Αγωνιστικό φραγμό καλούνται να υψώσουν εργάτες και εργαζόμενοι απέναντι στη σφοδρή αντεργατική επίθεση που ξεδιπλώνεται καθημερινά. Και αυτό γιατί έχουν απέναντί τους μία κυβέρνηση η οποία συνεχίζει με αμείωτους ρυθμούς την υπηρέτηση των ταξικών συμφερόντων των αφεντικών της, ντόπιων και ξένων, του μεγάλου κεφάλαιου και του ιμπεριαλισμού. Αυτός είναι ο ρόλος της και αυτόν θα συνεχίσει να υπηρετεί, ακόμη και αν η σοβαρή εκλογική της πτώση θα δικαιολογούσε μια πιο ήπια στάση απέναντι στο λαό. Ωστόσο, βλέπουμε το ακριβώς αντίθετο. Και γίνεται ακόμη πιο φανερό ότι το ντόπιο αστικό πολιτικό προσωπικό επείγεται να περάσει όσα περισσότερα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα μπορεί, τώρα που μπορεί. Τώρα που η «αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ βολοδέρνει στα δικά της προβλήματα και αδιέξοδα, αλλά και όσο το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να συγκροτήσει με έναν ουσιαστικό και μόνιμο τρόπο την πάλη του και την προοπτική της. Όσο οι συνδικαλιστικές ηγεσίες συνεχίζουν να υπονομεύουν τους αγώνες, να βάζουν πάγο στις αγωνιστικές διαθέσεις, να δυσφημίζουν την ίδια την έννοια του συνδικαλισμού. Και μάλιστα, σε μια περίοδο που οι εργαζόμενοι έχουν επανειλημμένα δείξει τις αγωνιστικές τους διαθέσεις, έχουν δείξει ότι δεν βολεύονται στο αστικό παραμύθι περί ανάπτυξης. Ένα παραμύθι που «δεν τους χωράει».
Και πριν απ’ όλους το βιώνουν οι εκατοντάδες εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ και οι οικογένειές τους, που εδώ και χρόνια βλέπουν τις αστικές κυβερνήσεις να μεθοδεύουν το ξεπούλημα της επιχείρησης και το πέταγμά τους στον δρόμο. Που τις τελευταίες ημέρες ζουν μία νέα ξεδιάντροπη μεθόδευση της κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία με μία αιφνιδιαστική τροπολογία θέλει να παρακάμψει τα όποια νομικά εμπόδια βάζουν οι ίδιες τους οι αποφάσεις για «εκκαθάριση» με την επιχείρηση σε λειτουργία, και να πετάξει άμεσα τους εργαζόμενους στο δρόμο. Να ποια είναι η «ανάπτυξή» τους, Να τι σημαίνει «ανάπτυξη» για την εξαρτημένη ντόπια άρχουσα τάξη: ρήμαγμα των παραγωγικών μονάδων ή ξεπούλημά τους στο ξένο κεφάλαιο, μετατροπή της χώρας σε παράρτημα των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων, μαζικό πέταγμα εργαζομένων στην ανεργία και τη φτώχεια.
Πώς να μην εξοργίζονται οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ όταν ακούν την κυβέρνηση να μιλά περί «ανάπτυξης», ενώ βλέπουν να κλείνει μία επιχείρηση που επεξεργάζεται το μεγαλύτερο κοίτασμα νικελίου στην Ευρώπη; Πώς να πειστούν ότι αυτοί που τους πετάνε στο δρόμο είναι ικανοί να διαχειριστούν το μέλλον τους αλλά και το μέλλον όλου του λαού; Γι’ αυτό και συνεχίζουν να δίνουν με πείσμα και αποφασιστικότητα τον αγώνα για να μην περάσουν οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις, για να μην κλείσει το εργοστάσιο, για να μη χάσουν τις δουλειές και τις ζωές τους.
Και δίπλα στους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ είναι τόσοι άλλοι εργαζόμενοι. Είναι οι εργαζόμενοι της Φιερατέξ που είναι σε επίσχεση και οι απολυμένοι του Βαρβαρέσου. Είναι οι απολυμένοι της Γιούλας και της Sonoco, της Tupperware, της Crown Can και των άλλων εργοστασίων που έκλεισαν τινάζοντας στον αέρα το κυβερνητικό αφήγημα και αφήνοντας τους εργαζόμενους «στην τύχη τους». Που, βεβαίως, καμία σχέση με τύχη δεν έχει. Γιατί είναι από τα πριν υπονομευμένη. Γιατί το ταμείο ανεργίας είναι για πολύ λίγους και για πολύ λίγο. Και μάλιστα με όρους που το κάνουν να θυμίζει περισσότερο εργαλείο ομηρίας και υποταγής σε μεσαιωνικούς όρους δουλειάς, παρά ένα βοήθημα οικονομικής ανακούφισης μέχρι να βρει ο εργαζόμενος δουλειά. Γιατί τα προγράμματα της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) αναπαράγουν την εργασιακή ανασφάλεια, την εργασιακή περιπλάνηση και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, και πάνε πολλά βήματα παραπέρα την στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων. Τέτοια είναι τα προγράμματα που τολμάνε να προτείνουν στους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ!
Αλλά και γιατί η λεγόμενη «αγορά εργασίας», εξελίσσεται σε ένα σύγχρονο σκλαβοπάζαρο. Χωρίς συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Με μισθούς πείνας. Χωρίς ωράριο. Χωρίς μέτρα ασφαλείας. Αυτό είναι το τοπίο που περιμένει τα θύματα της «ανάπτυξης», τους χιλιάδες απολυμένους. Αλλά και το νέο αίμα, τους νέους εργαζόμενους που το κεφάλαιο είναι έτοιμο και πρόθυμο να ξεζουμίσει. Είτε μέσα από τα προγράμματα μαθητείας και τις πρακτικές εργασίες, είτε εντελώς απροσχημάτιστα με τη μαύρη ανασφάλιστη εργασία στην οποία καταφεύγουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών που πετιούνται βίαια έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Αυτή η ωμή ταξική επίθεση γνωρίζει ολοένα και νέες κορυφώσεις. Και μία από αυτές είναι η –και με το νόμο πλέον– καταπάτηση του 5ήμερου. Από 1ης Ιουλίου η επιβολή της 6ήμερης δουλειάς είναι πλέον νόμιμο δικαίωμα της εργοδοσίας όταν αυτή κρίνει ότι το χρειάζεται. Και είναι βέβαιο ότι στην πλειοψηφία των χώρων δουλειάς οι εκβιασμοί θα είναι ασφυκτικοί. Είτε με πρόσχημα είτε χωρίς. Για να χτυπηθεί ακόμη παραπέρα το δικαίωμα των εργαζομένων στη ζωή, στην ξεκούραση και την κοινωνική συναναστροφή. Για να υπονομευθεί ακόμη περισσότερο η δυνατότητα των εργαζομένων να διαπραγματεύονται την εργατική τους δύναμη. Για να υπονομευτεί ακόμη περισσότερο η ταξική αντίληψη διεκδίκησης αυξήσεων στους μισθούς για να ζούμε αξιοπρεπώς από μία δουλειά. Για να νομιμοποιηθεί στις εργατικές συνειδήσεις (ή να αποδεχτούν μοιρολατρικά) η δεύτερη και τρίτη δουλειά, η δουλειά ως τα βαθιά γεράματα, η δουλειά χωρίς δικαιώματα.
Τολμούν και κατηγορούν τους εργαζόμενους για το ότι δυσανασχετούν με αυτήν την αθλιότητα. Για το ότι μεγάλα κομμάτια –ιδιαίτερα νέων ανθρώπων– αρνούνται να εργαστούν με αυτούς τους βάρβαρους όρους. Μιλούν για τεμπέληδες, καλομαθημένους και βολεμένους. Και μάλιστα την ώρα που οι εργαζόμενοι της χώρας καταγράφονται στατιστικά ως οι πιο σκληρά εργαζόμενοι και από τους χειρότερα αμειβόμενους στην Ευρώπη! Στην πραγματικότητα, πίσω από όλη αυτή τη σπέκουλα και τη συκοφάντηση, κρύβονται τα νέα τους σχέδια για μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Κρύβονται οι συμφωνίες με χώρες της Αφρικής και της Ασίας, που θα στείλουν καραβιές φτηνού εργατικού δυναμικού, με τους χειρότερους όρους δουλειάς, χωρίς δεσμεύσεις συλλογικών συμβάσεων, επιδομάτων και άλλων δικαιωμάτων που έχει κατακτήσει η εργατική τάξη. Το σύγχρονο σκλαβοπάζαρο σε όλο του το μεγαλείο, ο καπιταλισμός σε όλη του την αθλιότητα!
Κάθε κίνηση της κυβερνητικής πολιτικής, κάθε «μεταρρύθμιση» που προωθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ως έναν από τους βασικούς της στόχους το χτύπημα της εργατικής τάξης και των κατακτήσεών της. Οι «αγκυλώσεις» και οι «σκουριασμένες νοοτροπίες» στις οποίες συχνά-πυκνά αναφέρονται α κυβερνητικά στελέχη, αφορούν τα δικαιώματα της εργατικής τάξης που της έχουν αναγνωριστεί με θυσίες και αγώνες δεκαετιών. Τα νέα μέτρα που προωθούν τη λειτουργία επιχειρήσεων όπως η ΕΘΕΛ και τα ΕΛΤΑ με περισσότερα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια (όπως η ΔΕΗ), έχουν ως πρώτους στόχους και τις εργασιακές σχέσεις που υπάρχουν στους χώρους αυτούς. Σχέσεις που, αν και χτυπημένες, έχουν αναφορά στην έννοια της σταθερής και μόνιμης δουλειάς, του σταθερού ωραρίου και της συλλογικής σύμβασης.
Δικαίως γεννάει αντιδράσεις και αντιστάσεις αυτή η άθλια κατάσταση. Και «δικαίως» το σύστημα συγκροτεί τις άμυνές του και οχυρώνεται. Γιατί αυτές οι αντιστάσεις πολλές φορές ξεσπούν μαζικά και αιφνιδιαστικά, χωρίς δυνατότητα άμεσου ελέγχου τους και με όρους που δημιουργούν τρανταγμούς στο αστικό πολιτικό σύστημα. Γιατί οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι σε ανυποληψία και δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να παίξουν το γνωστό ρόλο του πυροσβέστη των αγωνιστικών διαθέσεων. Γιατί οι αντιστάσεις θα αναζητήσουν και το επόμενο βήμα: την ταξική οργάνωση, το σωματείο, τη συλλογικότητα, και τη συλλογική διεκδίκηση. Σε αυτό επιτίθεται με λύσσα το αστικό κράτος και αυτό θέλει να τσακίσει. Εκεί στοχεύουν οι νόμοι Χατζηδάκη και Γεωργιάδη, που θέλουν να ποδηγετήσουν τον συνδικαλισμό, να τον ξεδοντιάσουν, να τον φέρουν στα μέτρα τους. Εκεί στοχεύει η βιομηχανία συνδικαλιστικών διώξεων ενάντια σε ταξικούς αγωνιστές που δεν είναι του χεριού τους, που δεν είναι του «διαλόγου» και της «συνεννόησης» (δηλαδή της ταξικής υποταγής) και που επιμένουν να «φωνασκούν».
Όμως εκεί είναι και το πραγματικό μέλλον της εργατικής τάξης, η πραγματική της διέξοδος και προοπτική. Στον δρόμο της καθημερινής ανυποχώρητης πάλης, της οργανωμένης αντίστασης και διεκδίκησης, της ταξικής της συγκρότησης σε οργανωτικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Έναν δρόμο που ήδη επιχειρούν να περπατήσουν οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο. Έναν δρόμο που μπορεί και πρέπει να ξαναχαραχτεί.