Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, η πιο «επίσημη» τοποθέτηση σχετικά με το αναγκαίο «παραγωγικό μοντέλο» για τη χώρα εκφράστηκε πρόσφατα, στις 22 Οκτώβρη, από τον Αλ. Τσίπρα στην ημερίδα του ινστιτούτου που φέρνει το όνομά του.
Πριν αναφερθούμε ειδικότερα στα βασικά σημεία του «εθνικού σχεδίου» έτσι όπως παρουσιάστηκε, είναι αναγκαίες κάποιες παρατηρήσεις για το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται αυτές οι προτάσεις-στοχεύσεις από τη μεριά τόσο του Αλ. Τσίπρα όσο και συνολικά του σοσιαλδημοκρατικού – κεντροαριστερού χώρου.
Κατ’ αρχάς, παντελής απουσία της παραμικρής κριτικής του καπιταλιστικού συστήματος και της δομικής του κρίσης, η οποία, εκτός από τα κρισιακά φαινόμενα που παράγει, έχει κλιμακώσει μία τεράστιας έκτασης και βάθους επίθεση στην εργατική τάξη και όλη την εργαζόμενη ανθρωπότητα με στόχο να τη μετατρέψει σε απλό εργαλείο της παραγωγικής διαδικασίας. Εκτός από κάποια ψελλίσματα για «αποτυχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που κυριάρχησε από το 1990 μέχρι σήμερα να λειτουργήσει σε περιόδους κρίσεων»!
Από τις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού μέχρι τις εξαρτημένες χώρες η επίθεση αυτή, στο έδαφος της κρίσης, αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα και συνδέεται με το δικαίωμα στη δουλειά και το δικαίωμα στη ζωή. Το καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα διαμορφώνει όρους όπου η αμοιβή της εργατικής δύναμης είναι πολύ κάτω από τα όρια της αναπαραγωγής της, με αποτέλεσμα την εξάπλωση της απόλυτης εξαθλίωσης σε τεράστια τμήματα εργαζόμενων πληθυσμών στον πλανήτη και την πλήρη περιθωριοποίησή τους.
Επίσης καμία κριτική έστω και στα «ψιλά» για τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ντόπιου καπιταλιστικού συστήματος, από ΗΠΑ – ΕΕ, οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά. Παρά μόνο διαπιστώσεις ότι «το παραγωγικό μοντέλο που στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό και το real estate (ακίνητα) δεν μπορεί να μας πάει μακριά…».
Η ιμπεριαλιστική εξάρτηση διαμορφώνει μία άνιση σχέση που από μόνη της παράγει συνθήκες κρίσης για την οικονομία και βάρη που με τις αντιλαϊκές πολιτικές φορτώνονται στις πλάτες του εργαζόμενου λαού. Πολύ περισσότερο σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης, οι επιπτώσεις πολλαπλασιάζονται κάτω από το καθεστώς της εξάρτησης και δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας για τους εργαζόμενους, ενώ τα κέρδη του ντόπιου κεφαλαίου, σε ορισμένους τομείς, εκτοξεύονται στα ύψη.
Για τον πολιτικό χώρο που εκπροσωπεί ο Αλ. Τσίπρας, όπως και αν ονομαστεί αυτός, τα δύο αυτά βασικά σημεία που καθορίζουν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η κρίση του «παραγωγικού μοντέλου» της χώρας έχουν εξοβελιστεί. Πλήρης αποδοχή και υποταγή.
Οπότε επί της ουσίας τι απομένει; Αυτό που κάποτε λεγόταν κατά κόρο «διαφορετικό μείγμα πολιτικής». «Το μεγάλο εθνικό θέμα, συνεπώς, που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι πώς θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε αυτή την πορεία φτωχοποίησης και απόκλισης. Ένας νέος εθνικός στόχος, θα έλεγα, αντίστοιχος με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ τη δεκαετία του ‘70, την ένταξη στην ευρωζώνη τη δεκαετία του ‘90 ή την έξοδο από τα μνημόνια τη δεκαετία του 2010 – και βέβαια ο εθνικός στόχος είναι αυτός, η αναστροφή της πραγματικής αυτής απόκλισης» (ομιλία Αλ. Τσίπρα).
Έχοντας ως δεδομένα για την ελληνική οικονομία τις δεσμεύσεις στα πλαίσια της ΕΕ τόσο όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα όσο και τα πλαφόν για τις δαπάνες, ο Αλ. Τσίπρας, αφού πλέκει το εγκώμιο στην «έκθεση Ντράγκι» και εύχεται να βρεθεί «ικανή ευρωπαϊκή ηγεσία» να την υλοποιήσει, προτείνει αλλαγές πολιτικών επιλογών στο εσωτερικό, με «ευθύνη» του αστικού πολιτικού προσωπικού της χώρας, σε τέσσερα βασικά σημεία.
Πρώτο σημείο, η καλύτερη διαχείριση σε σχέση με αυτήν που κάνει η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία είναι αδιαφανής και κατευθύνεται σε λίγους, των πόρων του «Ταμείου Ανάκαμψης», καθώς μετά την εξάντλησή τους δεν προβλέπονται άλλες τέτοιες «ευκαιρίες». Στο ζήτημα αυτό ο Αλ. Τσίπρας δεν παρουσιάζει παρά τις υπαρκτές ανησυχίες που ήδη εκφράζουν τμήματα του ντόπιου κεφαλαίου αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σχετικά τόσο με την κατεύθυνση των κονδυλίων όσο και με τις καθυστερήσεις στην απορροφητικότητά τους. Ένα ζήτημα που απασχολεί σοβαρά το ντόπιο κεφάλαιο καθώς είναι η μοναδική πηγή επενδυτικής χρηματοδότησης και οι διάφορες μερίδες του συγκρούονται για την απόσπαση μεγαλύτερης λείας σε βάρος των ανταγωνιστών τους.
Δεύτερο σημείο, οι βαθιές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και το κράτος σε ρόλο «στρατηγικού συντονιστή της αναπτυξιακής διαδικασίας». Η «σωστή» διαχείριση με «συνοχή και όραμα» απαιτεί τη συγκρότηση του «συλλογικού καπιταλιστή» που θα φέρει σε πέρας μία τέτοια αποστολή. Απέναντι στο «επιτελικό κράτος» του Μητσοτάκη και της ΝΔ, το οποίο έχει αποτύχει, προβάλλεται το αστικό κράτος ως «στρατηγικός συντονιστής». Μπορούμε να πούμε ότι στο σημείο αυτό είναι «παραδοσιακά» η διαφοροποίηση της ρεφορμιστικής αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας και του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου με τη δεξιά στο ρόλο του αστικού κράτους και στο βαθμό παρέμβασής του στην οικονομία και όχι μόνο.
Τρίτο σημείο, η μεταρρύθμιση των θεσμών και ιδιαίτερα η ενίσχυση του ρόλου των «ανεξάρτητων αρχών» και η απονομή της δικαιοσύνης. Η ενίσχυση του «κράτους δικαίου» σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής έτσι ώστε η Ελλάδα να γίνει μία «κανονική ευρωπαϊκή χώρα». Η αντίληψη ότι το αστικό κράτος και οι θεσμοί του μπορούν να σταθούν πάνω και έξω από το πλαίσιο που καθορίζουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και επιπλέον το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας αποτελεί μόνιμη διακήρυξη του πολιτικού χώρου που εκπροσωπεί ο Αλ. Τσίπρας. Η οποία μόνιμα αποκαλύπτεται σαν μία σκόπιμη αυταπάτη για τη συγκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα του αστικού κράτους, υπηρέτη των καπιταλιστικών – ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, ενάντια στον «εχθρό λαό».
Τέταρτο σημείο, ένα «εθνικό σχέδιο επενδύσεων» για την επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης στην περιοχή του 2% την επόμενη δεκαετία, με την επισήμανση ότι αλλιώς… δεν βγαίνει. Είναι γεγονός ότι το ζήτημα των επενδύσεων αποτελεί κεντρικό πρόβλημα τόσο για την ντόπια άρχουσα τάξη όσο και για το αστικό πολιτικό προσωπικό σε κάθε του έκφραση καθώς και σημαντικών κέντρων του συστήματος, όπως η Τράπεζα της Ελλάδας, με ιδιαίτερη προτίμηση στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Από την άλλη, όμως, η συνεχής διάψευση των εκτιμήσεων για «εκτίναξη των επενδύσεων» στη χώρα και ο περιορισμός τους σε συγκεκριμένους τομείς για άμεση και γρήγορη κερδοφορία (π.χ. ακίνητα, τουρισμός) σε συνδυασμό με τη συνεχή αποβιομηχάνιση δημιουργεί σοβαρούς φόβους στα κέντρα του συστήματος ότι μπορεί σε πολύ λίγα χρόνια η ντόπια καπιταλιστική οικονομία να βρεθεί μπροστά σε νέα χρεοκοπία.
Η υλοποίηση του «εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης» που προτείνει ο Αλ. Τσίπρας θεωρεί ότι πρέπει να γίνει σε «σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα». Και πώς θα επέλθει αυτή η «σύγκρουση»; Με την «αλλαγή του μείγματος της φορολογίας» για μια «δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των πολλών» αλλά και για τη συσσώρευση κεφαλαίων για επενδυτικούς σκοπούς. Αυτή είναι η «προοδευτική διέξοδος» που θα βγάλει τη χώρα και το λαό από την κρίση, την ακρίβεια και τις ανισότητες.
Η υπεύθυνη διαχείριση και η προσπάθεια να λειανθούν κάποιες οξυμένες πλευρές του εκμεταλλευτικού συστήματος με σκοπό να… βγει από την κρίση του εκτιμήθηκε θετικά από πολλούς παράγοντες και δημοσιολόγους για τη στάση του Αλ. Τσίπρα. Από την άλλη μεριά, το «σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης» που παρουσίασε από ό,τι φαίνεται θα αποτελέσει και το πρόγραμμα του «νέου πολιτικού υποκειμένου» που σχεδιάζεται. Αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση.
Ο Αλ. Τσίπρας για να δυναμώσει το «εθνικό» στοιχείο του «σχεδίου ανασυγκρότησης» αναφέρει: «Η χώρα χρειάζεται άμεσα ένα μεγάλο αναπτυξιακό σοκ, εφάμιλλο των αντίστοιχων της περιόδου Τρικούπη και Βενιζέλου, για να μη χάσει το τρένο της σύγκλισης οριστικά». Να αναφέρουμε μόνο ότι τα «αναπτυξιακά σοκ» των Τρικούπη και Βενιζέλου είχαν τόση «επιτυχία» που έφεραν το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του 1893 για τον πρώτο, ενώ για τον δεύτερο η κατάληξη ήταν το «προσωρινό χρεοστάσιο» (αλλιώς η χρεοκοπία) του 1932.