Οι εκατοντάδες εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ, οι οικογένειές τους και ολόκληρη η περιοχή που για δεκαετίες η ζωή τους ήταν συνυφασμένη με τη λειτουργία του εργοστασίου παραγωγής σιδηρονικελίου, βρίσκονται ξανά μπροστά σε νέες σημαντικές αντεργατικές μεθοδεύσεις. Η πρόσφατη απορριπτική απόφαση του δικαστηρίου που εξέταζε τα ασφαλιστικά μέτρα των σωματείων εργαζομένων ενάντια στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας, αξιοποιείται ήδη ως το βασικό εργαλείο για την οριστική απόλυση των εκατοντάδων εργατών.
Για την κυβέρνηση, το κράτος και το κεφάλαιο, η υπόθεση ξεκαθαρίσματος απ’ τα «βαρίδια του παρελθόντος», όπως οι ίδιοι με θράσος αναφέρουν, «η μείωση του μισθολογικού κόστους» και στο τέλος οι απολύσεις, αποτελούσαν πάντα βασική επιδίωξη η οποία μεθοδεύθηκε απ’ την πρώτη στιγμή μέχρι σήμερα που επιδιώκεται η τελική «λύση». Ήδη απ’ το 2020 που η εταιρία μπήκε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης προωθήθηκαν μισθολογικές περικοπές της τάξης του 25%, ενώ παράλληλα χτυπήθηκαν επιδόματα και δώρα. Το καλοκαίρι του 2022, η κυβέρνηση προχώρησε σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και ταυτόχρονα ξεκίνησε διαδικασία υπογραφής κυλιόμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου με «νέες» συνθήκες και μισθούς πολύ κατώτερους απ’ αυτούς που προϋπήρχαν ακόμη και μετά τις μειώσεις. Τον περασμένο Απρίλιο ανακοινώνει τον τερματισμό της παραπάνω διαδικασίας και στέλνει τους εκατοντάδες εργάτες σε προγράμματα απασχόλησης μέσω ΔΥΠΑ, εξέλιξη της οποίας η εφαρμογή μέχρι σήμερα εκκρεμεί. Είναι ξεκάθαρο ότι με «τα μέτρα στήριξης των εργαζομένων» που προβάλλονται ακόμη και ως ευκαιρία προσπαθούν να «χρυσώσουν το χάπι» στο όνομα της αντεργατικής επίθεσης και να επιβάλουν τις απολύσεις.
Παράλληλα με τις παραπάνω αντεργατικές μεθοδεύσεις, η κυβέρνηση επιδόθηκε σ’ ένα συστηματικό όργιο λάσπης και αποπροσανατολισμού, προσπαθώντας να διασπάσει το μέτωπο αγώνα των εργατών, των κατοίκων της περιοχής και του κύματος συμπαράστασης και αλληλεγγύης που ξεδιπλώθηκε -με σκαμπανεβάσματα είναι η αλήθεια- σ’ ολόκληρη τη χώρα. Προσπάθησε όχι μόνο ν’ αποκρύψει τις ευθύνες των ταξικών πολιτικών υποβάθμισης και ξεπουλήματος που υλοποιούνταν από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, αλλά βγήκε και στην αντεπίθεση προσπαθώντας να μεταφέρει τις ευθύνες στις πλάτες των πολύπαθων εργατών.
Με περίσσιο θράσος μίλησαν για «δυσθεώρητες ζημίες λόγω μισθολογικού κόστους», ενώ θέλησαν να πλάσουν ένα προφίλ εργατών «τεμπέληδων» και «αριστοκρατών», οι οποίοι μέχρι που λυμαίνονται δημόσιο χρήμα. Όλα αυτά για τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ που για δεκαετίες πλήρωσαν και συνεχίζουν να πληρώνουν βαρύτατο τίμημα μπροστά στα αιματοβαμμένα κέρδη του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Για τους εργάτες και τις οικογένειές τους που έχουν μετρήσει δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες σακατεμένους συναδέλφους, που αντιμετωπίζουν κάθε είδους επαγγελματικές ασθένειες, που για δεκαετίες αναπνέουν τους ρύπους μιας βιομηχανίας απ’ τη φύση της βαριάς αλλά από επιλογή των εκάστοτε ιδιοκτητών της (και του κράτους) πολύ πιο ρυπογόνας απ’ ό,τι θα μπορούσε να είναι.
Η επίθεση στους εργάτες της ΛΑΡΚΟ είναι επίθεση ενάντια στο δικαίωμα στην εργασία, τη μόνιμη και σταθερή δουλειά. Δεν αφορά μόνο τους ίδιους, τις οικογένειές τους και τους κατοίκους της περιοχής, αλλά συνολικά την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους της χώρας. Οι εργάτες της ΛΑΡΚΟ εδώ και καιρό δίνουν έναν πολύ σημαντικό και παρατεταμένο αγώνα ενάντια στο ξεπούλημα, τις απολύσεις και τον σύγχρονο εργασιακό μεσαίωνα. Έχουν δεχτεί λάσπη και ανοιχτές απειλές, όπως αυτή που εξαπέλυσε η ειδική διαχείριση ώστε να σταματήσει κάθε ενέργεια αποκλεισμού των εγκαταστάσεων του εργοστασίου καθώς «είναι παράνομη και επισύρει αστικές και ποινικές κυρώσεις».
Η συνέχιση, η μαζικοποίηση και η στήριξη του ανυποχώρητου αγώνα ενάντια στο ξεπούλημα ή το κλείσιμο της ΛΑΡΚΟ, τις μαζικές απολύσεις, την εργασιακή βαρβαρότητα και την ανεργία, η μαζική διεκδίκηση μόνιμης και σταθερής δουλειάς με δικαιώματα, αποτελεί μοναδική προοπτική όχι μόνο για τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ τις οικογένειές τους και την περιοχή, αλλά συνολικά για την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό, που πρέπει να δικαιωθεί.