Η ακρίβεια τσακίζει το λαό και την εργατική τάξη. Κάθε εβδομάδα, κάθε μέρα που περνάει προσθέτει αξία στην τιμή των προϊόντων. Ο χρόνος μετριέται σε 5, 10, 15… 40, 50… 100% ποσοστά αύξησης επί της τιμής που είχαν πριν από δώδεκα, έξι, τρεις μήνες… εχθές, προχθές το ψωμί, το γάλα, το λάδι, η βενζίνη. Με αυτά μετράει τη ζωή του ο λαός. Με αυτά αναμετριέται κάθε μέρα για την επιβίωση, για να φτάσει ο μισθός, το μεροκάματο. Και δεν φτάνει. Στις 10 του μήνα όλοι ψάχνονται για λεφτά. Και τις υπόλοιπες 20 μέρες τι γίνεται; Πώς βγαίνει ο μήνας;
Τα προϊόντα ακριβαίνουν ενώ ο πληθωρισμός μειώνεται, ο λαός υποφέρει από τη φτώχεια ενώ η οικονομία της χώρας μπαίνει στα μεγάλα σαλόνια των οίκων αξιολόγησης που τη βαθμολογούν για την ανάπτυξη και την προκοπή της. Ανάπτυξη, επενδύσεις, κεφάλαια, μείωση της ανεργίας, επιχειρηματικά φόρα και έπειτα από όλα αυτά άλλος ένας προϋπολογισμός που έρχεται να ξεζουμίσει όχι μόνο τους εργαζόμενους αλλά και τα μεσαία στρώματα, τη βασική δεξαμενή ψηφοφόρων της κυβέρνησης. Και οι τιμές όλο και ανεβαίνουν.
Κάποιοι επομένως περνάνε καλά. Το μεγάλο κεφάλαιο, οι ντόπιοι και ξένοι μεγαλοκαρχαρίες εξακολουθούν να βγάζουν πολλά λεφτά. Αυτούς δεν τους άγγιξε ο πόλεμος, ούτε ο πληθωρισμός, ούτε οι τεράστιες καταστροφές που διέλυσαν δάση, βουνά, κάμπους και νησιά. Αυξάνουν τα κέρδη τους, μαζεύουν όλο τον πλούτο που παράγεται και την ίδια στιγμή αρνούνται να δώσουν αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων.
Όλοι οι υπόλοιποι όμως δεν περνάνε καθόλου καλά. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, οι νέοι άνθρωποι, οι συνταξιούχοι, όλοι αυτοί που μετρούν τις μέρες αντίστροφα μέχρι τον επόμενο μισθό, όλοι αυτοί υποφέρουν. Παλεύουν κάθε μέρα με την ακρίβεια που είναι παρατεταμένη και βίαιη. Η ακρίβεια που επιβεβαιώνει καθημερινά ότι ήρθε για να μείνει. Καμία προοπτική για μείωση των τιμών, ούτε καν ψεύτικες υποσχέσεις από την κυβέρνηση και τους βουλευτές. Η βαθιά κρίση του συστήματος και η αχόρταγη όρεξη του κεφαλαίου να τα αρπάζει από παντού αποτελούν βασικούς όρους για αυξήσεις στις τιμές και πάγωμα των μισθών. Έτσι όμως ο λαός βουλιάζει στη φτώχεια.
Η φτώχεια ήταν πάντα άσχημη. Φέρνει στους ανθρώπους πόνο, θλίψη, πείνα, απόγνωση. Ποτέ δεν είχε κάτι καλό να της θυμηθεί όποιος την έζησε. Οι αναφορές σε ανθισμένα γεράνια, γαζίες και ευτυχισμένες στιγμές σε παλαιότερες εποχές φτώχειας και εξαθλίωσης του λαού, που πασπαλίζονται με γλυκιά νοσταλγία και χαμόγελα, κυρίως αφορούν τους εκφραστές του συστήματος και στόχο έχουν την παραπλάνηση του λαού. Όποιος είχε πραγματικά ζήσει με φτώχεια είχε να θυμηθεί μόνο βάσανα.
Αυτή όμως η φτώχεια, η σύγχρονη, είναι διαφορετική. Είναι βουβή και αόρατη παρότι υπάρχει παντού. Μοιάζει σαν να μην κυκλοφορούν στους δρόμους των μεγάλων πόλεων οι φτωχοί και πεινασμένοι. Δημοσιογράφοι, πολιτικά πρόσωπα, αφεντικά και απανταχού δεξιοί, συντηρητικοί και φοβισμένοι βγάζουν λογύδρια για τις καφετέριες που είναι γεμάτες, τα ξενοδοχεία που είναι κλεισμένα για τις γιορτές, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος έχει λεφτά. Έτσι εύκολα και ανώδυνα, τα αφεντικά δικαιολογούν το δικό τους δικαίωμα να αυξάνουν τα πλούτη τους εκμεταλλευόμενοι εργαζόμενους και οι φοβισμένοι υποτελείς να σκύβουν το κεφάλι στα αφεντικά.
Την ίδια στιγμή, οι άστεγοι, που έχουν αυξηθεί πάρα πολύ, αντιμετωπίζονται σαν ξεχωριστό κομμάτι της πόλης και της ανθρώπινης υπόστασης. Η απάνθρωπη εικόνα του άστεγου που προσπαθεί να κοιμηθεί δίπλα στις πανάκριβες βιτρίνες πολυτελών καταστημάτων μπορεί μόνο να γίνει τέχνη και αντικείμενο φιλανθρωπικής υποκρισίας. Οι εκφραστές του συστήματος, ιδιαίτερα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, μιλούν για προσωπική επιλογή και εναλλακτικό τρόπο ζωής. Η φτώχεια και η εξαθλίωση δεν υπάρχουν πουθενά.
Οι εργαζόμενοι που μένουν χωρίς λεφτά στις 10 του μήνα στερούνται βασικά αγαθά και αδυνατούν να καλύψουν πολύ βασικές ανάγκες τους. Η θέρμανση, οι γιατροί και τα φάρμακα τη στιγμή που τα χρειάζεσαι, η κάλυψη των εξόδων για την ακριβή «δωρεάν» παιδεία, ακόμα και το φαγητό μπαίνουν λειψά στα σπίτια των εργαζόμενων που αμείβονται με μισθούς. Δεν συζητάμε για διακοπές, θέατρα, συναυλίες και αντίστοιχες δραστηριότητες που θα μπορούσαν να ξεκουράσουν το μυαλό από την κούραση και τη βιοπάλη. Μάλιστα για κάποιους μπορεί να θεωρηθούν και πολυτέλεια και ότι δεν χωρούν σε ένα άρθρο που αναφέρεται στην ακραία φτώχεια. Ο λόγος που το κάνουμε είναι γιατί αναγνωρίζουμε στο λαό το δικαίωμα να ζει, να χαίρεται και να σκέφτεται. Αντίθετα, για το σύστημα οι εργαζόμενοι αξίζουν μόνο την επιβίωση για να μπορούν και την επόμενη μέρα να παραγάγουν κι άλλο πλούτο. Και στην εποχή μας που μετράμε κάθε μέρα νεκρούς εργάτες ίσως ούτε και αυτό.
Αυτή η φτώχεια, παιδί της κρίσης και της ακρίβειας, είναι βουβή γιατί κανείς δεν της δίνει φωνή. Αν όμως ενωθεί ο κάθε ψίθυρος βουβής φτώχειας, αν όλοι όσοι υποφέρουν ενωθούν σε κίνημα μάχιμο και διεκδικήσουν μειώσεις στις τιμές, αυξήσεις στους μισθούς, ζωή με δικαιώματα, τότε η φτώχεια θα αποκτήσει ξανά φωνή. Θα βγει στους δρόμους και θα ουρλιάξει. Οι φτωχοί και πεινασμένοι αυτού του κόσμου μπόρεσαν να αποκτήσουν φωνή σε περιόδους που κατάφεραν να παλέψουν οργανωμένα απέναντι στους ιμπεριαλιστές και το κεφάλαιο. Όταν πίστεψαν στη δύναμή τους και διεκδίκησαν τον κόσμο ολόκληρο.