Σκοτεινιάζει το πολιτικό-κοινωνικό τοπίο στη χώρα μας και διεθνώς. Η εργατική τάξη και οι λαοί βρίσκονται στο κατώφλι μιας νέας περιόδου, που θα σημαδευτεί από την ακόμα μεγαλύτερη ένταση της στρατηγικού χαρακτήρα επίθεσης του κεφαλαίου στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, καθώς και από την ολοένα και επιταχυνόμενη προετοιμασία των όρων για μια συνολική αναμέτρηση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Οι όροι αυτής της περιόδου -που κάθε άλλο παρά μπορεί να χωριστεί με «στεγανά» από τη σημερινή φάση, αφού εμπεριέχεται ήδη σε αυτήν- διαμορφώνονται εδώ και δεκαετίες, στη βάση της γενικευμένης κρίσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος και των αδιεξόδων που έχουν συσσωρευτεί για το σύνολο των ιμπεριαλιστικών και αστικών δυνάμεων, αλλά και για κάθε μία από αυτές ξεχωριστά. Οι αναταράξεις, επομένως, που πυροδοτεί σε διεθνές επίπεδο η εκλογή Τραμπ, ή -ακόμα ακριβέστερα- η νέα φάση της διαμάχης στο εσωτερικό της αμερικανικής υπερδύναμης για την προώθηση απαντήσεων στη σχετική αποδυνάμωσή της έναντι ανταγωνιστών και «συμμάχων», όχι μόνο δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία», αλλά, αντιθέτως, συμπυκνώνουν όλη την αντιδραστική πορεία που προηγήθηκε και, ταυτόχρονα, στρώνουν το έδαφος για την ακόμα πιο αντεργατική και αντιλαϊκή τροχιά των εξελίξεων που πρόκειται να ακολουθήσει.
Στο επίκεντρο των όσων έπονται, φυσικά, θα εξακολουθήσει να βρίσκεται η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων στον κόσμο, που πλέον έχει πάρει τη μορφή της διαρκώς εξελισσόμενης δημιουργίας των προϋποθέσεων για έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο. Και ο άδικος πόλεμος που μαίνεται στην Ουκρανία, ως διαρκής υπενθύμιση της δεσπόζουσας ενδοϊμπεριαλιστικής αντίθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας που κινεί τις εξελίξεις, δεν είναι παρά το υπ’ αριθμόν ένα αιματηρό «εργαστήριο» αυτής της διαδικασίας. Τα ακόμα φονικότερα όπλα που πρόσφατα «μπήκαν στο παιχνίδι» εκατέρωθεν, με καταλύτη την απόφαση της Δύσης για την εξαπόλυση επιθέσεων στη Ρωσία με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και τα επακόλουθα εγκαίνια του ρωσικού βαλλιστικού πυραύλου, αποτελούν -μεταξύ άλλων- και μια έμπρακτη έκφραση του πώς είναι διατεθειμένοι οι ιμπεριαλιστές να «χειριστούν» από εδώ και πέρα την πυρηνική «ισορροπία του τρόμου», που μέχρι στιγμής συνιστά έναν από τους βασικούς αποτρεπτικούς παράγοντες της παγκόσμιας ανάφλεξης. Την ίδια στιγμή, δίπλα σε αυτό το κύριο μέτωπο, προκύπτουν νέες εστίες αντιπαράθεσης, παλιές αναζωπυρώνονται, ενώ άλλες «παγώνουν» προσωρινά, για να πάρουν φωτιά στη συνέχεια.
Σε αυτό ακριβώς το σκηνικό της κρίσης και της πολεμικής όξυνσης, η ντόπια άρχουσα τάξη στροβιλίζεται μέσα στα διαρκώς εντεινόμενα αδιέξοδά της. Οι καταιγιστικές εξελίξεις στη ΝΔ, με τη διαγραφή Σαμαρά, την εμφατική παρέμβαση Καραμανλή και τις συνεχιζόμενες γκρίνιες στελεχών του κυβερνητικού κόμματος, δεν αποτυπώνουν τίποτε άλλο παρά τις έντονες ανησυχίες των ιθυνόντων για τη νέα περίοδο και τις τύχες της τάξης τους εντός αυτής. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί, τηρουμένων των αναλογιών, και για την πολυκατακερματισμένη αστική αντιπολίτευση, με το ΠΑΣΟΚ να πασχίζει να πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει τον βασικό κορμό για την κάλυψη του κενού ενός δεύτερου αστικού πολιτικού πυλώνα, την ίδια ώρα που ο Κασσελάκης ιδρύει το «φρέσκο» του κόμμα με προδιαγραφές… Ποταμιού και ο «ανανεωμένος» ΣΥΡΙΖΑ μαζεύει τα κομμάτια του και βρίσκει τη «δικαίωσή» του στα… απομνημονεύματα της Μέρκελ!
Η επίσκεψη του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Ρούτε, βέβαια, αποτέλεσε την ευκαιρία ώστε η κυβέρνηση -για λογαριασμό του συνόλου της εξαρτημένης αστικής τάξης- να επιβεβαιώσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της πολεμικής ατζέντας των αφεντικών της, που περιλαμβάνουν την ολόπλευρη στήριξη της τροφοδοσίας τόσο του ουκρανικού σφαγείου όσο και της συνεχιζόμενης γενοκτονίας του παλαιστινιακού λαού από το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει. Και αυτό συνίσταται στο ότι οι ντόπιοι κυρίαρχοι έχουν πλήρη επίγνωση ότι το βάθρο της υπόστασής τους, το «συμβόλαιο» του 1974, δηλαδή το μοίρασμα της εξάρτησης ανάμεσα σε Αμερικάνους και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, θα υποστεί στις νέες συνθήκες πρωτοφανείς αναταράξεις. Σε αυτό προστίθεται, φυσικά, και η αμερικανική απαίτηση για συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, προκειμένου να υπηρετηθεί η παραπάνω πολεμική ατζέντα, που όμως προκαλεί μια σειρά από δυσαρέσκειες, που -όσο και όπως τους επιτρέπει η εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ- εκδηλώνουν μερίδες της ντόπιας άρχουσας τάξης.
Σε αυτή την ξέφρενη αντιδραστική πορεία, οι κυρίαρχοι θέλουν τους λαούς υπάκουους και υποταγμένους, έτοιμους να δώσουν και τη ζωή τους στις ανθρωποσφαγές που εξελίσσονται και ετοιμάζονται, αφού πρώτα ξεζουμιστούν μέχρι τέλους στα εργασιακά κάτεργα. Αυτή τη γραμμή υλοποιεί στο ακέραιο και το ντόπιο πολιτικό προσωπικό. Και επειδή έχουν χάσει προ πολλού κάθε δυνατότητα να πείσουν για το «δίκαιο» αυτής της πολιτικής, επιστρατεύουν τη φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής, εξαπολύουν άγρια καταστολή, απαγορεύουν τον ανεξάρτητο ταξικό συνδικαλισμό, απειλούν τη νεολαία με αποβολές και διαγραφές, οργανώνουν σκευωρίες και προβοκάτσιες, στήνουν βιομηχανία διώξεων απέναντι σε όσους αντιστέκονται και διεκδικούν, με τα παραδείγματα των εκπαιδευτικών και των αγωνιστών που σέρνονται σε δίκη για τις κινητοποιήσεις στις 17 του Νοέμβρη και στις 6 του Δεκέμβρη την περίοδο της καραντίνας, να επιδιώκεται να αποτελέσουν εργαλεία για την ευρύτερη τρομοκράτηση του λαού και της νεολαίας.
Για άλλη μια φορά, όμως, οι τεράστιες σε όγκο διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν φέτος για το Πολυτεχνείο αποδεικνύουν ότι μέσα στον λαό είναι ολοζώντανες οι διαθέσεις αγώνα και αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής. Αντίστοιχα, η αξιόλογη μαζικότητα της απεργίας στις 20 του Νοέμβρη, αν και αναντίστοιχη με το μέγεθος των ζητημάτων που έχουν τεθεί στους εργασιακούς χώρους, κατάφερε να σπάσει το κλίμα της αδράνειας και της μοιρολατρίας που καλλιεργούν συστηματικά οι από πάνω, με τις απαραίτητες «βοήθειες» των πιστών τους εργατοπατέρων και του συνδικαλισμού της εικόνας και της υποταγής του ΠΑΜΕ.
Τα αγωνιστικά βήματα αυτά πρέπει και μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για τη συνέχεια. Κάθε δύναμη με αναφορά στο κίνημα και την Αριστερά έχει καθήκον να ευνοήσει τις διαθέσεις που έχουν εκφραστεί, παλεύοντας για την ενίσχυση της οργάνωσης των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων σε χώρους δουλειάς, γειτονιές, σχολεία και σχολές. Κόντρα στις αυταπάτες και τη λογική της συνδιαλλαγής με τον αντίπαλο, με μια γραμμή αναμέτρησης με την πολιτική της ακρίβειας, της φτώχειας και της εκμετάλλευσης. Με τη σύνδεση της πάλης για τα καθημερινά προβλήματα με την προσπάθεια οικοδόμησης αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος, σε αντιπαράθεση με τον κοσμοπολιτισμό που προσκυνάει Δύση και ΝΑΤΟ, αλλά και τη γραμμή της πρόσδεσης της πάλης στους κάθε λογής «προστάτες», που ανακαλύπτει το «αντίπαλο δέος» στα αντιμαχόμενα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα.
Κρίσιμο ζήτημα, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της απεργίας, είναι η συγκρότηση της προοπτικής των αγώνων, που θα επιτρέπει στους εργαζόμενους και τον λαό όχι μόνο να αντιλαμβάνονται πόσο μακρύς και δύσκολος είναι ο δρόμος που βρίσκεται μπροστά μας, αλλά και να χαράζουν βήματα για να τον περπατάνε. Η ενίσχυση της επαναστατικής κατεύθυνσης στο κίνημα, που μόνο στη βάση της πάλης μπορεί να υπάρξει, όλο και περισσότερο αναδεικνύεται σαν το αναγκαίο συστατικό της, για να μπορέσουν η εργατική τάξη, ο λαός και η νεολαία να ξεπεράσουν τη συσσωρευμένη «σκουριά» της ήττας του επαναστατικού-κομμουνιστικού κινήματος και να αναμετρηθούν με τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας.