Ο σοβαρός τραυματισμός του αστυνομικού των ΜΑΤ στα επεισόδια στο Ρέντη έβαλε ξανά στις κυβερνητικές προτεραιότητες το ζήτημα της αντιμετώπισης της οπαδικής βίας.
Δυο μέρες μετά το περιστατικό έγινε διυπουργική σύσκεψη με τη συμμετοχή και του Μητσοτάκη, της οποίας οι αποφάσεις ανακοινώθηκαν άλλες δυο μέρες αργότερα και περιλάμβαναν: α) την απαγόρευση εισόδου φιλάθλων σε όλους τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των ομάδων της Super League 1 για δύο μήνες, β) την εγκατάσταση καμερών υψηλής ευκρίνειας στα γήπεδα της Super League 1 και γ) την ποινική αναβάθμιση της δικαστικής έρευνας για όλες τις υποθέσεις αθλητικής βίας. Αν τα μέτρα δεν αποδώσουν ως τα μέσα Φλεβάρη, τότε ο αποκλεισμός των φιλάθλων από τα γήπεδα μπορεί να παραταθεί.
Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί σε δυο βασικές πλευρές, οι οποίες είναι προφανές ότι δεν αφορούν μόνο τον αθλητισμό και την οπαδική βία: το ποιους υπερασπίζονται και ποιους αντιμετωπίζουν.
Στο πρώτο, η κυβέρνηση και το κράτος κάνουν τα πάντα προς όφελος του λαού. Της μεγάλης πλειοψηφίας των αγνών φιλάθλων που έχουν απομακρυνθεί από τα γήπεδα εξαιτίας κάποιων λίγων ανεγκέφαλων. Των οικογενειών που κάποτε μπορούσαν να πάνε στο γήπεδο, αλλά τώρα δεν μπορούν.
Κι αλλού τα ακούμε αυτά: Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού που στηρίζει την κυβέρνηση και οι …γκρινιάρηδες της όποιας αντιπολίτευσης. Η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων που ταλαιπωρούνται από τους λίγους συνδικαλιστές με τις κινητοποιήσεις και τις διαδηλώσεις τους που κλείνουν τους δρόμους.
Αλλά δεν τα ακούμε για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού που τρομάζει να μπει στο σούπερ μάρκετ και για την οποία, έτσι κι αλλιώς, το γήπεδο είναι μια πολυτέλεια που δεν χωράει στον στριμωγμένο οικογενειακό προϋπολογισμό. Το κράτος και η κυβέρνηση μιλούν εξ’ ονόματος όλων μας, αλλά μόνο όποτε τους βολεύει.
Όσο για τη δεύτερη πλευρά, ο αντίπαλος είναι μια ασύδοτη, βίαιη, περιθωριακή μειοψηφία, η οποία δεν διστάζει να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα ή και τη ζωή οποιουδήποτε. Και η οποία δεν αποκλείεται να είναι κομμάτι του οργανωμένου εγκλήματος, της μαφίας και άλλων σκοτεινών δυνάμεων. Η σύνδεση αυτή, έστω και όταν αναφέρεται ως πιθανότητα, αναβαθμίζει τα χαρακτηριστικά του αντιπάλου, την απανθρωπιά, τη σκληρότητα και, τελικά, τη βία. Πάνω απ’ όλα, ο αντίπαλος είναι βίαιος!
Κι έτσι, τι πρέπει να κάνει το κράτος για να προστατέψει τη μεγάλη πλειοψηφία ενάντια στην ακραία βία της μειοψηφίας; Φυσικά να είναι κι αυτό βίαιο. Η κρατική βία είναι δικαιολογημένη, γιατί είναι το μόνο όπλο που, τελικά, μπορεί να χρησιμοποιήσει η πλειοψηφία (μέσω των δυνάμεων καταστολής που την προστατεύουν) απέναντι στις …δυνάμεις του σκότους! Στο κάτω κάτω, αν οι αστυνομικοί έχουν να κάνουν με διαβόλους, δεν μπορεί να είναι άγγελοι…
Αυτές ακριβώς οι αντιλήψεις είναι που προωθεί η κυβέρνηση και το σύστημα που υπηρετεί στη συζήτηση γύρω από την οπαδική βία. Όλα συγκλίνουν σε ένα πράγμα: Στην καταστολή του αντιπάλου με κάθε τρόπο, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταργηθούν δημοκρατικά δικαιώματα της μεγάλης πλειοψηφίας, των προστατευόμενων δηλαδή. Άλλωστε, ζητείται και η δική τους ανοχή σε αυτό, αν όχι η συναίνεση.
Έτσι, κουβέντα δεν είπε κανένας στα ΜΜΕ, τα οποία έκαναν για μέρες πολύωρα ρεπορτάζ για το θέμα, για την προσαγωγή των 400 ανθρώπων που απλώς βρέθηκαν στο γήπεδο εκείνη την ημέρα και αυτό τους καθιστούσε αυτόματα ύποπτους για το ρίξιμο της φωτοβολίδας που τραυμάτισε τον αστυνομικό. Ούτε για τη συμπεριφορά των λυσσασμένων συναδέλφων του στους προσαχθέντες, που βγήκε αυτές τις μέρες στη φόρα και συνοψίζεται λίγο-πολύ στο …δόγμα: «χτυπήσατε δικό μας, θα σας τσακίσουμε» (δεν πρόκειται απλώς για δόγμα, οι προσαχθέντες καταγγέλλουν ότι αυτό ακριβώς τους έλεγαν όταν τους χτυπούσαν μέσα στις κλούβες)..
Και ποιος να πει άραγε τίποτα για τις κάμερες, τα ηλεκτρονικά εισιτήρια και την ταυτοποίηση καθενός που μπαίνει στο γήπεδο, όταν κι αυτά βοηθούν στο να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι δράστες, ώστε να γίνουν ασφαλή τα γήπεδα. Στρωμένος ο δρόμος. Και θεμελιωμένος στους ασφυκτικούς ελέγχους της πανδημίας. Στις κάμερες των ΜΑΤατζήδων στις διαδηλώσεις, που τραβάνε ό,τι θέλουν και όσο θέλουν, ενώ αν τσακώσουν κάποιον να τραβάει με το κινητό τον βάζουν να τα σβήσει όλα μπροστά τους.
Το ΠΑΣΟΚ κατηγόρησε την κυβέρνηση γιατί δεν εφάρμοσε το μέτρο αυτό ως τώρα, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, δια στόματος Κασσελάκη, ζήτησε την «ουσιαστική λειτουργία των συστημάτων εποπτείας με κάμερες υψηλής ευκρίνειας (CCTV), είσοδο στα γήπεδα μόνο με ταυτοποίηση». Λίγα λεπτά αναζήτησης στο διαδίκτυο αρκούν για να αποκαλύψουν κατηγορηματικές τοποθετήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι και του Τσίπρα πέρυσι, εναντίον του αντιδημοκρατικού μέτρου των καμερών. Τώρα ο νέος πρόεδρος ταυτίζεται με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και …όλα καλά!
Πέφτει, λοιπόν, και αυτό το καθήκον στις πλάτες του λαού και της νεολαίας, να μην δεχτούν κανενός είδους περιορισμό των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων στο όνομα της πάταξης της όποιας εγκληματικότητας, εντός και εκτός γηπέδων. Να μην επιτρέψουν στο σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης να τους χρησιμοποιεί για να οξύνει το κατασταλτικό του οπλοστάσιο, που θα χρησιμοποιήσει, τελικά, εναντίον τους. Να μην αποδεχτούν και να μην νομιμοποιήσουν τη βία των δυνάμεων καταστολής ενάντια σε οποιουσδήποτε μπορεί να θεωρήσουν βίαιες μειοψηφίες, γιατί τέτοιες έχουν θεωρήσει πολλές φορές στο παρελθόν και τις μάζες που αγωνίζονται και θα το ξανακάνουν.
Και ειδικά για τη νεολαία, να μη στρατευθεί στους οπαδικούς στρατούς που χρειάζονται οι μεγαλοϊδιοκτήτες των ΠΑΕ για να αποκτήσουν την απαραίτητη κοινωνική στήριξη ώστε να συνεχίσουν ανενόχλητοι να κλέβουν τον πλούτο της κοινωνίας. Αυτοί είναι το πραγματικό, το μεγαλύτερο οργανωμένο έγκλημα, με θύματα τις πλατιές λαϊκές μάζες, αυτό που οι δυνάμεις κρατικής καταστολής υπηρετούν και γι’ αυτό δεν πρόκειται ποτέ να πατάξουν.
Να ξεχωρίσει η νέα γενιά ποιοι είναι πραγματικά οι εχθροί και οι φίλοι της και να στρέψει τη δικαιολογημένη οργή της ενάντια στο σύστημα που την καταπιέζει και όχι στους συνομήλικους με τα διαφορετικά κασκόλ, με τους οποίους δεν έχει τίποτε να χωρίσει, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο να διεκδικήσει!