Προκλητική είναι η προπαγανδιστική προσπάθεια της κυβέρνησης, με τη βοήθεια των αστικών ΜΜΕ, να παρουσιάσει «σχέδιο» και «προοπτική» για την καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Στην πραγματικότητα, οι υποσχέσεις σχετικά με τον κατώτατο μισθό και τις τριετίες, τα προγράμματα επιδότησης της εργοδοσίας για απασχόληση ανέργων, την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας και ό,τι άλλο ντύνεται με χιλιάδες λέξεις για ν’ αποκρύψει τις αληθινές κυβερνητικές προθέσεις, ούτε ενισχύει ούτε βελτιώνει τη θέση των εργαζομένων. Αν κάτι πετυχαίνει, είναι να κρύβει την προώθηση της επίθεσης πίσω από ένα πέπλο αποπροσανατολισμού και αντιστροφής της πραγματικότητας, να υπονομεύει με αυταπάτες τις αγωνιστικές διαθέσεις του κόσμου της δουλειάς και να προσφέρει άλλοθι για την υποταγμένη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Όλα αυτά πρέπει να ξεπεράσουν οι εργαζόμενοι για να πάρουν την υπόθεση της διεκδίκησης της ζωής τους στα δικά τους χέρια. Και να την κερδίσουν!
Κεντρικό παραμένει, εδώ και χρόνια, το ζήτημα των μισθών, που έχουν χτυπηθεί πολλαπλά και με βασικά όπλα του συστήματος τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων, τις δραστικές περικοπές στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και την ανεργία. Το έδαφος που διαμορφώθηκε απ’ τα πρώτα μνημόνια διατηρείται πρακτικά ανέπαφο, ενώ η εργοδοσία εξοπλίστηκε στο μεταξύ με ακόμα περισσότερα όπλα. Η μείωση της ανεργίας δεν άλλαξε το ναρκοθετημένο εργασιακό τοπίο, ενώ μόνιμο είναι το ενδεχόμενο μιας νέας εκτίναξης, ειδικά με βάση τα εξαρτημένα χαρακτηριστικά της ντόπιας άρχουσας τάξης και της οικονομίας της σε περιβάλλον διαρκούς κρίσης.
Σ’ αυτό το τοπίο έχει προστεθεί η έκρηξη της ακρίβειας. Οι τιμές ούτε επανήλθαν σε προηγούμενα επίπεδα, ούτε καν σταμάτησαν ν’ ανεβαίνουν -και πάλι πολύ μακριά απ’ την προπαγάνδα των κυβερνητικών στελεχών περί «παροδικού φαινομένου». Ο επίσημος πληθωρισμός ξεκίνησε το 2023 από περίπου 10% και παραμένει πάνω από 4%, αλλά πολλαπλάσια είναι η ακρίβεια που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά νοικοκυριά στις βασικές τους ανάγκες. Το κόστος στέγασης είναι τεράστιο, είτε μιλάμε για ενοίκιο είτε για αγορά σπιτιού, με τα επιτόκια των δανείων δυσβάσταχτα. Το σουπερμάρκετ προκαλεί τρόμο, με τα «καπέλα» που πληρώνει ο λαός στην Ελλάδα ν’ αποκαλύπτουν έναν ακόμα μηχανισμό μεταφοράς πλούτου προς τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Η ενέργεια πληρώνεται και θα συνεχίσει να πληρώνεται πανάκριβα, ανεξάρτητα απ’ το χρώμα του τιμολογίου της. Χαρακτηριστικό το ότι 2.722.000 άνθρωποι ζουν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης (-4%) που κατέγραψε η Eurostat για την Ελλάδα. Τα αδιέξοδα που συναντούν οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να καλυφτούν ούτε σφίγγοντας κι άλλο το ζωνάρι ούτε τρώγοντας απ’ τα -ελάχιστα- έτοιμα. Χρειάζεται αγώνας για πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς, ώστε να καλύπτουν το κόστος της ζωής.
Η κυβέρνηση απ’ τη μεριά της, μόνο επικοινωνιακά διαχειρίζεται το ζήτημα. Περισσεύουν οι υποσχέσεις για αύξηση του κατώτατου, με τον Γεωργιάδη να έχει μιλήσει ακόμα και για 1.500€ σε βάθος τετραετίας. Νωρίτερα απ’ την άνοιξη όμως δεν έχουν να περιμένουν τίποτα οι εργαζόμενοι και οι πρώτες τοποθετήσεις, από ΔΝΤ και ΕΕ μεριά, δίνουν στίγμα λιτότητας παρά τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Οι δε 3ετίες, για τις οποίες καταλάγιασε η φασαρία, ακόμα κι αν πράγματι ξεπαγώσουν, δεν φέρνουν άμεσα αλλαγή στους μισθούς και περισσότερο επικυρώνουν το σβήσιμο της μισθολογικής ωρίμανσης που δεν δόθηκε ποτέ. Για την κυβέρνηση, η πραγματική προτεραιότητα είναι η προώθηση της αντεργατικής και συνολικά αντιλαϊκής πολιτικής. Αυτό ανέδειξε η άμεση ψήφιση του αντεργατικού νόμου Γεωργιάδη, η γρήγορη προώθηση του αντιασφαλιστικού νομοσχεδίου και, βέβαια, ο προϋπολογισμός για το 2024. Αυτός προβλέπει τόσο μειωμένες κρατικές δαπάνες σχετικά με τα λαϊκά δικαιώματα (τις λεγόμενες «κοινωνικές παροχές») όσο και αυξημένα έσοδα απ’ τη φορολογία. Μέρος της αύξησης αποτελεί το πρόσθετο βάρος στους αυτοαπασχολούμενους, συμπεριλαμβανομένων ουσιαστικά μισθωτών. Το μεγαλύτερο μερίδιο αποτελούν οι έμμεσοι φόροι, με την πρόβλεψη ν’ αντιστοιχίζεται στην αύξηση που καταγράφηκε ήδη φέτος εξαιτίας των αυξημένων τιμών και παρ’ ότι τα λαϊκά νοικοκυριά έχουν μείωση την κατανάλωση σε όγκο.
Παράλληλα με το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων, κάθε πλευρά των όρων δουλειάς επίσης βυθίζεται. Η τάση απεικονίζεται τραγικά στην αύξηση των εργοδοτικών εγκλημάτων. Και καταγράφεται τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και σε χώρους δουλειάς του δημοσίου, είτε άμεσα (όπως πχ. στους ΟΤΑ) είτε έμμεσα, όταν το κράτος αποτελεί τον πραγματικό εργοδότη κι ας «παρεμβάλλονται» εργολάβοι κάθε είδους και μεγέθους. Η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, άλλωστε, αποτελεί πλευρά της επίθεσης, με το κράτος να έχει πρωτοστατήσει στην εξάπλωση αυτών των μορφών. Όσον αφορά το ωράριο, καθώς πολύ θόρυβο προκαλεί η κυβέρνηση για την ψηφιακή κάρτα εργασίας, αυτό είναι επίσημα λάστιχο, τροφοδοτώντας την έτσι κι αλλιώς υπάρχουσα τάση της εργοδοσίας να κρατά τους εργαζόμενους παραπάνω χωρίς να τους πληρώνει. Αν κάτι έχει να προσφέρει η χρήση της κάρτας εργασίας είναι για να καλύπτεται το αφεντικό με χτυπήματα που κάλλιστα θα γίνονται στην ώρα τους, «πιστοποιώντας» την «αποδοχή» του εργαζόμενου ενώ παραμένει αναγκασμένος να δουλεύει κι εκτός ωραρίου.
Αυταπάτες δεν χωράνε, όπως ο κόσμος της κυριαρχίας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού «δεν χωράει» τα δικαιώματα των εργαζομένων. Για να κερδίσουν δουλειά και ζωή με δικαιώματα, οι εργαζόμενοι πρέπει να παλεύουν συλλογικά γι’ αυτά και ενάντια στην πολιτική που τα τσακίζει. Αυτή την πάλη μπορούν να τη διεξάγουν μόνο οι ίδιοι, συγκροτώντας κι ενεργοποιώντας με τη συμμετοχή τους τα συλλογικά τους όργανα. Γι’ αυτό και αναπόσπαστο μέρος της πάλης τους πρέπει να είναι η υπεράσπιση των συνδικαλιστικών και γενικά των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων, το χτύπημα των οποίων διατρέχει όλα τα εργατικά προβλήματα. Η ποινικοποίηση της απεργίας και της κινητοποίησης, συνολικά η φασιστικοποίηση, εντείνει την απογοήτευση που σπέρνει η στάση των κυρίαρχων συνδικαλιστικών δυνάμεων και λειτουργεί αποτρεπτικά στη συλλογική δράση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόμα και η συλλογική οργάνωση παρουσιάζεται από ανούσια μέχρι επικίνδυνη.
Επικίνδυνη όμως μπορεί πραγματικά να γίνει για το σύστημα. Πραγματικότητα που κάνει ακόμα πιο σημαντική, και επικίνδυνη για τα εργατικά συμφέροντα, τη στάση των κυρίαρχων συνδικαλιστικών δυνάμεων. Η ΓΣΕΕ κάνει «υψηλή πολιτική» καταθέτοντας προτάσεις στον ΟΗΕ(!) και πίνοντας τσάι με τη Σακελλαροπούλου, χωρίς να έχει κάνει ούτε μισή τοποθέτηση για το ασφαλιστικό και τον προϋπολογισμό. Η στάση της άλλωστε μπροστά στο νομοσχέδιο Γεωργιάδη έδειξε πως βρίσκεται στη φάση της απροκάλυπτης εξυπηρέτησης της αντεργατικής επίθεσης με την ελπίδα το «έργο» της ν’ αναγνωριστεί απ’ το σύστημα και μαζί η αρμοδιότητα να υπογράφει τις εργοδοτικές προτάσεις για τον κατώτατο μισθό. Το ΠΑΜΕ, που δοκίμασε διστακτικά να «καλύψει το κενό» τον Σεπτέμβρη με τη συμφωνία κι άλλων δυνάμεων, μπορεί να έπαιξε ρόλο στο να βγει εκείνη η απεργία με σχεδόν γενικά χαρακτηριστικά ενάντια στο νομοσχέδιο Γεωργιάδη, έβγαλε όμως τα συμπεράσματά του ώστε αυτή να μην έχει την παραμικρή συνέχεια. Μπροστά στον προϋπολογισμό, βάζει τα εργατικά κέντρα, τις ομοσπονδίες και τα σωματεία που ελέγχει πλήρως, να αποφασίζουν απογευματινό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα την ώρα της ψήφισης.
Η τοποθέτηση του ΠΑΜΕ περί «κλιμάκωσης» χωρίς απεργία είναι κάτι παραπάνω από μεγαλοστομία. Είναι υπονόμευση του αγώνα που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι, παράγει αποσυγκρότηση, αδράνεια και παραίτηση. Όταν η δύναμη που αυτοπροσδιορίζεται (και φαντάζει σε αρκετούς) σαν η «μόνη», «ταξική» (και ό,τι άλλο) δύναμη στο εργατικό κίνημα, επιλέγει για τους εργαζόμενους τον ρόλο του μοχλού στήριξης της κοινοβουλευτικής κίνησης του ΚΚΕ, τότε ορίζει ένα πολύ χαμηλό «ταβάνι». Όταν εμφανίζει ως «μονόδρομο» τη δική του απόλυτη δέσμευση στην αστική νομιμότητα, που μεταφράζεται σε υποταγή στην κυβερνητική πολιτική όπως αυτή αποτυπώνεται στους νόμους που ψηφίζει η Βουλή, και αναμονή μέχρι τις επόμενες εκλογές, παράγει ηττοπάθεια. Και κρύβει τις πραγματικές δυνατότητες των λαϊκών δυνάμεων ν’ αντισταθούν και να μπλοκάρουν την αντεργατική πολιτική, ν’ αποσπάσουν νίκες, να βελτιώσουν τους όρους που δουλεύουν και ζουν. Πόσο μάλλον τη δυνατότητα ν’ αναμετρηθούν συνολικά με το σύστημα της εκμετάλλευσης, της εξάρτησης και της καταστροφής.
Η πραγματική διέξοδος για τους εργαζόμενους και τον λαό βρίσκεται στη μαζική αντίσταση στον εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα. Στη συγκρότηση της πάλης τους για δικαιώματα και των οργάνων που θα την υπηρετήσουν. Στην προοπτική της αναμέτρησης με το σύστημα και τις δυνάμεις που το στηρίζουν. Ο δρόμος αυτός, όσο δύσκολος κι αν μοιάζει σε συνθήκες αποσυγκρότησης και κυριαρχίας των αστικορεφορμιστικών δυνάμεων στο κίνημα, είναι αυτός που οδηγεί σε νίκες και κατακτήσεις.