Μεταξύ 13ης και 21ης Ιουλίου οι ΗΠΑ έζησαν μια από τις πιο δραματικές εβδομάδες της σύγχρονης ιστορίας τους, με τον έναν υποψήφιο πρόεδρο να σώζεται, για λίγα μόλις χιλιοστά, από απόπειρα δολοφονίας του και τον άλλον, εν ενεργεία και επίσης υποψήφιο, να ανακοινώνει πως εγκαταλείπει την κούρσα.
Η απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ φανερώνει πως μία σφαίρα - χωρίς να έχει πετύχει το στόχο της (ή μήπως τον πέτυχε;) - μπορεί να διαμορφώσει και με τους δικούς της όρους το προεκλογικό σκηνικό αλλά και το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ. Είναι γεγονός πως «η σφαίρα» εξακολουθεί να ρυθμίζει κάποια βασικά θέματα των ΗΠΑ που δεν μπορούν να τακτοποιήσουν οι πρωταγωνιστές του πολιτικού συστήματος!
Ακολουθούν πλήθος ερωτήματα, που δεν θα απαντηθούν. Παράδειγμα, πώς ο επίδοξος δολοφόνος κατάφερε να πλησιάσει τόσο κοντά στον Τραμπ εν μέσω ενός στρατού πρακτόρων της Μυστικής Υπηρεσίας; Τελικά όλα επικεντρώθηκαν, μέχρι στιγμής, στην ανικανότητα του προσωπικού ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών!
Αν λοιπόν ο Τραμπ δεν είχε κουνήσει το κεφάλι του την τελευταία στιγμή, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είχε σκοτωθεί, λίγες μέρες πριν από το τελικό συνέδριο. Από εδώ ξεκινούν πολλές υποθέσεις «εργασίας». Τα κρίσιμα ερωτήματα ωστόσο έχουν και μια άλλη προβληματική. Μπορεί αυτή η απόπειρα δολοφονίας να παραπέμπει σε δραματικότερα συμβάντα υποψηφίων ή εν ενεργεία προέδρων που παλαιότερα συγκλόνισαν τις ΗΠΑ, αλλά ξεπερνιόνταν σχετικά εύκολα. Σήμερα ωστόσο νομιμοποιούνται όλα τα σενάρια για το ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις των οπαδών του Τραμπ αν η απόπειρα δολοφονίας είχε πετύχει. Και ο λόγος αφορά το ότι σήμερα οι ΗΠΑ είναι μια βαθιά διχασμένη χώρα, όπου οι δύο αντίπαλες πλευρές αρνούνται η μία τη νομιμότητα της άλλης!
Ωστόσο, για τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, υπάρχουν προβλήματα στρατηγικής που αναπτύσσονται σε ένα έντονα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον και που πρέπει να απαντηθούν άμεσα. Από ό,τι φαίνεται, η αλλαγή ηγεσίας στις εκλογές του 2024 θα μπορούσε να τα περιπλέξει. Η πολιτική μεταβατική περίοδος λήγει στις 21.1.2025 (και ενώ οι δυτικοί εταίροι των ΗΠΑ αναμφίβολα θα επιχειρήσουν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα), για τις ΗΠΑ θα είναι μια στρατηγική πρόκληση.
Στα δύο στρατόπεδα υπάρχει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Την εσωτερική κατάσταση των Δημοκρατικών, εδώ και μήνες, τη χαρακτηρίζει πανικός. Η προεκλογική τους εκστρατεία επικεντρωνόταν στην ανασφάλεια της προοπτικής επανόδου του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και στην με κάθε τρόπο στήριξη του ετοιμόρροπου, από κάθε άποψη, Μπάιντεν. Ενώ αρχικά άγνωστα στελέχη της παράταξης ζητούσαν να αποσυρθεί, στη συνέχεια πιο «βαριά» ονόματα ενστερνίστηκαν αυτές τις εκκλήσεις: όπως ο πρώην πρόεδρος Ομπάμα, η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Πελόζι. Όμως, τη 13η Ιουλίου, τα πράγματα πήραν εντελώς άλλη τροπή. Η απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ ήταν η χαριστική βολή.
Έτσι το απόγευμα της Κυριακής στις 21 Ιουλίου ήρθε η είδηση που ανέμεναν αρκετοί. Ο Μπάιντεν ανακοίνωσε μέσω X (πρώην Twitter) πως… «υποχωρώντας στις πιέσεις, αποσύρεται από την προεδρική υποψηφιότητα, προς το συμφέρον του κόμματος και της χώρας», χρήζοντας την αντιπρόεδρο Χάρις διάδοχό του στη συνέχιση της «κούρσας». Το βέβαιο είναι πως η προεκλογική εκστρατεία οδηγείται σε αχαρτογράφητα νερά, αφού η επιχειρούμενη συσπείρωση του κόμματος θα απαιτήσει τη δημόσια στήριξη όλων των πρωτοκλασάτων στελεχών, πράγμα που δεν προδικάζεται από πολλά φιλικά ΜΜΕ. Ο Μπάιντεν ξεκαθάρισε πως η κίνηση αυτή δεν σχετίζεται με την υγεία του, άρα θα μπορέσει να εξασκήσει τα καθήκοντα του προέδρου στο υπόλοιπο της θητείας του!
Μπροστά βρίσκεται το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι θα συμβεί μέχρι τότε, αλλά και κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Ήδη κάποια στελέχη εισηγούνται να οργανωθεί μίνι-διαδικασία για την επιλογή της ισχυρότερης υποψηφιότητας ενόψει του συνεδρίου στις 19 Αυγούστου στο Σικάγο. Το έδαφος κάτω από τα πόδια της Χάρις είναι εξαιρετικά ρευστό. Ακόμη και αν (όπως φαίνεται) κερδίσει το χρίσμα, θα πρέπει να νικήσει τον Τραμπ μπαίνοντας εξαιρετικά αργά -για τα δεδομένα των ΗΠΑ- σε αυτήν την αναμέτρηση. Η αλλαγή υποψηφίου λίγο πριν από την κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας είναι από μόνη της μια αρνητική κίνηση, καθώς θα εισπραχθεί ως ομολογία ότι ο Τραμπ δεν μπορεί να εμποδιστεί να επιστρέψει στο Λευκό Οίκο.
Γενικότερα οι κινήσεις των Δημοκρατικών προδίδουν προσπάθεια διαχείρισης μιας προσεχούς ήττας. Η συζήτηση πλέον στο εσωτερικό τους είναι αν το Δημοκρατικό Κόμμα μπορεί να ανακτήσει τον έλεγχο της Βουλής και να διατηρήσει τη Γερουσία, ώστε μια δεύτερη θητεία Τραμπ να μην έχει εύκολη έγκριση για περιφερειακούς στόχους - και να μετριάσει τη στάση του σε κρισιμότερα θέματα.
Για τον Τραμπ σχολιάζεται το νέο προφίλ ενός «αναγεννημένου» άνδρα ύστερα από μια τέτοια «λαχτάρα»… Με το που πήρε και τυπικά το χρίσμα, επέλεξε τον γερουσιαστή του Οχάιο, Τζέι Ντι Βανς, ως τον αντιπρόεδρό του. Ο Βανς, που κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2016 συνέκρινε τον Τραμπ με τον Χίτλερ, είναι τώρα ένας από τους πιο ένθερμους συμμάχους και υπερασπιστές του. Η ρητορική του Βανς ξεπερνά σε πολλές περιπτώσεις αυτή του Τραμπ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο οι ανησυχίες κάποιων δυτικών εταίρων οριοθετούνται στη βάση μιας ρεαλιστικότερης προσέγγισης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, θεωρώντας τις ακραίες τοποθετήσεις του Τραμπ ως μέρος της προεκλογικής εκστρατείας, που δεν αντικατοπτρίζουν τη μετεκλογική πολιτική. Άλλωστε τα πεπραγμένα της τετραετίας Τραμπ αρκούν για να ενισχύσουν αυτή την προσέγγιση.
Ο Τραμπ παριστάνει τον ειρηνοποιό για την Ουκρανία, αλλά έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην υποδαύλιση του πολέμου, ο οποίος προετοιμάστηκε από το 2014. Ανακαλώντας τη Συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς (INF) και τη Συνθήκη για τους «ανοικτούς ουρανούς», οι ΗΠΑ βρήκαν «νόμιμο» τρόπο να προμηθεύουν τέτοιους πυραύλους στην Ουκρανία. Αν καλοεξετάσει κανείς τα πράγματα, δεν προκύπτει καμιά αισιοδοξία για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, ούτε απομακρύνεται το σενάριο μιας γενικευμένης σύγκρουσης στη Μ. Ανατολή.
Πολλοί πολιτικοί αναλυτές, ερμηνεύοντας την πρωτόγνωρη κατάσταση πραγμάτων στις ΗΠΑ, θεωρούν ότι αυτή υποδαυλίζεται από τα ΜΜΕ (τα μεγαλύτερα από τα οποία στηρίζουν τους Δημοκρατικούς), τα οποία θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την ατμόσφαιρα μίσους που διαπερνά πλέον την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ. Από την άλλη, πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο πως τα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα ανάμεσα στα κέντρα εξουσίας (αν και «θολός» ο όρος, περιγράφει το καθεστώς ενός στρατιωτικού / οπλικού και βιομηχανικού συμπλέγματος που διαπλέκεται με το πολιτικό κατεστημένο) ορίζουν και αντιθετικές προτεραιότητες. Τα παραπάνω δίνουν ενδεχομένως μια διάσταση των διαφωνιών ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι αυτές οι διαφωνίες τροφοδοτούν την κοινωνική πόλωση και οξύνουν τον πολιτικό διχασμό, διαμορφώνοντας μια ιδιόμορφη επιχειρηματολογία για τις ΗΠΑ περί εσωστρέφειας, αναδίπλωσης κ.λπ. Οι ΗΠΑ των Μπάιντεν/Χάρις αλλά και του Τραμπ δεν προσβλέπουν σε καμιά εσωστρέφεια και αναδίπλωση, αλλά στη διαχείριση μιας δεδομένης στρατηγικής, του πιο επιθετικού ιμπεριαλισμού που ξεκινά με την ίδρυση του ΝΑΤΟ πριν από 75 χρόνια.
Η σημερινή εσωτερική πολιτική κρίση στις ΗΠΑ συμπίπτει με την ανάδυση ενός κόσμου διαφορετικού από αυτόν πριν από 75 χρόνια και αναμφίβολα έχει σχέση συγκοινωνούντων δοχείων με την κρίση στρατηγικής τής μέχρι πρόσφατα «μόνης υπερδύναμης».
Όσο αυτονόητο και αν είναι ότι στις εκλογές των ΗΠΑ δεν διακυβεύονται στρατηγικές της εξωτερικής πολιτικής άλλο τόσο αυτονόητο είναι ότι η δυστοκία τους επηρεάζει την εσωτερική πολιτική κατάσταση, και ενδεχομένως σε βαθμό μη προβλέψιμο!
Εκτός απροόπτου Κάμαλα Χάρις και Ντόναλντ Τραμπ θα αναμετρηθούν στις 5 Νοέμβρη. Ωστόσο είναι ένα διάστημα πολιτικά «πυκνό» σε απρόβλεπτα γεγονότα, μέσα και έξω από τις ΗΠΑ, πράγμα που καθιστά το φόβο κλιμάκωσης της πολιτικής βίας στις ΗΠΑ υπαρκτό.
ΧΒ