Ανατρέποντας τα δεδομένα πολλών χρόνων κινηματικής αδράνειας και απραξίας, οι μάζες των αγροτών και της σπουδάζουσας νεολαίας τις τελευταίες εβδομάδες γεμίζουν τους δρόμους με τις φωνές και το δίκιο τους. Με επιμονή και αποφασιστικότητα, κόντρα στην κυβερνητική προπαγάνδα και τις κραυγές των Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης, κόντρα στους εκβιασμούς κάθε είδους και τη συκοφαντία, την κρατική καταστολή και την τρομοκρατία. Αλλά όχι μόνο. Επί της ουσίας, τα αγωνιζόμενα τμήματα του λαού στη σημερινή φάση εκ των πραγμάτων αναμετριούνται και με τις «δικές» τους ανεπάρκειες, με τα εσωτερικά προβλήματα του κινήματος, με τις συνέπειες που κληροδότησε η ήττα του εργατικού-επαναστατικού-κομμουνιστικού κινήματος τον προηγούμενο αιώνα. Αυτά είναι που εκφράζονται μεταξύ άλλων και στα ποικίλα πολιτικά και οργανωτικά εμπόδια που στήνουν οι δυνάμεις του συμβιβασμού και της υποταγής- με προεξάρχον το ΚΚΕ-, στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την ορμή αυτών των αγώνων και να τους εντάξουν στον κοινοβουλευτικό-εκλογικό τους σχεδιασμό.
Το μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας στις 20 του Φλεβάρη, η συγκλονιστική διαδήλωση των φοιτητών στις 8 του ίδιου μήνα, και οι δύο με τη συμμετοχή χιλιάδων λαού και νεολαίας, οι δεκάδες άλλες κινητοποιήσεις, τα μπλόκα, οι μαζικές γενικές συνελεύσεις, οι καταλήψεις αποτελούν την πιο αποστομωτική απάντηση σε όλους αυτούς! Πολύ απλά, γιατί παρά τα σοβαρά και κρίσιμα προβλήματα που έχουν αναδειχτεί στο πλαίσιο της πάλης, αποδεικνύεται ξανά και ξανά ότι η οργή και η αγανάκτηση δεν περιμένουν! Το ίδιο αποδεικνύεται και από τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων στα τηλεφωνικά κέντρα, που ανακάλυψαν μέσα στη μάχη τη σημασία της συνδικαλιστικής οργάνωσης, με ίδρυση σωματείου στο εργασιακό κάτεργο της Teleperformance.
Οι μάζες, άλλωστε, όταν επιλέγουν τον δρόμο του αγώνα, το κάνουν γιατί θέλουν να νικήσουν, όποια και αν είναι τα σχέδια και οι υπολογισμοί αυτών που εμφανίζονται κάθε φορά ως «ηγεσία» τους. Και εκεί βρίσκεται και η καλύτερη απάντηση στις κραυγές της μοιρολατρίας, σε αυτούς που αρνούνται το δικαίωμα του λαού να παλέψει έξω από τις συστημικές προδιαγραφές τους, στη θεωρία της «ματαιότητας» και «αναποτελεσματικότητας» των αγώνων. Αυτή ακριβώς η θέληση και ανάγκη πρέπει να υπηρετηθεί από τις δυνάμεις εκείνες που επιδιώκουν να ενισχυθεί η κατεύθυνση της αναμέτρησης στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, ενάντια στους τακτικισμούς και τη ρεφορμιστική υποταγή, στη γραμμή της αναχώρησης και του κλεισίματος της πάλης. Από αυτή τη διαδικασία θα αντλήσει ισχύ και εμβέλεια αυτή η κατεύθυνση, η οποία όσο δυναμώνει, τόσο περισσότερο θα ισχυροποιεί με τη σειρά της και την προοπτική νίκης των κινημάτων.
Κλυδωνισμοί στο αστικό πολιτικό σύστημα
Η δήθεν ακλόνητη κυβέρνηση της ΝΔ του 41%, που ελλείψει αντιπολίτευσης παίζει χωρίς αντίπαλο στο αστικό πολιτικό σκηνικό, βρήκε τον πραγματικό της αντίπαλο στους δρόμους. Και αυτό το στοιχείο, που έχει ήδη προκαλέσει ρωγμές στις συνειδήσεις την κοινωνικής πλειονότητας για την υποτιθέμενη παντοδυναμία με την οποία ήθελε να εμφανίζεται ο Μητσοτάκης, συμβάλλει σημαντικά στην αστάθεια που αντιμετωπίζει συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Με μία έννοια, αναδεικνύεται έτσι ακόμα πιο επιτακτικά για τα ξένα και ντόπια κέντρα εξουσίας η ανάγκη επιτάχυνσης των διεργασιών για τη διαμόρφωση της κοινοβουλευτικής εναλλακτικής στην κυβέρνηση της ΝΔ, που θα έχει την ικανότητα να απορροφάει τους κραδασμούς της κοινωνικής βάσης.
Ακόμα περισσότερο, το παραπάνω ισχύει όταν σε μια εποχή κρίσης και παρόξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπως η σημερινή, η ντόπια αστική τάξη όλο και περισσότερο αποδεικνύει τον ανερμάτιστο χαρακτήρα της, το «πάμε και όπου βγει» και «όπου προστάξουν» τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά. Σε αυτό το πλαίσιο, όλο και πιο έντονα αναδεικνύονται τα αδιέξοδα που παράγει η διπλή εξάρτηση της χώρας από Αμερικάνους και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, με την άρχουσα τάξη και την κυβέρνησή της να βρίσκονται ξανά εν μέσω διασταυρούμενων πυρών.
Είναι σαφές ότι η αποστολή της φρεγάτας για τη συμμετοχή στην ευρωενωσιακή επιχείρηση «Ασπίδες» στην Ερυθρά Θάλασσα κάθε άλλο παρά είναι ικανή να αντισταθμίσει την όλο και μεγαλύτερη πρόσδεση στο αμερικανικό άρμα σε όλα τα επίπεδα. Από τις συμφωνίες με τις ΗΠΑ για τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα-μαμούθ που θίγουν αντίστοιχα ευρωπαϊκά, την απόλυτη στοίχιση στις αμερικανικές απαιτήσεις στον άδικο πόλεμο της Ουκρανίας, την πλήρη ευθυγράμμιση στην αμερικανική πολεμική ατζέντα στην ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της στήριξης στη σιωνιστική σφαγή του παλαιστινιακού λαού, μέχρι τη μετατροπή ολόκληρης της χώρας σε απέραντη αμερικανοΝΑΤΟϊκή βάση, δεν έχει όριο η συμμόρφωση της ντόπιας άρχουσας τάξης με τις επιδιώξεις των υπερατλαντικών της αφεντικών. Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία, μάλιστα, που στη βάση των αρνητικών εξελίξεων στην Ουκρανία για τη Δύση στην αντιπαράθεσή της με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, αλλά και ενόψει των εκλογών στις οποίες βαδίζει η αμερικανική υπερδύναμη με όρους βαθιού εσωτερικού διχασμού, τίθεται εκ νέου το ζήτημα της σχέσης των Αμερικάνων με τους συμμάχους-ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, όπως εκφράστηκε χαρακτηριστικά από τις δηλώσεις Τραμπ για τα χαμηλά ποσά χρηματοδότησης του ΝΑΤΟ, στα οποία, από την άλλη πλευρά, η χώρα αναδεικνύεται από τις «πρωταθλήτριες» με υπερκάλυψη των στόχων ως προς το ΑΕΠ που έχει ορίσει η ιμπεριαλιστική συμμαχία.
Σε αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου των τρομονόμων και των αντικομμουνιστικών μνημονίων για το «κράτος δικαίου» και τη «δημοκρατία» στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά αφορά τον «πόνο» που τάχα έπιασε τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές για την περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και τη φασιστικοποίηση που στρέφεται ενάντια στην εργατική τάξη, τον λαό και τη νεολαία της χώρας, όπως προσπαθούν να πείσουν οι κάθε λογής ευρώδουλοι της αστικής και ρεφορμιστικής αντιπολίτευσης. Αποτελεί μια έκφραση της ενόχλησης κέντρων της ΕΕ για τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της εγχώριας αστικής πολιτικής όλο και πιο πολύ προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Και είναι ξεκάθαρο ότι η πρεμούρα της ΝΔ, παρά το πολιτικό κόστος, να προωθήσει το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών καμία σχέση δεν έχει με τα δικαιώματα που έχει ανάγκη αυτή η κοινωνική κατηγορία, αλλά -μεταξύ άλλων- με την προσπάθεια του Μητσοτάκη να απαντήσει στα κέντρα αυτά που φιλοτεχνούν το προφίλ του ως «νέου Όρμπαν».
Καμία βεβαιότητα και σταθερότητα δεν γίνεται να υπάρξει σε ένα τόσο ασταθές και ρευστό γεωπολιτικό σκηνικό, όταν μάλιστα οι κίνδυνοι ευρύτερης ανάφλεξης στη γειτονική περιοχή καθημερινά πολλαπλασιάζονται. Αυτή είναι και η βασική πηγή για τα αδιέξοδα της ντόπιας άρχουσας τάξης και τους κλυδωνισμούς στο πολιτικό της σκηνικό. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, σε αυτό ακριβώς το έδαφος, ακόμα και τα «ήρεμα νερά» που προωθούν οι Αμερικάνοι στην αντιπαράθεσή της με την ανταγωνίστρια τουρκική αστική τάξη φαίνεται να ταράσσονται, όπως έδειξε και το επεισόδιο με την τουρκική ακταιωρό στα Ίμια. Το γεγονός αυτό προσθέτει ακόμα περισσότερα αδιέξοδα σε αυτά που προέκυψαν από τη διαφορετική στάση των δύο αστικών τάξεων στο ζήτημα της Παλαιστίνης, καθώς και ερωτηματικά για το πόσο μακριά μπορεί να την πάει ο ρόλος του «καλού παιδιού» των ΗΠΑ, που φτάνει μέχρι και σε δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών για «κατοχή της μισής Κύπρου».
Το τσάκισμα των δικαιωμάτων απαιτεί ένταση της φασιστικοποίησης
Την ίδια ώρα, και παρά τους τριγμούς που αντιμετωπίζει, η κυβέρνηση προχωράει την επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα σε όλα τα μέτωπα με όρους οδοστρωτήρα. Και ενώ η καπιταλιστική ακρίβεια τσακίζει κόκαλα και όλο και περισσότερο διευρύνει τις μάζες των φτωχοποιημένων και εξαθλιωμένων, το ένα μέτρο διαδέχεται το άλλο, ισοπεδώνοντας κάθε κατάκτηση στον χώρο της εργασίας, της περίθαλψης, της εκπαίδευσης, στους ίδιους τους όρους ζωής των εργαζομένων και της νεολαίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται φανερό ότι οι νέοι ποινικοί κώδικες που «γεμίζουν τις φυλακές» έρχονται να υπηρετήσουν την περαιτέρω νομική θωράκιση του αστικού συστήματος απέναντι στις εκρήξεις της λαϊκής οργής που αναμένονται. Σε αυτή την κατεύθυνση διαμορφώνεται ένα όλο και πιο αντιδραστικό κλίμα, εντείνεται η αγριότητα της κρατικής καταστολής και τρομοκρατίας, στήνεται μια ολόκληρη βιομηχανία διώξεων σε αγωνιστές και οργανώσεις.
Η νέα «κρίση μέσα στην κρίση» στον ΣΥΡΙΖΑ ενόψει του συνεδρίου του, με παρέμβαση μέχρι και του Τσίπρα για την ανάγκη «προσφυγής στη βάση», με γρήγορη ανταπόκριση από τον Κασσελάκη, αντανακλά αυτές τις πιέσεις που παράγει η συνολικότερη δεξιά μετατόπιση για ακόμα βαθύτερη συστημική προσαρμογή του, γεγονός που μεγαλώνει τη δεδομένη αδυναμία του να διαχωριστεί από την κυρίαρχη πολιτική. Μέχρι και ο Λοβέρδος, που πρόκειται να ανακοινώσει σύντομα το νέο του κόμμα, επιστρατεύεται για να καλύψει τις ανάγκες του αστικού πολιτικού συστήματος για δεξιές εφεδρείες, στην περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ δεν καταφέρει να διαμορφώσει σοβαρά δεδομένα στις εν εξελίξει διεργασίες για τη συγκρότηση του δεύτερου πυλώνα του πολιτικού σκηνικού. Ταυτόχρονα, τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα σταθερά πριμοδοτούνται, σε αυτή τη φάση ως απαραίτητο συμπλήρωμα της επίθεσης, που θα σπρώχνει όλο και πιο αντιδραστικά την επίσημη πολιτική ατζέντα.
Ο αγωνιστικός αναβρασμός να γίνει κίνημα ανατροπής της επίθεσης
Στη βάση των δεδομένων που διαμορφώνουν εδώ και πάνω από ένα μήνα οι αντιστάσεις και οι διεκδικήσεις αγροτών και νεολαίας, υπάρχουν οι όροι ώστε η απεργία στις 28 του Φλεβάρη να ξεφύγει από τα στενά όρια στα οποία την ήθελαν να περιορίζεται οι εμπνευστές της. Και από κάλεσμα που θα αποτελούσε αφορμή για το σάλπισμα του «τέλους» των κινητοποιήσεων, από μέσο διάσπασης της ενότητας των αγωνιζόμενων κομματιών, να αποτελέσει σημείο συνάντησης της πάλης εργαζομένων-αγροτών-νεολαίας και εφαλτήριο για νέο γύρο κινητοποιήσεων. Οι δυσκολίες στους χώρους δουλειάς και οι αρνητικοί συσχετισμοί είναι δεδομένοι, ωστόσο αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει να παλευτεί κόντρα σε «θεούς και δαίμονες».
Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί, επομένως, η δημιουργία όρων για τη συνέχιση και διεύρυνση της πάλης. Αντιπαλεύοντας τη λογική της παραπομπής των «λύσεων» στα μηνύματα που υποτίθεται πως θα σταλούν στην επικείμενη ευρωκάλπη των ιμπεριαλιστών, που είναι και η πραγματική ουσία της γραμμής με την οποία κινούνται οι δυνάμεις του συμβιβασμού μέσα στο κίνημα. Σε αντιπαράθεση με τη λογική της διαπραγμάτευσης και της ενσωμάτωσης, είτε αυτή εκφράζεται με την αναζήτηση συνεννοήσεων με τους κάθε λογής παράγοντες του συστήματος είτε με την πλήρη αποδοχή του πλαισίου της τηλεκαταστολής, που έχει ήδη προξενήσει σοβαρή ζημιά στο φοιτητικό κίνημα. Ξεπερνώντας τη λογική των αγώνων «μιας ριξιάς», της «κορύφωσης» των κινητοποιήσεων στην απεργία και κατά την ψήφιση των νόμων, προτάσσοντας την κατεύθυνση του μαζικού και ανυποχώρητου αγώνα.
Η ίδια η πραγματικότητα έχει θέσει επί τάπητος το ζήτημα του Μετώπου Αντίστασης και Διεκδίκησης, ως κατεύθυνσης που έχουν ανάγκη οι μάζες που έχουν επιλέξει τον δρόμο του αγώνα, κόντρα στις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τη ρεφορμιστική αριστερά, που κάνουν τα πάντα για να μη συνενωθούν οι αντιστάσεις σε ανώτερο επίπεδο. Η κατεύθυνση αυτή, στον βαθμό που υπηρετηθεί στην πράξη και δώσει αποτελέσματα, είναι η μόνη που μπορεί να διαμορφώσει τους όρους για μια κεντρικού χαρακτήρα αντιπαράθεση του λαού και της νεολαίας με την επίθεση που έχουν εξαπολύσει οι δυνάμεις του συστήματος. Μέσα στον λαό και με τον λαό, με κοινή δράση και συντονισμό, οι δυνάμεις που θέλουν η υπόθεση της λαϊκής πάλης να μη μείνει στα μισά του δρόμου οφείλουν να αναλάβουν αυτή την ευθύνη.