Τελευταία με βάση τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης (είχε προηγηθεί και η περίφημη «έκθεση Πισσαρίδη» πριν από περίπου δύο χρόνια) ανακινήθηκε και πάλι το ζήτημα του παραγωγικού μοντέλου ή υποδείγματος «για την εθνική οικονομία».
Παλιά αμαρτία
Πρόκειται πραγματικά για «παλιά αμαρτία», στην οποία υπέπεσαν κυρίως βέβαια οι παράγοντες και οι κυβερνήσεις του συστήματος, αλλά ακόμα και όσοι υποτίθεται τις αμφισβητούσαν.
Ξεκίνησε με την περίφημη φράση του Ανδρέα Παπανδρέου περί «υποκατάστασης των εισαγωγών από τις εξαγωγές» και επανέρχεται με την… ίδια φράση περίπου 45 χρόνια μετά.
Είχε προηγηθεί η «ρεαλιστικότερη» πρόταση του Αδαμάντιου Πεπελάση για μια Ελλάδα «κέντρο υπηρεσιών» αλλά και… «ριζοσπαστικότερες» προσεγγίσεις για «ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης» στα περίφημα «προγράμματα του Ζαππείου» του Σαμαρά ή το αντίστοιχο του 2015 (ΣΥΡΙΖΑ).
Να υπενθυμίσουμε τις κινηματικές συζητήσεις εκείνης της περιόδου όπου προεξάρχοντος του γνωστού και μη εξαιρετέου Καζάκη (τότε σοσιαλπατριώτη, σήμερα απλά… υπερπατριώτη) γινόταν αναφορά σε νέα μοντέλα παραγωγικής ανάπτυξης με εργατικό έλεγχο και εθνικοποίηση των τραπεζών βεβαίως…
Περί τίνος…
«Ο αναπροσανατολισμός και η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας είναι μια συζήτηση που κρατά δεκαετίες. Τόσες δεκαετίες όσοι και οι αναπτυξιακοί νόμοι που έχουν φέρει πλείστες όσες κυβερνήσεις και που απλώς πέρασαν στην ιστορία αφήνοντας πίσω τους την ίδια «κουτσή» οικονομία: μια οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση και στον τουρισμό, την οικονομία της χαμηλής έντασης κεφαλαίου και της υψηλής έντασης εργασίας.
Το προϊόν αυτού του οικονομικού μοντέλου είναι το αποτύπωμα της βαριάς υστέρησης της Ελλάδας σε όλους τους συγκριτικούς δείκτες. Το επενδυτικό χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει χαοτικό, όχι μόνο σε σύγκριση με τις μεγάλες μεταποιητικές οικονομίες αλλά και με τις μικρότερου ή μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω στις επενδύσεις στον κλάδο της μεταποίησης ακόμη και από χώρες όπως η Πορτογαλία, η Φινλανδία και η Σλοβακία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ινστιτούτου ΕΝΑ, η Ελλάδα είναι στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Βρίσκεται ακόμη στην τρίτη χαμηλότερη θέση της Ε.Ε. στις εξαγωγές αγαθών και στην έβδομη χαμηλότερη στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.
Και, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η αναπτυξιακή και επενδυτική υστέρηση εξακολουθεί να τροφοδοτεί το διπλό έλλειμμα, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: Στο πρώτο οκτάμηνο της χρονιάς το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ξεπέρασε το 10% του ΑΕΠ και αυξήθηκε κατά 8,7% σε σχέση με πέρσι. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στο ίδιο διάστημα ανέβηκε κατά 15,6%, ενώ οι καθαρές εισροές για άμεσες επενδύσεις μειώθηκαν πάνω από 1 δισ. ευρώ» («Ναυτεμπορική», άρθρο του Νίκου Λειβαδάρη).
Δεν θα μπορούσε το «ζήτημα» να αναλυθεί τόσο περιεκτικά και σύντομα. Το πρώτο χαρακτηριστικό αφορά μια οικονομία που είναι «οικονομία κατανάλωσης», όπως περιγράφεται. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικό δεδομένο, που όμως χρησιμοποιήθηκε διαστρεβλωτικά από τους διαχειριστές του συστήματος ενάντια στο λαό για να… πείσει τον τελευταίο ότι καταναλώνει περισσότερο από αυτά που παράγει.
Την ίδια στιγμή που οι μεταποιητικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι εντάσεως εργασίας, με εργαζόμενους που κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να ζήσουν και αποδεδειγμένα επισήμως δουλεύουν πολύ περισσότερο χρόνο από τους ευρωπαίους «εταίρους» τους!
Όντως η οικονομία της χώρας -αν θεωρήσουμε διαταξικά την έννοια της οικονομίας- καταναλώνει σε αναλογία περισσότερα από αυτά που παράγει και κάτι τέτοιο αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό εξαρτημένων οικονομιών.
Το κενό κατανάλωσης-παραγωγής καλύπτεται από τις εισαγωγές αγαθών στη σφαίρα των λεγόμενων ενδιάμεσων αγαθών, τελικών αλλά και πρώτων υλών (ζήτημα που προέκυψε έντονα μετά την είσοδο της χώρας στην -τότε- ΕΟΚ).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό μιας τέτοιας -εξαρτημένης- οικονομίας είναι η υστέρηση, η σοβαρή αναλογική υστέρηση της μεταποίησης, δηλαδή του βιομηχανικού κλάδου ή αλλιώς της δευτερογενούς παραγωγής, όπως λέγεται.
Αντιγράφουμε από την ιστοσελίδα monthly review της «Καθημερινής»: «Δεκατέσσερα χρόνια μετά την κρίση η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται κατά βάση στο εμπόριο και τις υπηρεσίες. Μάλιστα, παρά τη μεγάλη και διαχρονική συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής παραγωγικού μοντέλου και την υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων, ο τομέας που φαίνεται να αναπτύσσεται κυρίως από πλευράς σύστασης επιχειρήσεων είναι αυτός των κατασκευών, με σημαντική συμβολή στην απασχόληση και την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, με τα οφέλη, ωστόσο, να είναι μικρότερης διάρκειας.
Το τελευταίο μέγεθος, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, είναι ίσως το πιο ισχυρό επιχείρημα για την ανάγκη ενίσχυσης επενδύσεων στον τομέα της μεταποίησης μέσω και μιας σειράς κυβερνητικών πολιτικών (αναπτυξιακός νόμος, απλοποίηση αδειοδοτικής διαδικασίας κ.ά.), κάποιες εκ των οποίων αναμένεται να ανακοινωθούν στις 21 Οκτωβρίου από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Κι αυτό διότι, αν και οι μεταποιητικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), αποτελούσαν το 2022 μόλις το 6,2% του συνόλου, η συνεισφορά τους στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ήταν 16,57 δισ. ευρώ ή το 18,2%, ελάχιστα λιγότερη μετά τον πρώτο τομέα που ήταν το εμπόριο, χονδρικό και λιανικό, με μερίδιο στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία των επιχειρήσεων 18,6% ή 16,87 δισ. ευρώ».
Όντως η συμμετοχή της μεταποίησης -και αυτό ισχύει για κάθε χώρα!-στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, δηλαδή στην αξία που παράγεται από το σύνολο της κίνησης μιας οικονομίας, είναι αναλογικά μεγαλύτερη από την έκταση που καταλαμβάνει στο ΑΕΠ ο μεταποιητικός τομέας, γιατί ο τομέας αυτός συσσωματώνει περισσότερο ή λιγότερο σύνθετα στάδια κύκλου εργασιών. Αυτό φυσικά μαρτυρά τη δυναμικότητα μιας οικονομίας.
Η διαχρονική απουσία παραγωγής μέσων παραγωγής από την ελληνική βιομηχανική μεταποίηση αποτελεί, π.χ., στοιχείο βασικό της μειωμένης παραγωγικότητας αλλά και ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις οικονομίες των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων.
Για τη χώρα μας εν προκειμένω, η οικονομική εκκίνηση γίνεται από αρκετά χαμηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης (ακόμα και από αυτές της λεγόμενης «περιφέρειας»).
Το αποτέλεσμα είναι το εμπόριο με τη μεταποίηση να «ισοφαρίζονται» όσον αφορά την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και το πρώτο να ξεπερνά τη δεύτερη όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, τα άτομα που απασχολούνται κ.λπ.
Συνεχίζει το οικονομικό φύλλο της «Καθημερινής»: «Αναφορικά με τον συνολικό κύκλο εργασιών που κατέγραψαν οι επιχειρήσεις το 2022, ο κλάδος του χονδρικού και λιανικού εμπορίου κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο με ποσοστό 38,5% και 160,2 δισ. ευρώ και ακολουθούν οι κλάδοι της μεταποίησης και της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού με ποσοστά 22,2% και 8% και απόλυτα μεγέθη 92,1 δισ. ευρώ και 33,3 δισ. ευρώ αντιστοίχως (...)
Μεγαλύτερος εργοδότης παραμένει το εμπόριο. Στον κλάδο απασχολούνταν το 2022 811.140 άτομα (ή 23,8% των συνολικά απασχολουμένων), εκ των οποίων 588.424 ήταν μισθωτοί (23,1% στο σύνολο των μισθωτών). Ακολουθεί ο κλάδος των υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης με 702.911 απασχολουμένους (20,6%), εκ των οποίων 595.509 μισθωτοί (23,3%), και εν συνεχεία ο κλάδος της μεταποίησης με 373.258 απασχολουμένους (11%), εκ των οποίων 318.379 μισθωτοί (12,5%).»
Τα «δίδυμα ελλείματα», το μέγα θέμα των εξαγωγών, η αποεπένδυση
Απότοκος της βασικής διάρθρωσης και της κατανομής τομέων μέσα στην ελληνική εξαρτημένη καπιταλιστική οικονομία αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων και της αποεπένδυσης ή έστω της ελλειμματικής επένδυσης.
Υπήρξε πραγματικά ένα διάστημα μετά τα μνημόνια και την πανδημία που αυξήθηκαν οι εξαγωγές προϊόντων, αυτή όμως η τάση φαίνεται να έχει «οροφή» που το… πάχος της μεγαλώνει καθώς αυξάνονται οι πιέσεις στις αγορές λόγω πληθωρισμού, γεωπολιτικών εξελίξεων και κρίσης στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Τα ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα χαρακτηρίζονται από δύο χαρακτηριστικά, τυπικά και αυτά των εξαρτημένων οικονομιών: Δεν ενσωματώνουν υψηλή προστιθέμενη αξία, άρα η ζήτησή τους δεν είναι ανελαστική, δηλαδή υψηλή και απαραίτητη ακόμη και σε δύσκολες οικονομικά εποχές. Από την άλλη, σε μεγάλο ποσοστό μέσα στις εξαγωγές ενσωματώνονται και ενδιάμεσα προϊόντα που είναι προϊόντα εισαγωγών καθώς δεν παράγονται στη χώρα! Οι δύο αυτοί συνδυαστικοί παράγοντες μέσα σε ένα περιβάλλον κρίσης κάνουν τις ελληνικές εξαγωγές λιγότερο ανταγωνιστικές.
Πραγματικά από τον Ιούνιο οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 7,3%, ενώ, αν βγάλουμε από τον κατάλογο τα πετρελαιοειδή, η μείωση είναι μεγαλύτερη. Την ίδια περίοδο είχαμε σε μικρότερο βαθμό μείωση των εισαγωγών, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος κατά 4,7%, ενώ σταθερά ελλειμματικό είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Σταθερό επίσης είναι το κενό στις ιδιωτικές επενδύσεις καθώς η ενίσχυση του Ταμείου Ανάκαμψης ολοκληρώνει την τρέχουσα δυναμική της.
Στο επόμενο διάστημα, όσον αφορά τα σχετικά κονδύλια θα πρέπει να παρουσιάσει το οικονομικό επιτελείο πειστικές προτάσεις απορρόφησης των κονδυλίων αυτών, πράγμα αρκετά δύσκολο σε μία συγκυρία που μειώνονται ακόμη και αυτές οι ξένες άμεσες επενδύσεις που αποτελούσαν το «καμάρι» της κυβέρνησης Μητσοτάκη μετά την πανδημία. Την ίδια στιγμή η ελληνική κεφαλαιοκρατία προχωρεί σε άμεσες ξένες επενδύσεις εκτός… συνόρων!
Αυτό που η κυβέρνηση ψελλίζει μέσω Χατζηδάκη είναι ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα ενισχύσει τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων… Σε κάθε περίπτωση, το… σκορ των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα έπρεπε για μία δεκαετία η ελληνική καπιταλιστική οικονομία να κάνει στις επενδύσεις προκειμένου να επιστρέψει στο… προμνημονιακό επίπεδο φαίνεται πια αρκετά μακρινό.
Το μόνο… κοντινό στην παρούσα φάση είναι το ξεπούλημα ακινήτων στον τουρισμό και όχι μόνο από επενδυτικά «σχήματα» που στον ένα ή άλλο βαθμό συνδέονται με ισραηλινά και μεσανατολικά οικονομικά συμφέροντα.
Είναι θέμα σχέσεων και βασικών χαρακτηριστικών!
Σε σχετικό πίνακα που δημοσιεύτηκε σε εργασία για το «οικονομικό υπόδειγμα» και τη σχέση του με την ελληνική καπιταλιστική οικονομία, μακράν όλων των άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων κυριαρχεί η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που προέρχεται από τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας! Ακολουθούν ο τουρισμός και το εμπόριο.
Αυτό και μόνο το στοιχείο είναι αρκετό για να πείσει και τον πιο επιφυλακτικό σχετικά με το ζήτημα της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας και τις επιπτώσεις του στη λεγόμενη «εθνική παραγωγή».
Ακόμη χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα της χώρας- ενεργειακού κόμβου που επιχείρησαν οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ να προβάλουν ως διέξοδο και μέρος του νέου υποδείγματος: Πέρα από το ότι δέσμευσαν 100% της χονδρικής τιμής του ρεύματος στο χρηματιστήριο, παράγοντας απίστευτη ακρίβεια για το λαό, δημιούργησαν και πρόβλημα μέσα στην ίδια την αστική τάξη αφού οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις (που δεν έχουν την εύνοια του Μυτιληναίου να παίζουν και στα δύο ταμπλό παραγωγού/καταναλωτή) διαμαρτύρονται για τα μεγάλα κόστη ενέργειας.
Ξέρουμε πως «κάποιοι» θα πουν πως και στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις υπάρχει μια αποβιομηχάνιση, αύξηση των υπηρεσιών, διαμαρτυρίες βιομηχάνων για το ενεργειακό κόστος… Ποιας όμως ιμπεριαλιστικής μητρόπολης ο μεταποιητικός τομέας δεν ξεπερνά το 7% του συνόλου του ΑΕΠ και σε ποια ιμπεριαλιστική οικονομία τον εθνικό τζίρο τον παράγει κατά βάση η διαχείριση ακινήτων και ο επισφαλής τουρισμός, ενώ η σύσταση νέων επιχειρήσεων αφορά as usual τον κατασκευαστικό τομέα;
Άρα δεν είναι θέμα παραγωγικού μοντέλου ή υποδείγματος. Είναι θέμα των σχέσεων εξάρτησης της «εθνικής» καπιταλιστικής οικονομίας και των βασικών χαρακτηριστικών που αυτές οι σχέσεις συνεπάγονται…
ΔΜ