Μπαίνοντας στην τελική ευθεία των αμερικανικών εκλογών, είναι ηλίου φαεινότερον ότι η εξωτερική πολιτική ή καλύτερα το πώς θα προωθηθούν αποτελεσματικότερα οι παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές στοχεύσεις των ΗΠΑ αποτελούν το κύριο αντικείμενο προβληματισμού και αντιπαράθεσης εντός του κατεστημένου. Και αυτό γιατί εδώ και πολλές δεκαετίες ο κοινωνικός σχηματισμός των ΗΠΑ είναι αξεδιάλυτα εξαρτώμενος και οργανικά συνδεδεμένος με τον έλεγχο και τη λεηλασία μιας σειράς περιοχών του πλανήτη, με την πάλη για την ηγεμονία/κυριαρχία σ’ αυτόν. Αυτό εξυπηρετεί άλλωστε και αυτό το τερατώδες δολοφονικό δίκτυο των 800+ στρατιωτικών βάσεων, που παίζει σπουδαίο ρόλο στις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις, παρεμβάσεις και επεμβάσεις των ΗΠΑ σε όλα τα μήκη και πλάτη της γήινης σφαίρας.
Τα διλήμματα αλλά και τα αδιέξοδα της παγκόσμιας πολιτικής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που αφορούν το πώς θα αντιμετωπίσουν τη σχετική τους αποδυνάμωση, συνδέονται κυρίως με δύο πράγματα: με ποιον τρόπο και «δοσολογία» θα βρίσκονται στο κάδρο της αντιπαράθεσης η Ρωσία και η Κίνα, το αν και ποιο ρόλο θα δώσουν στους Ευρωπαίους και άλλους ιμπεριαλιστές. Αυτά είναι στο επίκεντρο της κόντρας που έχει ξεσπάσει εδώ και καιρό στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης των ΗΠΑ. Όλα αυτά είναι που υπεισέρχονται με ευθείς και πλάγιους τρόπους μέσα στην προεκλογική μάχη, που παίρνει μια άλλη -αν και όχι εντελώς διαφορετική- ρότα μετά την απόσυρση του Μπάιντεν «Ελ Σιντ» από την προεδρική κούρσα.
Η επαναφορά, από την απαρχή της διοίκησης Μπάιντεν, της αντιμετώπισης του κύριου στρατηγικού αντιπάλου, δηλαδή του ρώσικου ιμπεριαλισμού, σε πρώτο πλάνο, όπως αυτή εκφράστηκε με μια μεγάλη επιτάχυνση στον εξοπλισμό και την ντε φάκτο ΝΑΤΟποίηση της Ουκρανίας, οδήγησε στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και σε έναν πόλεμο, τον μεγαλύτερο από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και έπειτα. Οι ΗΠΑ έχουν σημαντικές επιτυχίες στη διάρκεια αυτού του άδικου πολέμου (πετυχημένος στρατηγικός εκβιασμός προς τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή και επανανομιμοποίηση και κλιμάκωση της παρουσίας των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ήπειρο).
Ωστόσο, εκτός από το μειονέκτημα και τον διαρκή περιορισμό του να συμμετέχουν στον πόλεμο μέσω πληρεξούσιου (καθεστώς Κιέβου), βρίσκονται πια μπροστά στις επιτυχίες και τα δεδομένα που διαμορφώνει η κίνηση της Ρωσίας στα πεδία των μαχών και όχι μόνο. Μετά τους αρχικούς αιφνιδιασμούς (πολιτικούς και στρατιωτικούς) η ρωσική ηγεσία έχει καταλήξει πως η μόνη δυνατή ένταξη της χώρας τους στο «δυτικό σύστημα» μπορεί να είναι ως χώρα υποτελής και παρίας και πήρε τις αποφάσεις της. Ταυτόχρονα, μέσα από σκληρά μαθήματα, ο στρατός της έχει μετατραπεί ίσως στον πιο ετοιμοπόλεμο στρατό του πλανήτη, έχει συντρίψει την ουκρανική αντεπίθεση, ενώ απαντάει στις κυρώσεις με άνοδο της ανεξαρτησίας της οικονομίας της την οποία στρατιωτικοποιεί με αρκετή επιτυχία. Οδηγεί με έναν αργό και μακρόσυρτο τρόπο -ώστε να δημιουργεί σφήνες και προβληματισμούς στη «συλλογική Δύση»- το καθεστώς του Κιέβου σε μια ολοένα και πιο δυσμενή θέση. Ταυτόχρονα έχει κατορθώσει να διατηρεί την Κίνα σε μια θέση ευμενούς προς την ίδια ουδετερότητας, ενώ με διπλωματικές και πολιτικο– οικονομικές κινήσεις κάθε άλλο παρά απομονωμένη είναι στον πλανήτη.
Όλα τα προηγούμενα, με δεδομένο ότι «οι ΗΠΑ δεν διανοούνται να χάσουν», σημαίνουν πως τα αμερικανικά επιτελεία επιλέγουν τη συνέχιση και την κλιμάκωση της υποστήριξης του Κιέβου με την ελπίδα ότι –σε συνδυασμό με όλες τις υπόλοιπες αντιρωσικές κινήσεις- θα γονατίσουν τελικά τη Μόσχα. Από την άλλη, επειδή για τη Ρωσία το ζήτημα είναι έως και υπαρξιακό και άρα και αυτή δεν διανοείται να ηττηθεί, έχει καταστήσει σαφές πως θα απαντήσει με κάθε δυνατό τρόπο στη δυτική κλιμάκωση.
Έτσι, εκατέρωθεν εκτοξεύονται πυρηνικές απειλές, μπαίνει στο τραπέζι η αποστολή νατοϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία, έχει γίνει η αρχή όσον αφορά το χτύπημα ρωσικών εδαφών με νατοϊκά όπλα. Φυσικά υπάρχουν όσον αφορά την Ουκρανία και μειοψηφικές απόψεις στις ΗΠΑ, που θεωρούν, επειδή ακριβώς το πυρηνικό όριο δεν είναι από αυτά που ξεπερνιούνται εύκολα και ανώδυνα, πως θα ήταν καλύτερο να αναζητηθεί τώρα παρά αργότερα και με δυσμενέστερους όρους κάποιου είδους συμβιβασμός με τη Ρωσία. Ωστόσο η κυρίαρχη τάση είναι στον αντίποδα ενός συμβιβασμού.
Άραγε λοιπόν με αυτά τα δεδομένα, παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις του, ο Τραμπ, σε περίπτωση που επανεκλεγεί, θα έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει τα παγκόσμια διακυβεύματα με τα οποία συνδέεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, να προσπεράσει το γεγονός πως αυτό το εκρηκτικό και επικίνδυνο σπιράλ που εξελίσσεται στις ουκρανικές πεδιάδες είναι τρανταχτή απόδειξη πως ο πόλεμος αυτός έχει μετατραπεί σε «οργανικό στοιχείο» της φάσης προετοιμασίας του Γ’ Παγκόσμιου Πολέμου στην οποία έχει εισέλθει ο πλανήτης; Μήπως οι σφαίρες που ρίχτηκαν εναντίον του ήταν για να σκοτώσουν εκτός από τον ίδιο και κάθε σκέψη για αλλαγή ρότας σε κρίσιμες γεωστρατηγικές πλεύσεις;
Παράλληλα με την προφανή κλιμάκωση του άδικου πολέμου στην Ουκρανία, η διοίκηση Μπάιντεν όχι μόνο επιβεβαίωσε την αντιμετώπιση της Κίνας επίσης ως στρατηγικού ανταγωνιστή, αλλά κλιμάκωσε την αντικινέζικη πολιτική της διοίκησης Τραμπ. Από την AUKUS και την QUAD, τις διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, μέχρι το τέλος της στρατηγικής αμφισημίας όσον αφορά τη στήριξη της Ταϊβάν σε περίπτωση κινέζικης εισβολής, οι ΗΠΑ παλεύουν με νύχια και με δόντια να δημιουργήσουν ένα αντίστροφο «σινικό τείχος». Ένα τείχος που θα περιορίσει δραστικά τον κινέζικο ιμπεριαλισμό που, στο πεδίο της Ασίας-Ειρηνικού, αμφισβητεί ανοιχτά την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, ενώ στο παγκόσμιο πεδίο προβάλλει ήδη σαν υπολογίσιμος παράγοντας.
Παράλληλα και σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική περίσφυξη, οι αντικινέζικοι δασμοί επεκτείνονται, η Ινδία επιλέγεται ως μια από τις χώρες που θα υποκαταστήσουν την Κίνα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η Γερμανία πιέζεται να περικόψει τις μεγάλες οικονομικές-εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα. Οι τακτικές αυτές κινήσεις, που όμως έχουν στρατηγικό ορίζοντα, έχουν πιέσει τον κινέζικο ιμπεριαλισμό που για δεκαετίες απολάμβανε τη δυτική και αμερικανική ανοχή στη διαδικασία της οικονομικής του ενδυνάμωσης. Αντικειμενικά, επίσης, αυτές οι κινήσεις σπρώχνουν την Κίνα όπως και τη Ρωσία στην εμβάθυνση των σχέσεών τους, που οι ίδιες διαπιστώνουν ότι βρίσκονται στο επίπεδο της στρατηγικής συνεργασίας.
Το μεγάλο στρατηγικό δίλημμα και αδιέξοδο των ΗΠΑ συνίσταται στο εξής: από τη μια δεν μπορούν πια να δίνουν ανοχή σε μια Κίνα που με γοργούς ρυθμούς αντιστοιχεί τη γεωστρατηγική με την οικονομική της ισχύ, μετατρεπόμενη σε ιμπεριαλιστή πρώτης τάξης και με παγκόσμιες πια φιλοδοξίες, και από την άλλη φοβούνται πως οι κινήσεις τους αυξάνουν τις πιθανότητες ώστε η συνεργασία Ρωσίας-Κίνας να εξελιχθεί και να αναβαθμιστεί σε μια στρατηγική συμμαχία, τέτοια που θα αλλάξει άρδην τις ισορροπίες και τους παγκόσμιους συσχετισμούς σε βάρος των ΗΠΑ. Και αυτός ο φόβος είναι υπαρκτός όσο και αν γνωρίζουν τα επιτελεία των ΗΠΑ όχι μόνο ότι οι δύο ευρασιατικοί γίγαντες έχουν αρκετά πράγματα που τους χωρίζουν, αλλά και ότι η κινέζικη ηγεσία επιζητά τη συνεννόηση, θεωρώντας πως υπάρχουν ακόμη περιθώρια «ειρηνικής συνύπαρξης» με ΗΠΑ-Δύση.
Το προαναφερθέν στρατηγικό δίλημμα περιπλέκουν και τα προβλήματα που έχουν προκύψει στην αμερικανική οικονομία τόσο από την πολιτική των αντικινέζικων δασμών όσο και από την αναδιάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων, γεγονός που οδηγεί αμερικανικές «δεξαμενές σκέψης» να θέτουν ήδη ερωτήματα όσον αφορά τα όρια μιας, όπως συνηθίζεται να ονομάζεται, αμερικανοκινέζικης οικονομικής αποσύνδεσης. Επιπλέον η στρατιωτική – στρατηγική ενδυνάμωση της Κίνας, όσο και αν υπολείπεται αυτής της Ρωσίας - αφαιρεί σε ένα βαθμό το ατού μιας τακτικής (Τραμπ) που θεωρούσε πως το άνοιγμα της αντιπαράθεσης με την Κίνα γίνεται στο οικονομικό πεδίο, δηλαδή σε ένα πεδίο πιο «ασφαλές» και πιο αποτελεσματικό για τις ΗΠΑ σε σχέση με αυτό που ανοίχτηκε ενάντια στη Ρωσία.
Αν και φαίνεται, δεν είναι καθόλου υποδεέστερο -ίσα, ίσα- το ζήτημα του ρόλου ή των ρόλων που θα δώσουν οι ΗΠΑ στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές με τους οποίους έχουν συγκροτήσει τη μεγαλύτερη και μοναδική στο είδος της και το μέγεθός της στρατιωτική ιμπεριαλιστική συμμαχία, το ΝΑΤΟ, αλλά και βρίσκονται στη μεγαλύτερη οικονομική, πολιτική και πολιτιστική διασύνδεση από κάθε άλλη περιοχή του πλανήτη. Μπορεί ο στρατηγικός εκβιασμός των ΗΠΑ στους ευρωπαίους με επίδικο την Ουκρανία να δίνει καρπούς, αλλά είναι φανερό ότι δεν φτάνει από μόνος του. Αντίθετα, χωρίς την παροχή ρόλου και θέσεων προς τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές μέσα στη δυτική συμμαχία, μια πολιτική που βασίζεται μόνο στην επιβολή μπορεί ανάλογα και με την τροπή των εξελίξεων να δοκιμάσει και σοβαρά τη δυτική συνοχή, που παρά τα επιφαινόμενα δεν είναι και στα καλύτερά της.
Ήδη τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα συνταράσσονται εκτός των άλλων και από τις πολιτικές ευθυγράμμισης της ΕΕ με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Επιπλέον, γνωρίζοντας τις αντιθέσεις εντός της ΕΕ, είναι καίριο ζήτημα εάν αυτές οι παραχωρήσεις ρόλων θα παράξουν νέες ισορροπίες ή θα δημιουργήσουν νέες δυσαρέσκειες, που θα τραυματίσουν από άλλη «οδό» τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Από μία άποψη, όσο μακριά είμαστε από τη ρήση του Μακρόν για «εγκεφαλικά νεκρό ΝΑΤΟ» άλλο τόσο κοντά μπορούμε να βρεθούμε σ’ αυτήν. Αν δηλαδή κάποιος ή κάποιοι από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές εκτιμήσουν ότι οι φιλοδοξίες τους όχι μόνο αδυνατούν να καλυφθούν πια αλλά και υπονομεύονται από το ΝΑΤΟ και τον άτυπο ηγεμόνα του (ΗΠΑ).
Τα πράγματα φαίνονται πιο εύκολα για τις ΗΠΑ με Βρετανία, Αυστραλία και Ιαπωνία, αλλά μάλλον αυτό οφείλεται στις αποφάσεις αλλά και στις δυσκολίες που συναντούν οι τελευταίες και πώς τις εκμεταλλεύεται η Ουάσιγκτον. Η Βρετανία μετά το BREXIT έχει «προσγειώσει» το μεγαλεπήβολο σχέδιο της «παγκόσμιας Βρετανίας» σε έναν κάποιο ρόλο στην σκιά των ΗΠΑ στο πλαίσιο του «αγγλοσαξονικού άξονα» (που όμως κάθε άλλο παρά αποτελεί «την αρχή και το τέλος» της πολιτικής των συμμαχιών των ΗΠΑ). Ενώ η Αυστραλία και η Ιαπωνία, έχουν -φοβούμενες και την άνοδο της Κίνας αλλά και τις βλέψεις της Ρωσίας- αποφασίσει αμφότερες να αναβαθμίσουν τη γεωπολιτική τους υπόσταση στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού και η «προσφορά» (όχι χωρίς ισχυρό αντίτιμο) των ΗΠΑ τις βοηθά στην εκπλήρωση των φιλοδοξιών τους.
Όμως, παρά την κίνηση των Αμερικανών να κάνουν την Ινδία πρωταγωνιστή στο ανταγωνιστικό προς την κινέζικη πρωτοβουλία «μία Ζώνη, ένας Δρόμος» πρότζεκτ, η ινδική ηγεσία, προς λύπη των αμερικάνων αξιωματούχων, απέχει σταθερά από κάθε αντιρωσική κίνηση αλλά και από μια ευθέως αντιπαραθετική σχέση με την Κίνα.
Αντίστοιχα στη Μέση Ανατολή, παρά τις σημαντικές δυνατότητές τους, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε σχετική υποχώρηση, με τη Ρωσία αλλά και την Κίνα να έχουν αυξήσει τις προσβάσεις τους στην περιοχή. Πολλές από τις συμμαχίες των ΗΠΑ με τις ντόπιες άρχουσες τάξεις περνούν μια περίοδο ασάφειας, οι ισορροπίες μεταξύ της αναγκαίας στήριξης του σιωνιστικού Ισραήλ και της ανάγκης για ευρύτερη βάση στήριξης των σχεδιασμών τους στην περιοχή με επίκεντρο τη δημιουργία αντι-ιρανικού μετώπου εξακολουθεί να αναζητείται.
Στην Αφρική βλέπουν τον ρωσικό ιμπεριαλισμό να γεμίζει τα κενά της υποχώρησης του γαλλικού ιμπεριαλισμού, ενώ στο μαλακό της υπογάστριο, τη Νότια Αμερική, κυρίως η διείσδυση Ρωσίας, Κίνας αλλά και τα χωσίματα των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών έχουν αδυνατίσει την πάλαι ποτέ αδιαμφισβήτητη επικυριαρχία τους.
Μπροστά μας ανοίγεται μια πολύ δύσκολη και απαιτητική περίοδος. Οφείλουμε να γνωρίζουμε πως τα διλήμματα, τα βραχυκυκλώματα και οι επιλογές που θα κάνουν τα επιτελεία των ΗΠΑ θα αναστατώνουν όχι μόνο τις… ίδιες αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη.