Τα αποτελέσματα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών καταγράφουν μια εκλογική ήττα για τη ΝΔ. Αυτή η ξεκάθαρη ήττα του κυβερνώντος κόμματος, η πρώτη μετά το 2019, που ολοκληρωμένα καταγράφηκε με εκκωφαντικό τρόπο στον δεύτερο γύρο των εκλογών, ούτε μετριάζεται, ούτε θολώνει από την εκστρατεία αποπροσανατολισμού που προωθούν τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, σε συντονισμό με τα δημοσιογραφικά κέντρα που πρόσκεινται στη ΝΔ. Όσο και αν επιχειρούν να αναδείξουν ως κυρίαρχα τα τοπικά και προσωποποιημένα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων εκλογών, δεν μπορούν να αναιρέσουν τη βάση τους, που είναι καθαρά πολιτική. Σε αυτή τη βάση, η ΝΔ προώθησε με το πολιτικό «χρίσμα» συγκεκριμένους υποψήφιους δήμαρχους και περιφερειάρχες, έθεσε τους εκλογικούς της στόχους και κάνοντας σήμερα «ταμείο», καταμετράει τις απώλειες σε Δήμους και Περιφέρειες. Ο στόχος 13+3 κατέρρευσε με την απώλεια των 6 Περιφερειών και των 3 μεγαλύτερων Δήμων (Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πάτρας) της χώρας, αναγκάζοντας τον Κ. Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «δεν ήταν μια ιδιαίτερα καλή βραδιά για τη ΝΔ». Το γεγονός, μάλιστα, ότι ο δεύτερος γύρος συνοδεύτηκε από μια μεγάλης έντασης περιοδεία του πρωθυπουργού και της κουστωδίας του στο πλευρό κάθε υποψήφιου, διογκώνει το πρόβλημα τόσο για τη ΝΔ όσο και για τον ίδιο. Ταυτόχρονα, πέρα από τους κεντρικούς Δήμους, οι απώλειες συνεχίζονται, αφού σύμφωνα με δημοσίευμα του thetoc, ενώ το 2019 η ΝΔ είχε κερδίσει περίπου 220 Δήμους, τώρα υπολογίζονται 190-200. Μάλιστα, ο νόμος Βορίδη φαίνεται ότι με το 43% και την εκλογή από τον πρώτο γύρο συγκράτησε, σχετικά, την έκταση και το βάθος της ήττας αυτής.
Η εκλογική ήττα της ΝΔ έχει άμεση επίδραση στο εσωτερικό της, δημιουργώντας σοβαρούς τριγμούς. Η επανεμφάνιση Σαμαρά σε πρώτο πλάνο, με την ευκαιρία της μοναδικής επιτυχίας του δεύτερου γύρου στην Περιφέρεια Πελοποννήσου, αποτελεί έκφραση τέτοιων διαδικασιών.
Η εκλογική ήττα της ΝΔ αντανακλά ένα μέρος των διεργασιών που συντελούνται στις πλατιές λαϊκές μάζες. Είναι αποτέλεσμα της εντεινόμενης αντιλαϊκής επίθεσης συνολικά στο δικαίωμα στη ζωή, με αιχμές την ακρίβεια, τη φοροληστεία, τη φτώχεια, τον εργασιακό μεσαίωνα, τους πλειστηριασμούς, αλλά και την ταξική επίθεση στο δικαίωμα στην περίθαλψη και την εκπαίδευση. Είναι προϊόν της κρατικής και κυβερνητικής αδιαφορίας, της εγκληματικής πολιτικής, που στον βωμό του κέρδους θυσιάζει την ανθρώπινη ζωή, καταστρέφει τη φύση και το περιβάλλον, καίει και πνίγει το βιος του λαού, καταδικάζοντάς τον σε αργό θάνατο. Είναι απόρροια της ασφυξίας που προκαλεί στον δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο η ένταση της φασιστικοποίησης της δημόσιας, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, η περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών. Δευτερευόντως, στο αποτέλεσμα έχει επιδράσει η αλαζονεία, η έπαρση, αλλά και οι ωμοί εκλογικοί εκβιασμοί των κυβερνητικών στελεχών.
Ωστόσο, η εκλογική ήττα της ΝΔ δεν αποτελεί ρήγμα. Ούτε στον κοινωνικό-ταξικό συσχετισμό δύναμης, που παραμένει αρνητικός για τον λαό και τους εργαζόμενους. Ούτε στο αστικό πολιτικό σκηνικό, αφού δεν την καρπώνεται κανένα από τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Οι πανηγυρισμοί ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για τα αποτελέσματα είναι έωλοι, για τον καθένα, βέβαια, με διαφορετικό τρόπο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτει τη γύμνια του, καταγράφοντας πενιχρά έως μηδαμινά εκλογικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το παραπάνω δημοσίευμα, φαίνεται να κερδίζει μόνος του 3 Δήμους και μαζί με το ΠΑΣΟΚ 10-15. Ως αστικό κόμμα εξουσίας και αξιωματική αντιπολίτευση, βρίσκεται εκ νέου μπροστά στο σοβαρό πρόβλημα που διαχρονικά τον διακατέχει. Βρίσκεται αντιμέτωπος, δηλαδή, με την πλήρη απουσία ερεισμάτων και μηχανισμών στο επίπεδο της λεγόμενης τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτή τη γύμνια του επιχειρεί να ντύσει με το εκλογικό ποσοστό των βουλευτικών εκλογών έναντι του ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ καταγράφει θετικά αποτελέσματα, αφού επίσης σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, από 80-90 Δήμους που είχε κερδίσει το 2019, κατάφερε να τους αυξήσει σε πάνω από 100. Αντίθετα από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ακριβώς στο συνδικαλιστικό κίνημα, έτσι και στους ΟΤΑ, το ΠΑΣΟΚ ακόμη και όταν έφτασε στο 5%, κατάφερε να διατηρήσει τα ερείσματα και τον μηχανισμό του, στοιχεία που αποτέλεσαν τον κορμό της ανθεκτικότητάς του. Με τη σειρά του, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ προβάλει την επιτυχία του στους Δήμους Αθήνας και Θεσσαλονίκης (που είχαν βέβαια τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ), για να απαντήσει την ποσοστιαία υστέρησή του σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές.
Επί της ουσίας, για τα δυο αυτά αστικά κόμματα οι εκλογές στους ΟΤΑ αποτέλεσαν έναν δείκτη των διαδικασιών που εκκίνησαν από τις βουλευτικές εκλογές και αφορούν τη διαμόρφωση του δεύτερου πυλώνα της αστικής διαχείρισης. Η ανάδειξη Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απελευθέρωσε δυνάμεις «για τη μεγάλη προοδευτική παράταξη». Οι δηλώσεις Σπίρτση και πολύ περισσότερο οι δηλώσεις Παπανδρέου από το εκλογικό περίπτερο του Χ. Δούκα, προτρέχοντας να προλάβει τις αντίστοιχες του Ανδρουλάκη, δείχνουν ότι υπάρχουν κέντρα τα οποία παρεμβαίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Με ορίζοντα τις ευρωεκλογές, οι διαδικασίες για την ανασύσταση του δεύτερου πυλώνα θα ενταθούν, με τα δυο αστικά κόμματα να κονταροχτυπιούνται για την πρωτοκαθεδρία σε αυτές. Οι εξελίξεις θα είναι πλούσιες και γεμάτες εκπλήξεις, αν κρίνει κανείς από την περίπτωση Κασσελάκη, με ανοιχτά μάλιστα όλα τα σενάρια και τα ενδεχόμενα.
Η ποσοστιαία άνοδος που κατέγραψαν οι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες του ΚΚΕ, καθώς και η επιτυχία του σε 6 Δήμους, εκφράζει την αναζήτηση από μερίδες λαϊκών στρωμάτων διεξόδου στην Αριστερά. Κατά βάση καρπώνεται τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση ενός κόσμου από τον αστικό εκφυλισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια αναζήτηση, όμως, που στον δοσμένο αρνητικό συσχετισμό δύναμης δεν μπορεί να σπάσει τα όρια της συνδιαχείρισης και των κοινοβουλευτικών αυταπατών που εκφράζει ο ρεφορμισμός του ΚΚΕ και στο επίπεδο των Δήμων. Οι «κομμουνιστές» Δήμαρχοι διακρίνονται για την προσαρμοστικότητά τους στη διαχείριση του συγκεκριμένου κρατικού μηχανισμού: υιοθέτηση των βασικών αντιλαϊκών και αντεργατικών νόμων, αποδοχή του ευρωπαϊκού πλαισίου, ΕΣΠΑ και ολίγον από «λαϊκό» πολιτισμό και αθλητισμό.
Την ίδια προσαρμοστικότητα έχουν να επιδείξουν και άλλοι «κομμουνιστές» και «αριστεροί» Δήμαρχοι, όπως οι περιπτώσεις του Χαλανδρίου και του Κερατσινίου αντίστοιχα. Το ίδιο μοντέλο συνδιαχείρισης και το ίδιο μίγμα αυταπατών αποτελούν την πολιτική βάση που θαμπώνει ακόμη και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ώστε να δίνουν πολιτική στήριξη στα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ. Ξεχωριστή η περίπτωση του ΣΕΚ, που σταθερά και με συνέπεια φτάνει να στηρίζει «κριτικά» ή «χωρίς αυταπάτες» έως και τα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, με αυτούς τους όρους και με μια άνευ αρχών συμφωνία, με τα «παρατράγουδα» του δεύτερου γύρου, η Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα είχε τη δική της εκλογική επιτυχία.
Τέλος, ένα βασικό συμπέρασμα των εκλογικών αποτελεσμάτων στους ΟΤΑ προκύπτει από την αποχή, που άγγιξε τεράστια και πρωτοφανέρωτα ποσοστά. Καταγράφει την αποστοίχιση πλατιών λαϊκών στρωμάτων από τα κυρίαρχα αστικά κόμματα και συνολικά από το αστικό πολιτικό σκηνικό. Καταγράφει την αποστροφή, τη δυσαρέσκεια, την αγανάκτηση στην κυρίαρχη πολιτική και τους εκπροσώπους της. Αποτυπώνει μια θετική πλευρά, αυτή της αδυναμίας των δυνάμεων του συστήματος σε συνθήκες γενικευμένης επίθεσης και βαρβαρότητας να πείσουν τον λαό. Μπορεί να μην τρομάζει, προς το παρόν, το σύστημα, επειδή δεν αποτελεί ένα συγκροτημένο πολιτικό ρεύμα, ωστόσο δείχνει να το ανησυχεί. Σε αυτή τη βάση, από τα κέντρα εξουσίας, στο πλαίσιο αναδιαμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού, αναζητούνται και πλασάρονται «ελκυστικές», «φρέσκιες» λύσεις, τύπου Κασσελάκη και Δούκα.
Οι εκλογές στους ΟΤΑ φορτώνουν άλλο ένα πρόβλημα στο σύστημα, επιπρόσθετα στο σοβαρό ζήτημα της διαμόρφωσης του δεύτερου πυλώνα της αστικής διαχείρισης που κληρονόμησε από τις βουλευτικές: την εκλογική ήττα του κατεξοχήν πυλώνα σταθερότητας, τους πρώτους τριγμούς του «ακλόνητου» 41%. Μόνο οι λαϊκοί εργατικοί αγώνες, στο πεδίο της ταξικής πάλης, μπορούν να μετατρέψουν τους τριγμούς σε ρήγμα. Αυτό είναι το ζητούμενο. Το δεδομένο είναι ότι η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να αποσβέσει τους τριγμούς απευθυνόμενη στα κέντρα εξουσίας, δηλαδή υπηρετώντας τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου, με την κλιμάκωση της αντιλαϊκής αντεργατικής επίθεσης.