Κατά κύματα σκάνε στην Πειραιώς τα επεισόδια της εσωκομματικής αντιπαράθεσης, προκαλώντας σοβαρούς τριγμούς στο κυβερνών κόμμα, διευρύνοντας ακόμη περισσότερο το ρήγμα που από καιρό έχει ανοίξει με τις αλλεπάλληλες, κεντρικού χαρακτήρα, παρεμβάσεις Σαμαρά-Καραμανλή, που αποτελούν πολεμική και ευθεία αμφισβήτηση του Κ. Μητσοτάκη.
Η εκλογική ήττα που καταγράφηκε στα ποσοστά των ευρωεκλογών, ενώ η ΝΔ δεν είχε αντίπαλο, καθώς και το πτωτικό σπιράλ που ακολουθούν τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων μέχρι σήμερα, ενώ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ διέρχονται από τα έγκατα της πολιτικής κρίσης, αποτελούν το λίπασμα (όχι το έδαφος) της εσωκομματικής αντιπαράθεσης, δίνοντας τη δυνατότητα στους εσωκομματικούς αντιπάλους του Κ. Μητσοτάκη να τον αποδομήσουν.
Φαίνεται μάλιστα ότι τα κέντρα Σαμαρά-Καραμανλή, ενώ την προηγουμένη περίοδο άνοιξαν την αντιπαράθεση πάνω στα εθνικά ζητήματα και το ιδεολογικό στίγμα της ΝΔ, σε αυτή τη φάση επιλέγουν να βαράνε τα σφυριά τους για το γκρέμισμα του λεγόμενου «κοινωνικού προφίλ» (τρομάρα όλων τους) της κυβέρνησης, συνολικοποιώντας με αυτό τον τρόπο την αντιπαράθεση.
Αυτή την κατεύθυνση εξυπηρετεί η ερώτηση των «11» βουλευτών της ΝΔ προς τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κ. Χατζηδάκη, σχετικά με τα «κόκκινα» δάνεια και τους «απροστάτευτους δανειολήπτες» από τα Funds. Η διαγραφή του Μ. Σαλμά ήταν μια άμεση και αποφασιστική απάντηση του Κ. Μητσοτάκη, κίνηση πυγμής και παραδειγματισμού, που επιχείρησε να κόψει τον αέρα στους αντιπάλους του στοχοποιώντας τον αδύναμο κρίκο (έξω από τα μαντριά των Σαμαρά-Καραμανλή). Ο Σαλμάς έβαλε ευθέως στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της κυβερνητικής «διαφθοράς», ενώ η ΝΔ εμφάνισε τις καταγγελίες του βουλευτή για τον «φωτογραφικό» διαγωνισμό του υπ. Πολιτισμού για τα 59 κυλικεία και τους 38 αυτόματους πωλητές σε αρχαιολογικούς χώρους που τελικά ανέλαβε θυγατρική εταιρία της «Γρηγόρης Μικρογεύματα», ως συκοφαντίες για το κόμμα και την κυβέρνηση. Την ενόχλησή του σε αυτή την εξέλιξη εξέφρασε, με αποστάσεις από τον Σαλμά αλλά και με ένταση απέναντι στην απόφαση της ΚΟ, ο Ν. Κακλαμάνης, ο οποίος δήλωσε ότι «είχαμε “παράπονα” από συναδέλφους γιατί δεν τους είπαμε να προσυπογράψουν την ερώτηση», θέλοντας να στείλει με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα μιας διευρυμένης δυσαρέσκειας στο εσωτερικό της ΝΔ.
Όμως, τα δεδομένα που επιχείρησε να διαμορφώσει η διαγραφή Σαλμά εξαϋλώθηκαν από τη δεύτερη ερώτηση των «8» άλλων βουλευτών της ΝΔ που κατέθεσαν προς τον υπ. Υγείας Α. Γεωργιάδη και την υπ. Εργασίας Ν. Κεραμέως. Στην ερώτησή τους με τίτλο «Επέκταση απαλλαγής συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη», ασκώντας κριτική στην αύξηση των τιμών των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, καταλήγουν να ρωτούν τους υπουργούς αν προτίθενται να επεκτείνουν την απαλλαγή σε συνταξιούχους που πληρούν τα ηλικιακά και εισοδηματικά κριτήρια των πρώην δικαιούχων του ΕΚΑΣ.
Ταυτόχρονα, ο Γ. Βλάχος φρόντισε δίπλα στους «8», μια μέρα μετά να επανατοποθετήσει τους «11», μετατρέποντας την ερώτηση προς τον Κ. Χατζηδάκη σε επίκαιρη ερώτηση, δηλώνοντας ότι «τα ερωτήματα που θέσαμε δεν έλαβαν απάντηση αλλά δημιουργήθηκαν και νέα», αναγκάζοντας τον υπουργό να απαντήσει με την παρουσία του στη Βουλή και όχι με Δελτίο Τύπου, όπως έκανε την πρώτη φορά, εγείροντας την ενόχληση του βουλευτή.
Σύμφωνα, μάλιστα, με κάποια δημοσιεύματα, ετοιμάζεται και τρίτη ερώτηση, που θα αφορά τους αγρότες. Ακόμη, όμως, και αν δεν κατατεθεί, με δεδομένη και εκφρασμένη τη δυσαρέσκεια των αγροτών αλλά και τα ερείσματα που διατηρεί η ΝΔ στο αγροτικό στρώμα, οι διαρροές έχουν συνδράμει στο κλίμα που έχουν διαμορφώσει οι δυο ερωτήσεις που ήδη έχουν κατατεθεί.
Τα παραπάνω συμβαίνουν λίγές μέρες πριν από το «street party» που διοργανώνει η Πειραιώς στη Ρηγίλλης για τον εορτασμό της επετείου των 50 χρόνων, με τα δημοσιεύματα στον αστικό τύπο σχεδόν να προεξοφλούν την απουσία των δυο πρώην πρωθυπουργών που, παρά την τηλεφωνική επικοινωνία του Κ. Μητσοτάκη μαζί τους, φέρονται να μην έχουν αποδεχτεί την πρόσκληση. Σίγουρα η απουσία τους από το πάρτι θα σηματοδοτήσει μια νέα κλιμάκωση της εσωκομματικής αντιπαράθεσης. Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, οι διαρροές στον τύπο ήδη έχουν διαμορφώσει τα δεδομένα προς αυτή την κατεύθυνση.
Το γεγονός ότι οι δυο πρώην πρωθυπουργοί διευρύνουν το πολιτικό πλαίσιο της εσωκομματικής κόντρας και ταυτόχρονα αξιοποιούν βουλευτές που πρόσκεινται σε αυτούς ανοίγοντας την αντιπαράθεση στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας και απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές, αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο ότι το κυβερνών κόμμα έχει μετατραπεί σε ένα καζάνι που βράζει. Οι συνεχόμενοι τριγμοί έχουν διευρύνει το ρήγμα στο εσωτερικό της ΝΔ, διαμορφώνοντας ένα σκηνικό πολιτικής κρίσης και αστάθειας που τροφοδοτείται και τροφοδοτεί, σε διαλεκτική σχέση, την αστάθεια και την κρίση που διατρέχει το ντόπιο αστικό πολιτικό σκηνικό.
Το ρήγμα που διαμορφώθηκε στο εσωτερικό της ΝΔ δεν αφορά μια κόντρα προσώπων. Το κατεξοχήν κόμμα της αστικής τάξης και ο μοναδικός πυλώνας, σήμερα, της αστικής διαχείρισης, κλυδωνίζεται από τις αντιπαραθέσεις και τις κόντρες μερίδων του ντόπιου κεφαλαίου, αλλά κυρίως της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-ΕΕ για το οικόπεδο που λέγεται Ελλάδα. Το ρήγμα και η πολιτική αστάθεια που το συνοδεύει αντανακλούν τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του ντόπιου εξαρτημένου καπιταλισμού, που σε συνθήκες ολόπλευρης κρίσης του συστήματος και έντασης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών πολλαπλασιάζονται, διαμορφώνοντας ένα «ασφυκτικό» πλαίσιο για την αστική τάξη.
Γίνεται φανερό ότι η ΝΔ δεν μπορεί και δεν φτάνει από μόνη της να διαχειριστεί πολιτικά το πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης που έχει επιβληθεί, την ιμπεριαλιστική παρέμβαση, τις κόντρες και τις απαιτήσεις των μεγάλων αφεντικών της, τις σχέσεις και τις αντιθέσεις δηλαδή που συνδέονται και καθορίζουν τα καίρια και κομβικά ζητήματα της υπόστασης, της σύστασης και της αναπαραγωγής της ντόπιας αστικής τάξης. Η ρευστότητα και η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζουν τη μεταβατική φάση που διανύουμε, είναι προϊόντα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και αντανακλώνται στην αδυναμία συνολικά του συστήματος να προσδιορίσει απαντήσεις σχετικά με τον ρόλο της αστικής τάξης στην περιοχή, τη θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό, το παραγωγικό μοντέλο και τα πεδία κερδοφορίας. Αυτή η ρευστότητα και η αβεβαιότητα αποκρυσταλλώνονται ως πολιτική αστάθεια στο αστικό πολιτικό σκηνικό, στη ΝΔ αλλά και στην αδυναμία του συστήματος να δώσει λύση στον δεύτερο πυλώνα αστικής διαχείρισης. Πολιτική αστάθεια, λοιπόν, που όλα τα δεδομένα συνηγορούν ότι θα ενταθεί.