Καθώς η νέα κυβέρνηση ξεμπερδεύει με τις πολιτικές ανάγκες της προεκλογικής περιόδου, αναδεικνύεται ξανά η ζοφερή πραγματικότητα για τους εργαζόμενους στη χώρα. Σταθερά αντιμέτωπη με τα ίδια προβλήματα αλλά σε ολοένα χειρότερο βαθμό βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία, σε μια κατάσταση που, όσο κι αν πλασάρεται σαν «κανονικότητα», δεν είναι βιώσιμη. Χαρακτηριστική η οικονομική αδυναμία για το 37% των εργαζόμενων να πάνε διακοπές φέτος. Η δε προοπτική, τώρα που η κυβέρνηση καυχιέται πως «υλοποίησε τις προεκλογικές της δεσμεύσεις», είναι η διάλυση και των όποιων κατακτήσεων έχουν απομείνει σε κοινωνικό επίπεδο και συντηρούν, έστω στο επίπεδο της επιβίωσης, ένα σημαντικό μέρος του λαού.
Οι μισθοί σε μόνιμη πτώση
Τεράστιο πρόβλημα παραμένει το επίπεδο των μισθών. Οι διάφορες μελέτες για το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων αποτυπώνουν καθυστερημένα τις συνέπειες της ακρίβειας σ’ ένα περιβάλλον οριακά (ή και καθόλου) αυξημένων ονομαστικών μισθών. Με τον πληθωρισμό να παραμένει στα ύψη το 2023 και -πιθανότατα- το 2024 (σε αντίθεση με μια δεκαετία σχεδόν σταθερού δείκτη τιμών), το πραγματικό εισόδημα των εργαζόμενων μειώνεται διαρκώς. Αποκαλύπτεται το μέγεθος του προβλήματος που προκαλεί η διάλυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, του βασικού δηλαδή εργαλείου για αυξήσεις σε μια προηγούμενη περίοδο. Και μπορεί ένα μικρό μέρος της σχετικής νομοθεσίας να μοιάζει σαν να έχει «επιστρέψει» στις προ μνημονίων ρυθμίσεις, ο πραγματικός συσχετισμός όμως παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι εργοδοτικές ενώσεις αγνοούν τα συλλογικά όργανα των εργαζόμενων, ενώ κι όσες ΣΣΕ υπογράφονται, στην πραγματικότητα είτε υπολείπονται των μεροκάματων στον κλάδο είτε απλά δεν τηρούνται, χρήσιμες μόνο για τις επικοινωνιακές ανάγκες των συνδικαλιστικών ηγεσιών και των υπουργείων. Οι «αυξήσεις» για τους δημόσιους υπαλλήλους, που δεν καλύπτουν ούτε τον πληθωρισμό, είναι ενδεικτικές για το πώς εννοεί η κυβέρνηση τους «καλούς μισθούς». Εξίσου ενδεικτική κι η δυνατότητα θέσης του προσωπικού σε τρίμηνη αναστολή εργασίας για τις επιχειρήσεις σε πυρόπληκτες περιοχές, με τους εργαζόμενους να παίρνουν 534€ το μήνα, ανάγοντας την περίοδο της πανδημίας σε πρότυπο.
Η ανεργία εργαλείο για το σύστημα
Και για τον κατώτατο μισθό, που τόσα ειπώθηκαν προεκλογικά, η πραγματικότητα ορίζεται βασικά απ’ το πάγωμα των τριετιών, με άλλοθι την ανεργία. Ταυτόχρονα, το πενιχρό επίδομα ανεργίας ξαναμπαίνει στο στόχαστρο, τόσο με τον εξαναγκασμό του άνεργου να κάνει οποιαδήποτε δουλειά του υποδείξει η ΔΥΠΑ (για «καταναγκαστική εργασία» έχουν μιλήσει οι πιο ειλικρινείς παράγοντες του συστήματος), όσο και με τη συζήτηση περί καταβολής του όχι σε χρήμα αλλά σε είδος, μέσω κάρτας για συγκεκριμένες κατηγορίες αγορών. Η ανεργία, που αναμένεται να ξανα-αυξηθεί στο περιβάλλον κρίσης που διανύει το σύστημα, χρησιμοποιείται ως όπλο της εργοδοσίας και μέσο πίεσης για όλους τους εργαζόμενους, είτε έχουν δουλειά είτε όχι.
Οι συνθήκες δουλειάς ακολουθούν την ίδια διαδρομή
Οι απλήρωτες υπερωρίες, τα ωράρια-λάστιχο, η εντατικοποίηση κι οι εξοντωτικές απαιτήσεις της εργοδοσίας κάνουν την καθημερινότητα στη δουλειά μαρτύριο. Η έκθεση των εργαζόμενων σε κάθε είδους κίνδυνο κι η δραματική αύξηση των εργοδοτικών εγκλημάτων αποδεικνύουν τη θέση στην οποία έχουν οδηγηθεί οι εργαζόμενοι, κάτω απ’ το βάρος των εκβιασμών. Η αξία της ζωής του εργαζόμενου βυθίζεται ταυτόχρονα με την αξία της εργατικής του δύναμης κι εξαφανίζεται πίσω απ’ το κυνήγι του μέγιστου κέρδους για τον κεφαλαιοκράτη.
Η κοινωνική ασφάλιση προς εξαφάνιση
Διαχρονικός στόχος του συστήματος και το συλλογικό δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση. Οι εργαζόμενοι βάζουν ολοένα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να βρουν περίθαλψη, γεγονός που ισχύει και για όσους έχουν το «προνόμιο» των προγραμμάτων ομαδικής ιδιωτικής ασφάλισης που έχουν επεκταθεί τα τελευταία χρόνια. Η σύνταξη έχει ήδη απομακρυνθεί χρονικά, με όρια ηλικίας που για πολλούς κλάδους ισοδυναμούν με πλήρη σωματική και πνευματική εξάντληση, ενώ και το ύψος της μειώνεται διαρκώς. Προωθώντας «επαγγελματικά ταμεία» και «κεφαλαιοποιητικά συστήματα», το σύστημα ενισχύει την κατεύθυνση της «ατομικής λύσης» για όταν ο εργαζόμενος γεράσει τόσο ώστε να μην μπορεί να δουλέψει, αφαιρώντας όλο και περισσότερο «βάρος» κι ευθύνη απ’ το κράτος και την εργοδοσία. Τα προγράμματα εργασίας ηλικιωμένων 67-74 ετών που «δεν έχουν θεμελιώσει δικαίωμα στη σύνταξη», καθώς και το σπρώξιμο συνταξιούχων να ξαναμπούν στη δουλειά δείχνουν την κατεύθυνση τόσο για τα όρια ηλικίας όσο και για τα επίπεδα των συντάξεων που στοχεύει η κυβέρνηση.
Ο αγώνας είναι η μόνη λύση
Το κράτος προπαγανδίζει πως διαθέτει «ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς». Με «ψηφιακές κάρτες εργασίας», «αντικειμενικά κριτήρια διαμόρφωσης των μισθών» και «απαγορεύσεις κάθε είδους εξωτερικής εργασίας» στον καύσωνα, επιχειρεί να κρύψει το ρόλο του στο πλευρό της εργοδοσίας. Στην πραγματικότητα, την ενισχύει με κάθε τρόπο, νομικά και πρακτικά, στην χωρίς περιορισμούς εκμετάλλευση των εργαζόμενων, κάνει τα στραβά μάτια στην ασυδοσία της, την επιδοτεί, της χαρίζει απλήρωτες εισφορές, φόρους και δάνεια. Βαφτίζει «αντικειμενική» και «καθολική» αλήθεια τα ταξικά συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών. Η αγωνία του είναι ν’ αποτρέψει τους εργαζόμενους ν’ αναζητήσουν ουσιαστική λύση στα προβλήματά τους στο πεδίο της ταξικής πάλης, το δρόμο του συλλογικού αγώνα. Έχει άλλωστε προνοήσει να βγάλει στην παρανομία κάθε ανεξάρτητη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση που μπορεί ν’ ασκήσει πραγματική πίεση. Ο νόμος Χατζηδάκη καραδοκεί για να «αποσαφηνίσει» τον πραγματικό ρόλο του κράτους: τη βίαιη καταστολή και την τιμωρία των εργαζόμενων που θ’ αγωνιστούν ενάντια στην πολιτική κυβέρνησης και κεφαλαίου, που θα διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σε όλα τα επίπεδα.
Ανεξάρτητα απ’ τις προσδοκίες του συστήματος όμως, η προοπτική για τους εργαζόμενους βρίσκεται στον αγώνα τους. Κι είναι η μόνη λύση απέναντι σ’ ένα σύστημα που παράγει ολοένα μεγαλύτερη κρίση και καταστροφή.