Από συγκρατημένο πανικό δείχνει να διακατέχεται το κυβερνητικό επιτελείο, κατανοώντας ότι είναι υποχρεωμένο να συνεχίζει την «πλεύση» σε ακόμη πιο βαθιά, θολά, φουρτουνιασμένα, αχαρτογράφητα και επικίνδυνα νερά που φέρνει η εκλογή Τραμπ.
Η κυβέρνηση μάλιστα έχει κάθε λόγο να βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Είναι η ίδια η πραγματικότητα που το επιβεβαιώνει και όχι η τουλάχιστον αφελής και αποπροσανατολιστική κριτική που δέχεται από αντιπολιτευόμενους δεξιούς και ακροδεξιούς «κύκλους» στο αστικό πολιτικό πλαίσιο, ότι σιωπηλά πόνταρε στην υποψήφια των Δημοκρατικών, ανίκανη να αντιληφθεί το πολιτικό ρεύμα που διαμόρφωσε η υποψηφιότητα Τραμπ.
Αυτή η θέση, επίσης, δεν αφορά μόνο τη ΝΔ, που από κυβερνητική θέση διαχειρίζεται την αστική εξουσία, αλλά συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Ο Κ. Μητσοτάκης έθεσε το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση, μιλώντας σε εκδήλωση του υπ. Εξωτερικών λίγες ώρες μετά τη νίκη Τραμπ, τονίζοντας ότι «οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις θα είναι σταθερά ισχυρές και παραγωγικές. Ο χαρακτήρας τους είναι στρατηγικός και το πρόσημό τους εθνικό και όχι παραταξιακό. Προσδοκώ σε ακόμα στενότερη συνεργασία».
Βέβαια, όταν ο πρωθυπουργός αναφέρεται στο εθνικό πρόσημο, εκπροσωπώντας μια ντόπια αστική τάξη δίχως εθνική συνείδηση, ουσιαστικά δηλώνει την πρόθεση και την υποταγή του ντόπιου εξαρτημένου καπιταλισμού στις αναγκαίες αναπροσαρμογές που θα απαιτηθούν, όσο η πολιτική η «πολιτική Τραμπ» θα συγκεκριμενοποιείται.
Η συνάντηση Μητσοτάκη-Πομπέο με το ταξίδι αστραπή του πρώην υπ. Άμυνας των ΗΠΑ στην πρώτη θητεία Τραμπ επιχείρησε, είτε με τη συμβολική πλευρά, είτε με την ουσιαστική, να μετριάσει τον συγκρατημένο πανικό. Η μη ένταξη του Πομπέο στο νέο κυβερνητικό σχήμα, μάλλον τον ενέτεινε, οδηγώντας κυβερνητικά στελέχη, όπως ο Ν. Δένδιας, σε δηλώσεις απείρου κάλλους, να τοποθετείται πριν την κυβέρνηση Τραμπ για το μέτωπο της Ουκρανίας. Έτσι, ερωτηθείς, σε εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, φρόντισε να υπογραμμίσει την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα της ντόπιας αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού στις ανάγκες του εκάστοτε αμερικανικού σχεδιασμού, λέγοντας ότι «το καλύτερο που θα μπορούσε να ελπίζει η Ουκρανία είναι να παγώσουμε τη σύγκρουση ως έχει, και να αφήσουμε τα θέματα που έχουν να κάνουν με κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα να συζητηθούν μόλις ωριμάσει ο χρόνος». Ακόμη, σε μια στιγμή υποτέλειας και πανικού είπε ότι «είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να στηρίζουν ό,τι η Ελλάδα θεωρεί σωστό».
Το πρόβλημα διογκώνεται και περιπλέκεται για την ΝΔ και το αστικό πολιτικό σύστημα καθώς οφείλει να διαχειριστεί την διπλή ιμπεριαλιστική εξάρτηση (από ΗΠΑ και ΕΕ). Η αναδιαμόρφωση των σχέσεων- αντιθέσεων που θα επιδιώξει η «πολιτική Τράμπ» με τις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης θα εκφραστεί με αναταράξεις στο εσωτερικό της χώρας μας.
Ήδη ο πρωθυπουργός εκδήλωσε αυτό το άγχος του μπροστά στις «πιέσεις» που θα δεχτεί η ελληνική οικονομία από την πολιτική των δασμών, δηλώνοντας ότι «Ως προς το εμπόριο και τις πολιτικές των δασμών, θέλω να πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει μια ζώνη συνεννόησης με τις ΗΠΑ όσον αφορά την Ευρώπη. Η Κίνα είναι μια ξεχωριστή υπόθεση. Αλλά πιστεύω ότι μπορούμε να αποφύγουμε έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, ο οποίος τελικά δεν πιστεύω ότι θα αποβεί προς όφελος κανενός».
Αλλά και με τη συνολική του τοποθέτηση ότι «πρέπει να διαχωρίσουμε τις ελληνοαμερικανικές με τις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Οι σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ είναι στρατηγικού χαρακτήρα…», την ίδια στιγμή που η ΕΕ «οφείλει να αναζητήσει δυναμικά τη θέση της σε έναν παγκόσμιο χάρτη που αλλάζει διαρκώς. Να κάνει πιο ανταγωνιστική την ευρωπαϊκή οικονομία. Να οικοδομήσουμε τη στρατηγική μας αυτονομία σε νέες συνθήκες».
Με όλα τα ζήτημα, λοιπόν, ανοιχτά και υπό διαμόρφωση, το δεδομένο είναι ότι η νίκη Τραμπ απελευθέρωσε τις ακροδεξιές-εθνικιστικές δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στη χώρα μας. Η πρώτη άμεση αντίδραση «Καν’ το όπως ο Τραμπ» που πανηγυρίστηκε τόσο από τα ακροδεξιά κοινοβουλευτικά και μη μορφώματα όσο και από κυβερνητικά στελέχη, αποτυπώνει και προμηνύει την ακόμη πιο δεξιά και αντιδραστική μετατόπιση του αστικού πολιτικού σκηνικού, την κλιμάκωση της φασιστικοποίησης της δημόσιας και πολιτικής ζωής. Ταυτόχρονα, όμως, συμβάλλει σε μια νέα φάση αναδιαμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού, μεγαλύτερης αβεβαιότητας και ρευστότητας, διευρυμένης πολιτικής αστάθειας.