Στα τέλη του Απρίλη εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση σχετικά με την προσφυγή που είχε καταθέσει η διοίκηση της Energean, σέρνοντας στα δικαστήρια 146 απολυμένους απ’ τα Πετρέλαια Καβάλας. Η ποινική δίωξη είχε έρθει σε συνέχεια της αστυνομικής εισβολής στις εγκαταστάσεις για λογαριασμό της εργοδοσίας τα ξημερώματα της 21ης Δεκέμβρη 2021, με την οποία έσπασε η απεργιακή κινητοποίηση και συνελήφθησαν επί τόπου 10 εργαζόμενοι, ενώ απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε όλους τις επόμενες μέρες. Είχαν προηγηθεί μια σειρά από κινήσεις των εργαζομένων ενάντια στα σχέδια της Energean για μαζικές απολύσεις και σταμάτημα της εξόρυξης, ανάμεσα στις οποίες και επίσχεση εργασίας για λόγους ασφάλειας των εγκαταστάσεων, καθώς η δραματική μείωση του προσωπικού εγκυμονούσε και σοβαρούς κινδύνους. Απ’ την πρώτη στιγμή, η εργοδοσία είχε στοχοποιήσει το σωματείο, αξιοποιώντας το «πνεύμα», αλλά και τις διατάξεις, του τότε πρόσφατα ψηφισμένου νόμου Χατζηδάκη.
Και πράγματι, με τη βοήθεια της κυβέρνησης, της αστυνομίας και των δικαστηρίων, η εργοδοσία πέτυχε ν’ απολύσει σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων (πάνω από 180) και να σταματήσει την παραγωγική διαδικασία. Παρότι στην πρώτη δικαστική απόφαση κρίθηκε ότι η επίσχεση εργασίας ήταν νόμιμη καθώς η ανάδειξη της επικινδυνότητας των εργοδοτικών αποφάσεων ήταν βάσιμη, 6 επόμενες αποφάσεις απέρριψαν τα αιτήματα ακύρωσης των απολύσεων και μάλιστα με βαθιά αντιδραστικό σκεπτικό: οι απολύσεις θεωρήθηκαν νόμιμες γιατί οι εργαζόμενοι «είχαν πλήρως αποδεχτεί τις ενέργειες του σωματείου». Στην ουσία, τα δικαστήρια ήταν που αποδέχτηκαν πλήρως την επιχειρηματολογία της εργοδοσίας, η οποία υποστήριζε ότι οι εργαζόμενοι αρνούνταν να λειτουργήσουν τις εγκαταστάσεις. Η πραγματικότητα ήταν ότι οι εργαζόμενοι υπερασπίζονταν το δικαίωμά τους στη δουλειά, απέναντι στην Energean που ήθελε να τους διώξει όλους, να κλείσει την παραγωγή και να χρησιμοποιήσει τις εγκαταστάσεις στο πλαίσιο του συνολικού της πλάνου, πιθανά για αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα στο κοίτασμα. Το γεγονός πάντως είναι ότι παραγωγική διαδικασία δεν λειτούργησε ποτέ ξανά.
Απ’ τους 146 διωκώμενους με πλήθος κατηγοριών (για 11 αδικήματα!), το δικαστήριο αθώωσε τους 136 και καταδίκασε σε ποινές φυλάκισης μεταξύ 8 και 14 μηνών με αναστολή τη διοίκηση του σωματείου και 5 ακόμα εργαζόμενους, βασικά για «παράνομη βία», υιοθετώντας την κατηγορία της εργοδοσίας ότι εμπόδισαν την είσοδο σε στελέχη της. Το σωματείο κάνει λόγο για «πανηγυρική αθώωση» και δεν είναι καθόλου ασήμαντη η «απελευθέρωση» των εργαζομένων που βρίσκονταν σε δικαστική ομηρία για πάνω από 2 χρόνια. Επιπλέον εκτιμά ότι και όσοι καταδικάστηκαν, θα αθωωθούν μετά την έφεση.
Δεν μπορεί όμως να υποτιμηθεί η συνολική αρνητική εξέλιξη. Πρακτικά όλοι οι εργαζόμενοι σε μια σημαντική παραγωγική εγκατάσταση, στην οποία δούλευαν για δεκαετίες με κατοχυρωμένα δικαιώματα, πετάχτηκαν στον δρόμο μόλις το αποφάσισαν οι νέοι ιδιοκτήτες. Η εργοδοσία χρησιμοποίησε όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο, από νόμους και δικαστικές αίθουσες μέχρι την ωμή κρατική βία, για να πετύχει τους σκοπούς της. Οι εργαζόμενοι όμως, για να υπερασπιστούν το δίκιο τους, μπορούν να στηρίζονται μόνο στις δικές τους δυνάμεις. Στους αγώνες τους, στη σύνδεση με την υπόλοιπη εργατική τάξη, στην αλληλεγγύη των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Και μόνο σ’ αυτή τη βάση, μπορούν να πετύχουν νίκες, συμπεριλαμβανομένων τυχόν θετικών δικαστικών αποφάσεων.