Όσο κι αν το «καλό» και το «άτακτο» παιδί του ΝΑΤΟ εκφράζουν με διαφορετικό τρόπο τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων που εκπροσωπούν, το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 7 Δεκέμβρη στην Αθήνα είχε έναν όχι και τόσο κρυφό «παρόντα» στις συνομιλίες: τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό! Αυτός είναι που ασκεί την πραγματική του επικυριαρχία με όχημα τη νέα περίοδο ελληνοτουρκικής «φιλίας» που βρίσκεται σε εξέλιξη και επιχειρεί να στοιχίσει με έναν απόλυτο τρόπο τις δύο χώρες πίσω από το άρμα του και να αυξήσει τη συνοχή και συστράτευση της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας στους στόχους του ενάντια στον κύριο σημερινό εχθρό του, τη Ρωσία. Το ταξίδι-αστραπή του Τούρκου προέδρου, οι πολυπληθείς πολιτικές και διπλωματικές αντιπροσωπίες που συναντήθηκαν, οι συμφωνίες σε θέματα «χαμηλής πολιτικής» που υπογράφηκαν και οι επίσημες «διαρροές», που μέρες πριν κυκλοφορούσαν, αποτύπωσαν τη στοίχιση αυτή.
Οι βαθιές αντιθέσεις των ολιγαρχιών του πλούτου στις δύο χώρες, ωστόσο, όλοι γνωρίζουν ότι παραμένουν, είναι ενεργές, παίρνουν νέα όξυνση από το διεθνές σκηνικό του ιμπεριαλιστικού (και πολεμικού) ανταγωνισμού, από την έκφρασή του στον κόσμο, την Ευρώπη, τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Πρώτα και κύρια οι ίδιες και οι προστάτες τους το γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα. Συνέβη, έτσι, το «παράδοξο», να αφήνονται απέξω τα μείζονα ζητήματα: το Αιγαίο πέλαγος και το καθεστώς των νησιών του, η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ τους, το Κυπριακό, τα ζητήματα της μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Ίσως το προσφυγικό-μεταναστευτικό να ήταν το μόνο από τα «ζητήματα τριβής» που είχε κάποια εξέλιξη, η οποία μένει πάντως να επαληθευτεί στη πράξη.
Στα προηγούμενα φύλα της ΠΣ υπήρξαν άρθρα και για την παρέμβαση Καραμανλή και για την επανεμφάνιση Σημίτη, με αφορμή τα ελληνοτουρκικά και για να «προλάβουν», καθώς φαίνεται, τη συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη. Ο «έτερος καππαδόκης» Αντώνης Σαμαράς, γνωστός για τις πιο εθνικιστικές θέσεις του -που, ωστόσο, είχε βάλει «στο ράφι» επί πρωθυπουργίας του- δεν θα μπορούσε να λείπει απ’ το «χορό». Με αιχμή το Κυπριακό, έσπευσε να υπενθυμίσει ότι ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν μπορεί να υπάρξει όσο μένει άλυτο αυτό το ζήτημα. Τόσο σε συνέντευξη στην Καθημερινή όσο και σε τηλεοπτικές του δηλώσεις επιχείρησε να «βάλει τρικλοποδιές» στα σχεδιαζόμενα βήματα και, βέβαια, να εγγράψει υποθήκες. Όλοι γνωρίζουν, φυσικά, ότι όταν μιλούν τα πολιτικά αυτά στελέχη με έναν συγκεκριμένο τρόπο, τα λόγια τους απηχούν συμφέροντα αστικών μερίδων και σε καμία περίπτωση του λαού. Πάντως η παρέμβαση Σαμαρά, όσο κι αν κάποια φιλοκυβερνητικά μέσα εμφανίστηκαν δήθεν «έκπληκτα», ήταν για μας -όπως γράψαμε στο προηγούμενο φύλο της ΠΣ- αναμενόμενη.
Μια ιδιαίτερη πλευρά αυτής της αντιδραστικής παρέμβασης του Σαμαρά έχει να κάνει με την επιλογή ανοίγματος της νέας αυτής «κόντρας» και σε κυπριακό έδαφος. Σε σχετική εκδήλωση στην Κύπρο, προς τιμή γνωστού Κύπριου συγγραφέα, προσπάθησε να «παρακινήσει» την εκεί ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη να «μπει πιο ενεργά» στα ζητήματα που εξελίσσονται και την αφορούν, προφανώς ως «φρένο» στην πολιτική Μητσοτάκη που (κατά τον ίδιο) «αφήνει απέξω» το Κυπριακό. Λες και η ίδια δεν ξέρει τα …«κυβικά» της και δεν έχει με πλήρη επίγνωση επιλέξει τις «λελογισμένες» κινήσεις της. Μάλιστα, η κίνηση αυτή επικαλέστηκε την ίδια υποτίθεται «νομιμοποιητική βάση», αυτήν του καθεστώτος από ελληνικής πλευράς της εγγυήτριας δύναμης. Αυτήν που επικαλέστηκε και η Τουρκία για την εισβολή και κατοχή τμήματος του νησιού! Ο εθνικισμός δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι παίζει με τη φωτιά, στις πλάτες βέβαια και των τριών λαών, Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου.
Για να επανέλθουμε, η σημερινή τακτική επιλογή των ΗΠΑ για μια πολιτική «ήρεμων νερών» ανάμεσα στις δύο εξαρτημένες από αυτές άρχουσες τάξεις δηλώθηκε εμφατικά με σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών τους, 2-3 μέρες πριν την συνάντηση κορυφής. Εκεί τονίζονταν όσα ακριβώς διατυπώσαμε πιο πάνω. Με έναν ανάλογο τρόπο έχει δρομολογηθεί όλο το «πακέτο» της λεγόμενης ελληνοτουρκικής προσέγγισης, τα διάφορα στάδια και χρονοδιαγράμματα. Ο επονομαζόμενος και ως οδικός χάρτης ολοκλήρωσε τον πρώτο του κύκλο και φέρεται να δρομολόγησε τη συνέχεια: συζητήσεις σε διάφορα επίπεδα και για διάφορα θέματα. Τα μείζονα θέματα, όμως, παραπέμπονται στο μέλλον. Δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό, προς ώρας. Οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας, όπως ονομάζονται διπλωματικά αυτές οι πολιτικές κινήσεις, βοηθούν τα σχέδια των ΗΠΑ αλλά και της ΕΕ που συντάσσονται τακτικά. Δίνουν όμως και «ανάσες» στις δύο αστικές τάξεις για «ανασύνταξη», σε συνδυασμό πάντα με τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή, τα συμφέροντα, τις δυνατότητες και τους ευσεβείς πόθους τους ή τις ονειρώξεις τους. Βλέποντας και κάνοντας, λοιπόν…
Στο κάδρο, βέβαια, πρέπει να μπουν και οι διαμετρικά αντίθετες θέσεις και στάσεις σε μια σειρά ζητήματα των δύο πλευρών, που έμειναν εκτός συζήτησης. Μέσα σ’ αυτές, το ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία και οπωσδήποτε το θέμα των σιωνιστικών εγκλημάτων που λαμβάνουν χώρα στη Γη της Παλαιστίνης. Η αποφυγή ευθείας αντιπαράθεσης είναι συνειδητή επιλογή εκατέρωθεν, όμως κάτι τέτοιο έχει σίγουρα κάποια όρια. Δεν μπορείς να μιλάς επί παντός επιστητού και να αφήνεις απέξω την …ταμπακιέρα. Ίσως γι’ αυτό προϊδέασαν την ελληνική και τουρκική λεγόμενη κοινή γνώμη τα δύο επικοινωνιακά επιτελεία μέρες πριν. Πράγμα που αποτυπώθηκε στο πρόγραμμα της συνάντησης που περιλάμβανε μόνο δηλώσεις των ηγετών και όχι απαντήσεις σε ερωτήσεις εκπροσώπων των ΜΜΕ. Για να αποφευχθεί κάποια …«στραβή», όπως χαρακτηριστικά ερμηνεύτηκε αρμοδίως. Και για να μη χαλάσει το «καλό (φαινομενικά) κλίμα», θα προσθέταμε. Και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να κάνουν χρήση του. Η μεν Άγκυρα για τη μείωση της πίεσης που υφίσταται και την αναβάθμιση των εξοπλιστικών της μέσων και οπλικών συστημάτων, αλλά και η Αθήνα για τη δρομολόγηση «λύσης» επιδιαιτησίας στο ακανθώδες ζήτημα της επήρειας των νησιών σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Κατ’ επέκταση στο μείζον θέμα της εκμετάλλευσης των φυσικών-ενεργειακών πόρων της περιοχής.
Αυτό το καζάν-καζάν που εκτοξεύει σε τακτά διαστήματα η τουρκική ηγεσία -το (ξανα)έκανε και πριν την αναχώρησή του από την Τουρκία ο Ερντογάν- αναφορικά με μια ενδεχόμενη συμφωνία (συν)εκμετάλλευσης των όποιων κοιτασμάτων φέρεται ν’ αποτελεί «κόκκινο πανί» για την ελληνική. Το ότι, σε κάθε περίπτωση, οι γνωστές ιμπεριαλιστικές πολυεθνικές της ενέργειας θα αποκομίσουν τη μερίδα του λέοντος δεν φαίνεται να απασχολεί καμία απ’ τις δύο άρχουσες τάξεις. Και ο λόγος είναι ότι κάτι τέτοιο θεωρείται δεδομένο! Ο καβγάς γίνεται για το μπαχτσίσι του ξεπουλήματος που, αν και δεν θα είναι ευκαταφρόνητο, κυρίως θα προσθέσει πόντους στην υπόσταση της κάθε εκμεταλλεύτριας τάξης. Πρόκειται για μεγαλοϊδεατισμούς, ένθεν κακείθεν, πολύ επικίνδυνους για τους δύο λαούς. Που προβάλλονται ως δήθεν «κέρδος» για αυτούς, την ώρα που μπορούν ανά πάσα στιγμή και ώρα να αποτελέσουν την αφορμή μιας αλληλοσφαγής. Και δεν νομίζουμε καθόλου, δυστυχώς, ότι υπερβάλουμε!
Είναι γεγονός, πάντως, ότι έγινε σοβαρή προσπάθεια κι απ’ τις δύο πλευρές να προκύψει ένα συνολικό «θετικό αποτέλεσμα». Να «παγώσουν» σε λεκτικό-διακηρυκτικό επίπεδο οι μεγάλες διαφορές, να μη γίνουν προκλητικές δηλώσεις και να εκθειαστούν τα βήματα αμοιβαίας ωφέλειας. Ακόμη και ο τρόπος που τέθηκαν το Κυπριακό από ελληνικής πλευράς («διαφωνούμε και υποστηρίζουμε τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ») και το ζήτημα της μειονότητας της Θράκης από τουρκικής πλευράς («τουρκική μειονότητα, γέφυρα φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες») περισσότερο ειπώθηκαν για να μη ξεχνιούνται και λιγότερο για να προξενήσουν ένταση.
Η υπογραφή «Διακήρυξης σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας» από τους ηγέτες των δύο χωρών, αν και ρητά δηλώνεται ότι δεν υπέχει θέση Διεθνούς Συνθήκης που παράγει αμφίπλευρα και διεθνή νομικά αποτελέσματα, είναι το ανώτατο σημείο που μπορούσε σήμερα να φτάσει η λεγόμενη ελληνοτουρκική προσέγγιση. Ο πολιτικός διάλογος, η οικονομική συνεργασία, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και η θετική ατζέντα υπόσχονται να συνεχιστούν και να αποτελέσουν «μόνιμο» στοιχείο στις μεταξύ τους σχέσεις. Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε στη φράση περί των «κοινών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε» (ως δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ) που πρέπει να διαχειριστούν στη βάση της αμοιβαιότητας και της αλληλεγγύης μεταξύ τους. Να μην παράγονται, δηλαδή, κρίσεις και να αποφεύγονται επιθετικές ενέργειες. Αλλά και να αθροίζονται δυνάμεις στην αντιπαράθεση με μη σύμμαχες χώρες (εννοείται το τι υπονοείται).
Στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, η συμφωνία για ανταλλαγή επισκέψεων μεταξύ επιτελών του στρατού και του λιμενικού, η ειδική visa 7ήμερης διάρκειας Τούρκων πολιτών για επισκέψεις σε ελληνικά νησιά και η «συνεργασία» αποτροπής νέων ροών ρητά δηλώθηκε ότι είχε την έγκριση και της ΕΕ. Στο θέμα αυτό υπάρχει όντως «θεαματική» στροφή, μιας και όλες οι χώρες της λεγόμενης πρώτης υποδοχής με έναν ανάλογο τρόπο επιχειρούν να «λύσουν το πρόβλημα». Η «εργαλειοποίηση», άραγε, κι από τις δύο πλευρές θα υποχωρήσει;
Οι δύο χώρες συνομιλούν, λοιπόν. Σε αυτή τη βάση, η καθεμιά άρχουσα τάξη θα διεκδικήσει τα ανταλλάγματα και τη στήριξη που προσδοκά από τη Δύση. Όσο οι δρόμοι θα είναι παράλληλοι, θα υπάρχουν «ήρεμα νερά». Στα σημεία τομής, ωστόσο, είναι αδύνατο να παραμείνουν και οι δύο ευχαριστημένοι, στη βάση των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Γι’ αυτό, αυτά τα τελευταία τα «σπρώχνουν» στο μέλλον. Επόμενη συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη την άνοιξη στην Άγκυρα. Κατόπιν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ το καλοκαίρι. «Εκεί» απ’ όπου όλα ξεκίνησαν. Άλλωστε, ΝΑΤΟϊκοί αξιωματούχοι και State Department το εκφράζουν με κάθε τρόπο: δεν είναι ώρα για αναστάτωση στην «από εδώ» πλευρά. Στην «από εκεί» πρέπει να στρέφονται όλα τα πυρά.
Οι δύο αντιδραστικές άρχουσες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους δείχνουν, με το καλό ή με το άγριο, να παίρνουν το μήνυμα. Οι δύο λαοί μας οφείλουν να αποκαλύπτουν τις πραγματικές αιτίες και στόχους γι’ αυτές τις «μανούβρες». Και να ενισχύουν τη διεθνιστική τους αλληλεγγύη και το κοινό τους μέτωπο ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, το φασισμό και τον εθνικισμό-σωβινισμό!