Ο δρόμος για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών έχει ανοίξει στη Γερμανία, μετά και την αποπομπή του υπουργού Οικονομικών και ηγέτη των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Λίντνερ, από τον καγκελάριο, Όλαφ Σολτς, και την επακόλουθη διάλυση του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Φιλελευθέρων, που διοικούσε τη χώρα κατά την τελευταία τριετία. Βάσει της συμφωνίας που προέκυψε μεταξύ του Σολτς και του επικεφαλής των αντιπολιτευόμενων Χριστιανοδημοκρατών, Φρίντριχ Μερτς, που προαλείφεται για επόμενος καγκελάριος, ο πρώτος πρόκειται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στις 16 Δεκεμβρίου, για να επικυρωθεί και τυπικά η άρση της στήριξης προς την κυβέρνησή του από την Μπούντεσταγκ και να ακολουθήσει η προκήρυξη εκλογών για τις 23 Φεβρουαρίου.
Το έναυσμα για την εκδήλωση της πολιτικής κρίσης δόθηκε από την όξυνση των αντιθέσεων, που ήδη ενυπήρχαν εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, σχετικά με την ακολουθούμενη οικονομική-δημοσιονομική πολιτική και τις απαντήσεις που καλείται επειγόντως να σκιαγραφήσει ο γερμανικός ιμπεριαλισμός για τη δοκιμαζόμενη οικονομία του, έτσι ώστε να διαμορφωθούν οι όροι για την ανακοπή της υφεσιακής πορείας της. Ο υπό σύνταξη προϋπολογισμός του 2025 βρέθηκε, άλλωστε, να έχει κενά δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, κατόπιν και της περσινής απόφασης του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας, που έκρινε αντισυνταγματική την εκτροπή κονδυλίων από το έκτακτο ταμείο της πανδημίας για τη χρηματοδότηση της «πράσινης μετάβασης». Με αιχμή τον σεβασμό στο «φρένο χρέους», λοιπόν, που προβλέπει το γερμανικό Σύνταγμα, για τον περιορισμό του δανεισμού στους προϋπολογισμούς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κρατιδιακών κυβερνήσεων, οι προτάσεις 18 σελίδων του Λίντνερ για τη μεταβολή των πολιτικών του κυβερνητικού συνασπισμού στον ένα χρόνο που του απέμενε, που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων περικοπές προνοιακών επιδομάτων και της φορολογίας των επιχειρήσεων, περιορισμό των επιδοτήσεων στην ενέργεια και των ρυθμίσεων που σχετίζονται με το «Green New Deal», έφεραν την οριστική ρήξη.
Στα παραπάνω, φυσικά, έριξαν και ρίχνουν τη βαριά «σκιά» τους οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο γερμανικός ιμπεριαλισμός αναφορικά με τη συνεχιζόμενη υποστήριξή του στο καθεστώς Ζελένσκι στην εξελισσόμενη ιμπεριαλιστική σύγκρουση που διεξάγεται στην Ουκρανία. Η προσπάθεια του Σολτς, κατά την ομιλία του στη Μπούντεσταγκ, να πείσει ότι είναι εφικτή η υπέρβαση του διλήμματος «οικονομία ή Ουκρανία» δεν κατάφερε να πείσει κανέναν. Έχει γίνει σαφές, εξάλλου, ότι το ζήτημα του πολέμου θα βρεθεί στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης.
Οι «γκρίνιες» Γερμανών αξιωματούχων και αναλυτών για την υπερβολική στήριξη της γερμανικής οικονομίας στα -υπό συρρίκνωση- παραδοσιακά της βιομηχανικά μεγαθήρια και την υστέρησή της σε σχέση με ιμπεριαλιστές «συμμάχους» και «ανταγωνιστές» στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, επί της ουσίας έχουν να κάνουν με αυτό το θέμα και καθόλου με τον «καημό» για τις ολιγάριθμες… «νεοφυείς» επιχειρήσεις. Αυτό ήταν, επίσης, που αντανακλάστηκε με άλλο τρόπο -και αναφορικά με τις συνολικότερες αναζητήσεις για την πορεία της ΕΕ- και στην έκθεση του Ντράγκι, λίγους μήνες πριν. Τους όρους του παιχνιδιού επιχειρεί να ανατρέψει το εξαγγελθέν εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ των 100δισ., που όμως σκοντάφτει εν πολλοίς στις στρατηγικές αδυναμίες του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Οι ερμηνείες που προβάλλονται, επομένως, ότι η πολιτική κόντρα που ανέκυψε αφορούσε τακτικές κινήσεις και ελιγμούς μπροστά στη δημοσκοπική καθίζηση που αντιμετωπίζουν τόσο οι Φιλελεύθεροι όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες, προφανώς και αφορούν τριτεύουσες πτυχές του ζητήματος που έχει τεθεί για την πάλαι ποτέ ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός στην πραγματικότητα βιώνει τις συνέπειες του εξαναγκασμού του σε μια στροφή180 μοιρών από ακολουθούμενες πολιτικές δεκαετιών, που του επιβλήθηκε σαν αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του πολέμου στην Ουκρανία. Το φθηνό φυσικό αέριο που του εξασφάλιζε η στρατηγική ενεργειακή σχέση του με τη Ρωσία αποτελεί πλέον σε μεγάλο βαθμό παρελθόν. Το ίδιο ισχύει και συνολικά για την «Ostpolitik», στην οποία βάσισε την ανάδειξή του ως ηγεμονική δύναμη στο εσωτερικό της ΕΕ, με τη συνακόλουθη όλο και βαθύτερη πρόσδεσή του στο αμερικανικό άρμα σε μια αντιπαράθεση που τον «υπερβαίνει» στρατηγικά να έχει δημιουργήσει σοβαρά ερωτήματα για το προς τα πού και με ποιους βαδίζει. Το σίγουρο είναι πως έχει πλήρως συνειδητοποιηθεί από τη γερμανική άρχουσα τάξη πως ο τύπος της (μη) αντίδρασης που προκρίθηκε στα -ενορχηστρωμένα από τις ΗΠΑ- σαμποτάζ των αγωγών Nord Stream δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει γραμμή πλεύσης για μια ιμπεριαλιστική δύναμη. Πολλώ δε μάλλον όταν ένα από τα ζητούμενα είναι η διατήρηση της ηγεμονίας της εντός μιας «μετα-Brexit» ΕΕ, όπου ο γαλλικός ιμπεριαλισμός αναπτύσσει τις δικές του φιλοδοξίες και ταυτόχρονα δυναμώνουν οι φυγόκεντρες τάσεις και ομαδοποιήσεις.
Η ανάδειξη του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ ήρθε να επιτείνει το πρόβλημα και κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η χρονική της σύμπτωση με την κορύφωση της κυβερνητικής κρίσης στη Γερμανία. Το βέβαιο είναι πως έπεται ένας γύρος σκληρών εκβιασμών από την αμερικανική υπερδύναμη προς τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, τόσο σε οικονομικό -που, πέρα από τους νέους δασμούς, θα περιλαμβάνει και τις εμπορικές του σχέσεις με την Κίνα- όσο και σε γεωστρατηγικό επίπεδο.
Η δυσαρέσκεια μερίδων της άρχουσας τάξης της Γερμανίας σε σχέση με την κατάσταση που διαμορφώνουν όλα τα προηγούμενα βρίσκει διόδους έκφρασης και στην άνοδο των ποσοστών της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής για τη Γερμανία», όπως αποτυπώθηκε πολύ πρόσφατα και στις κρατιδιακές εκλογές που διενεργήθηκαν, που σίγουρα εκπροσωπεί κάτι πολύ ευρύτερο από τις τάσεις σκλήρυνσης της αντιμεταναστευτικής πολιτικής και τη συνολικότερη αντιδραστική στροφή του πολιτικού σκηνικού. Οι μαζικές συλλήψεις μελών «ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης» που ανακοινώθηκαν πριν από μερικές ημέρες από τη γερμανική ομοσπονδιακή εισαγγελία, άλλωστε, καθώς και το αίτημα βουλευτών των Χριστιανοδημοκρατών να τεθεί εκτός νόμου η «Εναλλακτική για τη Γερμανία», αποδεικνύει ότι η αντιπαράθεση εντός του γερμανικού κατεστημένου ενόψει των μεγάλων ερωτημάτων ενδέχεται να πάρει ακόμα πιο άγρια χαρακτηριστικά.
Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός έχει εισέλθει για τα καλά σε μια εποχή αστάθειας και αβεβαιότητας, με όλα τα ενδεχόμενα για το στρατηγικό του «μέλλον» να είναι ακόμα ανοιχτά. Το μόνο που μπορούμε με σιγουριά να πούμε είναι ότι τα σπασμένα της κρίσης του ήδη φορτώνονται στις πλάτες του γερμανικού λαού, ενώ βρίσκονται προ των πυλών νέα κύματα λεηλασίας των λαών των εξαρτημένων χωρών της ΕΕ.