Εργασιακό νομοσχέδιο ετοιμάζει η κυβέρνηση για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας 2022/2041, η οποία (με περιθώριο ως τις 15/11/2024) δίνει κατευθύνσεις βασικά σε σχέση με τον κατώτατο μισθό. Παράπλευρα, κάνει και μια αναφορά στις συλλογικές συμβάσεις και τους εργαζόμενους με «μη τυπικές σχέσεις απασχόλησης». Παρά τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί με το άκουσμα της εν λόγω οδηγίας στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, τόσο σε επίπεδο ΓΣΕΕ όσο και σε δευτεροβάθμιο, ακόμα και πρωτοβάθμιο επίπεδο, η πραγματικότητα είναι πως το σύστημα δεν πρόκειται να τους ξαναδώσει τον ρόλο που επιζητούν στο πλευρό του, πόσο μάλλον να «χαρίσει» στους εργαζόμενους αξιοπρεπείς μισθούς και προστασία.
Το κύριο βάρος της οδηγίας αφορά τη δημιουργία μηχανισμών προσδιορισμού του ύψους του κατώτατου μισθού, χωρίς καν να υποχρεώνει όσες χώρες δεν έχουν θεσμοθετήσει κατώτατο μισθό να το κάνουν. Η Κεραμέως απέκλεισε την επαναφορά του κατώτατου στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ήδη απ’ τη συνάντησή της με τη ΓΣΕΕ στις 15/10, την πρώτη στα πλαίσια του «διαλόγου με όλους τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους». Παραμένει λοιπόν στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης, με ολίγη από «θεσμική διαβούλευση». Αυτό που αλλάζει είναι πως, απ’ το 2028, το ύψος του θ’ αυξάνεται «αυτόματα» σύμφωνα με κάποιον «μαθηματικό τύπο» που θα περιλαμβάνει την αγοραστική δύναμη, την εξέλιξη των μισθών και -κυρίως- το επίπεδο και τις τάσεις της παραγωγικότητας. Δηλαδή, ο κατώτατος μισθός θα προσαρμόζεται σύμφωνα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου, αλλά και τους στόχους της ΕΕ. Αν μάλιστα οι οικονομικοί δείκτες επιδεινωθούν, θα προβλέπεται κι η δυνατότητα «παύσης» του κατά τ’ άλλα «αυτόματου» και «αντικειμενικού» μηχανισμού αύξησης.
Παρότι διάφορα ΜΜΕ είχαν φροντίσει, ήδη απ’ τον Απρίλη που ανακοινώθηκε η σύσταση της σχετικής επιτροπής, να καλλιεργήσουν μια αίσθηση περί «υποχρεωτικότητας» των συλλογικών συμβάσεων, η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση ούτε με την προπαγάνδα, ούτε με τις αυταπάτες των ρεφορμιστικών δυνάμεων που (νομίζουν ότι) έχουν μάθει να «οσμίζονται» και να προσαρμόζονται στις κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις, ελπίζοντας σε ανταλλάγματα. Η κοινοτική οδηγία ζητάει απ’ τις χώρες όπου το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από ΣΣΕ είναι μικρότερο του 80% ναορίζουν ένα «σχέδιο δράσης» για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων -και ως εκεί.
Σε χώρες «κανονικής» καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι συλλογικές συμβάσεις είναι ως έναν βαθμό θεμιτές για το κεφάλαιο. Στο βαθμό που υπηρετούν τόσο πολιτικές ανάγκες όσο και ανάγκες της παραγωγής. Οι κυβερνήσεις και το κεφάλαιο χρειάζονται εργαζόμενους -όσο είναι εφικτό- κάπως ευχαριστημένους και στοιχισμένους πίσω απ’ τις επιλογές τους, όχι να διεκδικούν και ν’ αμφισβητούν. Διαμορφώνουν παράλληλα ένα στρώμα συνδικαλιστικών στελεχών με ρόλο και προνόμια, προκειμένου να διασφαλίζουν «εργασιακή ειρήνη». Επιπλέον, οι ενιαίοι κανόνες αμοιβών μειώνουν την υπερβολική μετακίνηση εργατικού δυναμικού, που αποτελεί πρόβλημα ειδικά για τη βιομηχανία, η οποία χρειάζεται εξειδίκευση που απαιτεί κάποια χρόνια για να κατακτηθεί, ενώ ορίζουν κι ένα πλαίσιο για τον ανταγωνισμό. Για τα δεδομένα της άρχουσας τάξης της Ελλάδας, εξαρτημένης και τυχοδιωκτικής, αυτά είναι ψιλά γράμματα περιορισμένου εύρους. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές το γνωρίζουν, γι’ αυτό φροντίζουν οι κοινοτικές οδηγίες τους να επιτρέπουν τους κατάλληλους βαθμούς ελευθερίας ώστε οι λαοί των εξαρτημένων χωρών ν’ αποτελούν φθηνό υλικό προς μεγάλη εκμετάλλευση. Με κέρδη τόσο για το ντόπιο όσο και για το ξένο κεφάλαιο.
Παρόμοια προσεγγίζεται το ζήτημα των «άτυπων» σχέσεων εργασίας, για τις οποίες η ΕΕ έβγαλε νέα οδηγία πριν μερικές μέρες. Παρά τη γενική κατεύθυνση περί αναγνώρισης ως μισθωτών όσων δουλεύουν σαν «συνεργάτες» (freelancers) σε πλατφόρμες, κυρίως ντελιβεράδες και οδηγοί, η οδηγία τελικά αφήνει στην εκάστοτε κυβέρνηση να νομοθετήσει τους συγκεκριμένους όρους γι’ αυτή την αναγνώριση. Όπως έδειξε η περίπτωση της e-food τρεις μήνες μετά την ψήφιση του νόμου Χατζηδάκη (4808/2021), αυτό που παρουσιάζεται σαν «προστασία των εργαζομένων» άμεσα χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση της εργοδοσίας και το χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων.
Ο κόσμος της δουλειάς πρέπει να έχει καθαρό ότι οι λύσεις στα προβλήματά του δεν θα «πέσουν απ’ τον ουρανό» ούτε θα έρθουν με κοινοτικές οδηγίες. Κυβέρνηση και ΕΕ νομοθετούν για να κατοχυρώσουν, να εντείνουν και να επεκτείνουν τον εργασιακό μεσαίωνα. Για να το πετύχουν, χρειάζονται την εργατική τάξη και συνολικά τους εργαζόμενους αποσυγκροτημένους, και σε ιδεολογικό επίπεδο. Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινούνται και στο ζήτημα του κατώτατου μισθού, καλλιεργώντας την αντίληψη ότι το ζήτημα των μισθών (και ευρύτερα του πώς ζει ο λαός) θα το καθορίζει το σύστημα. Και μάλιστα τις ταξικές του επιλογές θα τις παρουσιάζει σαν «αντικειμενικές» και «επιστημονικές». Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν μπορεί ν’ αποτελεί ζήτημα ταξικής πάλης, αγώνα των ίδιων των εργαζομένων. Εμείς «ούτε να διανοηθούμε» να τα βάλουμε με τις αυθεντίες που μετράνε τις αντοχές της οικονομίας και υπολογίζουν τις αντοχές του στομαχιού μας.
Η πραγματικότητα είναι ότι το ζήτημα των μισθών, είτε πρόκειται για τον κατώτατο, είτε πρόκειται για τις συλλογικές συμβάσεις, είτε παίρνει οποιαδήποτε μορφή, αποτελεί σ’ αυτή την κοινωνία της εκμετάλλευσης ζήτημα ταξικής πάλης. Αυτό που απαιτεί το κεφάλαιο είναι να τη διεξάγει χωρίς αντίπαλο. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μια απέλπιδα προσπάθεια να «χωρέσουμε» τις ανάγκες μας στα στενά όρια του συστήματος, αλλά να συγκροτήσουμε τις δικές μας δυνάμεις για να παλέψουμε για τα δικά μας συμφέροντα.