Στην Ελλάδα της «ανάπτυξης» ένας στους τέσσερις κατοίκους (26,1%) βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Μάλιστα, σε πέντε περιφέρειες της χώρας (Πελοπόννησος, Δυτ. Ελλάδα, Δυτ. Μακεδονία, Ανατ. Μακεδονία-Θράκη και Βόρειο Αιγαίο) το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 30,4% έως 35,7%, δηλαδή έως και πάνω από ένας στους τρεις!
Στην Ελλάδα της «ανάπτυξης» οι εργαζόμενοι εργάζονται περισσότερες ώρες από όλους στην ΕΕ των 27, ενώ ο βασικός μισθός είναι στην 15η θέση. Και την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός (2,9% για τον Σεπτέμβριο) συνεχίζει να ροκανίζει τα λαϊκά εισοδήματα, σε μια χώρα που καταλαμβάνει την 4η θέση στην ΕΕ στον ρυθμό ανόδου των τιμών.
Στην Ελλάδα της «ανάπτυξης» το πρώτο εξάμηνο του 2024 έγιναν 1.714.189 προσλήψεις και –κρατηθείτε– 1.374.981 απολύσεις (!) αποδεικνύοντας το μέγεθος της εργασιακής επισφάλειας και της περιπλάνησης στην εργασιακή ζούγκλα. Στις δε προσλήψεις, οι 609.496 ήταν μερικής απασχόλησης, οι 154.386 ήταν εκ περιτροπής απασχόλησης, ενώ στις 950.307 που ήταν πλήρους απασχόλησης δεν έχουν καταγραφεί πόσες ήταν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία της σκληρής πραγματικότητας με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι στη χώρα. Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα με τα οποία πρέπει να αναμετρηθούν. Γιατί σε όλα αυτά προστίθενται ένα σωρό άλλα: η εντατικοποίηση και οι απάνθρωποι όροι δουλειάς που οδηγούν σε δεκάδες νεκρούς εργάτες, η εργοδοτική τρομοκρατία, οι απανωτοί φραγμοί για το ταμείο ανεργίας, η περιστολή στο δικαίωμα λαού και εργαζομένων σε ασφάλεια, περίθαλψη, εκπαίδευση...
Αυτά είναι και τα ζητήματα που πρέπει να συζητήσει και να πειστεί να παλέψει η εργατική τάξη και κάθε εργαζόμενος μπροστά στη γενική απεργία στις 20 Νοέμβρη. Αυτά είναι τα ζητήματα που πρέπει να ανοίξουν σε κάθε χώρο δουλειάς, μικρότερο ή μεγαλύτερο.
Για να σπάσει το κλίμα της βουβαμάρας και της απραξίας που έχουν επιβάλει οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που ενδιαφέρονται μόνο για την επιβεβαίωση ενός ρόλου στο πλευρό της αστικής εξουσίας.
Για να απαντηθούν στην πράξη οι φανφάρες, οι αυταπάτες ψευτοεπάρκειας και οι ηγεμονισμοί των ρεφορμιστών του ΠΑΜΕ, που καθημερινά επιβεβαιώνουν ότι πίσω από τα παχιά λόγια τους κρύβεται η υποταγή στην επίθεση του κεφάλαιου και η απέχθειά τους για κάθε πραγματικό ταξικό αγώνα που αναμετριέται με την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Για να απαντηθεί στην πράξη το μπαράζ των διώξεων και της τρομοκρατίας που έχει εξαπολύσει το αστικό κράτος ενάντια σε σωματεία και αγωνιστές, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Για να μην περάσει η επίθεση στα συνδικαλιστικά δικαιώματα, τους εργατικούς αγώνες και τον ταξικό συνδικαλισμό.
Για να απαντηθεί στην πράξη η νέα προσπάθεια κυβερνητική εξαπάτησης των εργαζομένων ότι το –βαθιά ταξικό– ζήτημα της φτώχειας και των μισθών δήθεν θα λυθεί με «μαθηματική εξίσωση» που θα επινοήσουν οι φωστήρες του υπουργείου Εργασίας (δηλαδή οι υπηρέτες του κεφάλαιου). Αλλά και για να απαντηθούν οι αυταπάτες ότι η ιμπεριαλιστική ΕΕ (που επέβαλε τη λεηλασία μισθών και δικαιωμάτων και συνεχίζει να απαιτεί δυσθεώρητα πλεονάσματα) δήθεν κόπτεται για την εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Η υπόθεση της απεργίας στις 20 Νοέμβρη είναι υπόθεση των ίδιων των εργαζομένων και πρέπει να την πάρουν στα χέρια τους.
Δεν είναι υπόθεση αυτών που θέλουν να γίνουν οι διαχειριστές του ΓΕΜΗΣΟΕ για λογαριασμό του συστήματος. Δεν είναι υπόθεση αυτών που θέλουν να μας πείσουν ότι οι αντεργατικοί νόμοι «θα μείνουν στα χαρτιά», αλλά είναι οι πρώτοι που τους εφαρμόζουν. Και φυσικά, δεν είναι υπόθεση των κάθε λογής επίδοξων κυβερνητικών «σωτήρων» («κεντρώων» ή «αριστερών») που θέλουν να παραμυθιάσουν λαό και εργαζόμενους ότι χτίζουν την «εναλλακτική» κυβερνητική πρόταση (και που ήδη μια χαρά έχουν κυβερνήσει σε βάρος του λαού).
Σε αυτήν την υπόθεση και για την επιτυχία της θα συμβάλει το ΚΚΕ(μ-λ) με όλες του τις δυνάμεις. Απευθυνόμενο σε κάθε εργάτη και εργαζόμενο, σε κάθε άνεργο, σε κάθε νεολαίο. Μέσα από την κομματική του παρέμβαση και μέσα από τη δράση των μετωπικών σχημάτων που στηρίζει. Για να είναι μαζική και πετυχημένη η απεργία και οι απεργιακές συγκεντρώσεις, αλλά και για να υπηρετηθεί η ανάγκη να μπουν περισσότεροι εργάτες και εργαζόμενοι στην υπόθεση της πάλης και του αγώνα για την επόμενη μέρα.