής Τσίπρα ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα εξουσίας και όχι διαμαρτυρίας».
- Ότι κάθε συζήτηση που ανοίγει περί «ιδεολογικής ταυτότητας» πρέπει να έχει σαφή προσανατολισμό, και σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από το «αμαρτωλό» παρελθόν με τις αναφορές σε «ριζοσπαστική αριστερά». (Βέβαια, κάπως πρέπει να βολέψουν και το ζήτημα του ονόματος, αλλά κάτι θα γίνει και γι' αυτό!)
- Ότι η αμέσως επόμενη περίοδος (με Δημοτικές-Περιφερειακές Εκλογές και Ευρωεκλογές) θα «τρέξει» με όσο το δυνατόν πιο ληγμένα τα παραπάνω ζητήματα.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι και οι τρεις ΣΥΡΙΖΑίοι υποψήφιοι (αφήνουμε στην άκρη την περίπτωση Τζουμάκα) κινούνται σε αυτούς τους άξονες, παρά τις ιδιαίτερες αποχρώσεις του καθενός.
- Όλοι τους τάχθηκαν με την πρόταση της Πολιτικής Γραμματείας και τον συγκεκριμένο «οδικό χάρτη».
- Όλοι τους κλίνουν σε όλες τις πτώσεις τη λέξη «κέντρο» και τα διάφορα παράγωγά της, πιστοποιώντας το διαζύγιό τους με κάθε έννοια ταξικής διεκδίκησης. Μια λέξη συνώνυμη με την αταξική θεώρηση ή -καλύτερα- με την ταξική υποταγή της εργατικής τάξης.
- Και όλοι τους, φυσικά, δηλώνουν διατεθειμένοι να υπηρετήσουν την «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας και, βεβαίως, την αμερικανοΝΑΤΟϊκή επικυριαρχία.
Και αν διαβάσει κανείς τον απολογισμό που κάνει ο καθένας τους για το εκλογικό τους στραπάτσο, θα διαπιστώσει ότι οι βασικοί άξονες της αστικής φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι κοινός τόπος (και «αδιαπραγμάτευτος») και ότι αυτό που «στράβωσε» ήταν η αδυναμία τους να πείσουν ότι μπορούν να κυβερνήσουν.
Και εκεί στρέφονται πλέον όλοι τους: να πείσουν, δηλαδή, την άρχουσα τάξη ότι αξίζουν μια ακόμη ευκαιρία.
Ο Παππάς επαναλαμβάνει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να επιστρέψει στη «ζεστή φωλιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς», αποκηρύσσει ακόμη και κάθε αναφορά σε «διαπραγμάτευση» και κάνει επαφές με εμπόρους και επιχειρηματίες.
Η Αχτσιόγλου δηλώνει «κομψά» ότι πρέπει «να αποδεσμευτούμε οριστικά από έναν τρόπο σκέψης που δίνει υπερβολική έμφαση στις ταμπέλες και τους χαρακτηρισμούς». Και συνεχίζει λέγοντας ότι «το μεγάλο ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ της νέας εποχής δεν είναι αν θα στρίψει προς τα αριστερά ή προς το κέντρο», προφανώς γιατί αυτό το ερώτημα πρέπει να θεωρείται απαντημένο (και προ πολλού, θα λέγαμε εμείς).
Ο δε Τσακαλώτος «προειδοποιεί» για «τον κίνδυνο του λαϊκισμού», καθώς «ένα αριστερό κόμμα στην κυβέρνηση δεν μπορεί να υποσχεθεί τα πάντα σε όλους, ούτε να παίρνει όλα τα αιτήματα και αυτή να είναι η πολιτική του».
Δεν έχει τέλος ο «ποταμός» διαβεβαιώσεών τους προς την άρχουσα τάξη. Και θέλουν να κάνουν ξεκάθαρο και προς το εσωτερικό τους ότι από εκεί θα έρθει το «φως» και ότι πρέπει να είναι στοιχισμένοι ως προς αυτό, μιας και πλέον υπάρχει και ο «μπαμπούλας» του ΠΑΣΟΚ, του έτερου «μνηστήρα» που επανέκαμψε, και μάλιστα με μεγαλύτερες οργανωτικές δυνατότητες σε δήμους, συνδικάτα κ.λπ.
Βέβαια, καθόλου βέβαιο δεν είναι το ότι θα προχωρήσει ανέφελα το πράγμα. Όπως αναφέραμε, οι αντιπαραθέσεις είναι ήδη σε εξέλιξη και οι τάσεις σε μεγάλο αναφουρφούρισμα. Μάλιστα, χρειάστηκε η παρέμβαση του Τσίπρα για να οριστικοποιηθεί το ζήτημα του «οδικού χάρτη» προς την εκλογή προέδρου. Ωστόσο, το βέβαιο είναι ότι όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις μικρή αξία έχουν ως προς τον κεντρικό προσανατολισμό. Γιατί, παρά τις διαφοροποιήσεις, το κεντρικό αφήγημα παραμένει κοινό και βαθύτατα δεξιό.
Όμως, επειδή σε τέτοιους είδους κόμματα οι προσωπικές πολιτικές περισσεύουν, τίποτε δεν αποκλείεται, ούτε φυσικά η διάσπαση. Και για να φτάνει στο σημείο ο Τεμπονέρας (ένας από αυτούς που θέλανε πρώτα συνέδριο και μετά εκλογή προέδρου) να δηλώνει ότι «ο Αλέξης Τσίπρας είναι εγγυητής της ενότητας και της κυβερνητικής προοπτικής του ΣΥΡΙΖΑ» σημαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα.