Ψηφίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα ο νέος νόμος για τον κατώτατο μισθό, με 157 «ναι» και 139 «όχι». Η υπουργός Εργασίας Ν. Κεραμέως, μαζί με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, έπλεξαν το αφήγημα των κυβερνητικών «επιτυχιών» στη σχετική συζήτηση στη Βουλή. Σ’ αυτές εντάσσεται κι ο νέος νόμος για τον κατώτατο μισθό. Για την κυβέρνηση, τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ζούνε λίγο-πολύ ένα οικονομικό θαύμα. Σύμφωνα με τη Ν. Κεραμέως τα τελευταία 5,5 χρόνια:
Με αλχημείες και με «μισές αλήθειες» και ψέματα, προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους πως ζούνε σε άλλη πραγματικότητα απ’ αυτήν που πραγματικά ζουν.
Είναι πρόκληση για όποιον ζει και εργάζεται σ’ αυτόν τον τόπο τα ξεδιάντροπα ψέματα της κυβέρνησης. Είναι πρόκληση το ότι οι εργαζόμενοι με τον κατώτατο πληρώνονται με 705,96€ καθαρά και αυτό θεωρείται «επιτυχία». Την ίδια ώρα που οι τιμές στα ενοίκια, τα τρόφιμα, τα καύσιμα, το ρεύμα, συνολικά τα είδη πρώτης ανάγκης, δεν λένε να πέσουν. Αντίθετα μάλιστα, οι δραματικές εξελίξεις με βάση τον πόλεμο στην Ουκρανία προμηνύουν ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις.
Καμία στατιστική και κανένας δείκτης δεν μπορεί να κρύψει αυτή την άγρια ταξική πραγματικότητα. Κομπάζει η κυβέρνηση για την αύξηση των εργαζομένων στη νεολαία και τη μείωση της ανεργίας, όταν αυτή η αύξηση έχει προκύψει και απ’ την προσμέτρηση των νέων που εξαναγκάζονται στο επαίσχυντο μέτρο της «μαθητείας» και αμείβονται με 23,64€ καθαρό ημερομίσθιο. Στον εξαρτημένο καπιταλισμό της χώρας, άλλωστε, οι κανόνες που χρησιμοποιεί επίσημα η ΕΛΣΤΑΤ για να υπολογίζει την ανεργία, περιλαμβάνουν κάθε είδους ελαστική «απασχόληση». Ελαστική εργασία που έχει καθιερωθεί με τις ευλογίες των νομοθετών και των κυβερνήσεων, χαμηλόμισθη εργασία, επικίνδυνη εργασία. Εργασία που δεν αμείβεται και γίνεται με τους χειρότερους όρους για τους εργαζόμενους.
Ο νόμος που κατέθεσε η κυβέρνηση με τον περίφημο αλγόριθμο ο όποιος θα υπολογίζει «δίκαια» τον κατώτατο μισθό είναι άλλο ένα μέτρο το οποίο, το μόνο που «κατοχυρώνει» για τους εργαζόμενους, είναι ζωή στη φτώχεια και την ανέχεια. Είναι ένα άγριο ταξικό μέτρο το οποίο, πρώτα απ’ όλα, θεσπίζει το χτύπημα του μισθού, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, καθώς προβλέπει -ανάμεσα στα υπόλοιπα- ότι η όποια αύξηση στους δημόσιους υπαλλήλους θα είναι ισόποση με την αύξηση στον κατώτατο. Δηλαδή για όλους όσους παίρνουν κλιμάκιο μεγαλύτερο απ’ το κατώτερο εισαγωγικό, η ποσοστιαία αύξηση θα είναι ακόμα μικρότερη κι απ’ του κατώτατου.
Ο νόμος κατοχυρώνει επίσης ένα ακόμα χτύπημα στις Συλλογικές Συμβάσεις, μιας και καθορίζει ότι οι μισθοί θα συνεχίσουν να επιβάλλονται από αποφάσεις της κυβέρνησης κι όχι από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Δίνει πράσινο φως στην κυβέρνηση να κάνει πραγματικά ό,τι θέλει και να καθορίζει όπως θέλει τον κατώτατο μισθό. Ολόκληρη η διαδικασία υπολογισμού τυχόν αύξησης του κατώτατου που περιγράφει αναλυτικά ο νόμος, καταλήγει σ’ ένα αδιάφορο πρακτικά «πόρισμα»: ο εκάστοτε υπουργός απλά το λαμβάνει (όσο θέλει) «υπ’ όψη» και καταθέτει τη δική του πρόταση στο υπουργικό συμβούλιο.
Εξίσου και μετά το 2028, όταν προβλέπεται να ενεργοποιηθεί ο «συντελεστής» ο οποίος υποτίθεται πως θα εγγυάται την αύξηση του κατώτατου, αυτή η αύξηση θα είναι μόνιμα υπό αίρεση. Αυτό γιατί ο νόμος περιλαμβάνει 7 εξαιρέσεις-παρεκκλίσεις απ’ τον «κανόνα». Αρκούν οι δύο απ’ αυτές, αν δηλαδή «δεν δικαιολογείται από έκτακτες περιστάσεις» ή «ο κατώτατος μισθός υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας», για να γίνει αντιληπτό ότι η ουσιαστική αύξηση του κατώτατου θα είναι μόνιμα «μη εφικτή».
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, το ΚΚΕ επέλεξε για πολλοστή φορά να προχωρήσει σε πρόταση νόμου για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Πρόταση νόμου την οποία ανέλαβε να καταθέσει για λογαριασμό 627 σωματείων, ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων που ελέγχει το ΠΑΜΕ. Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΚΚΕ προχωράει σε μια τέτοια κίνηση. Το αντίθετο, την έχει ξανακάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι ρεφορμιστές του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ σέρνουν τα σωματεία στις κοινοβουλευτικές τους αυταπάτες και καλλιεργούν ξανά αυταπάτες στους εργαζόμενους για το πώς μπορούν να διεκδικήσουν και να κερδίσουν δικαιώματα. Δημιουργούν τη λάθος αντίληψη ότι μέσω προτάσεων νόμου και της «νόμιμης», κοινοβουλευτικής οδού, μπορούν να μπλοκάρουν την αντεργατική-αντιλαϊκή επίθεση. Ενώ παράλληλα δίνουν διαπιστευτήρια στο σύστημα ότι οι όποιες αντιδράσεις τους θα είναι μέσα σε «λελογισμένα» πλαίσια.
Με την ίδια, στην ουσία της, αντίληψη κατέθεσε και το ΠΑΣΟΚ πρόταση νόμου, με επίκεντρο την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο και τις συλλογικές συμβάσεις. Βέβαια το ΠΑΣΟΚ, ως πολιτική δύναμη που διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στα συνδικαλιστικά όργανα, έχει και τις αντίστοιχες ευθύνες για τη συμμετοχή των εκπροσώπων του σε όλα τα τραπέζια και τις επιτροπές «κοινωνικού διαλόγου» που στήνει η κυβέρνηση, ενώ κάνουν και ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν κινητοποιήσεις και συγκεντρώσεις. Τελευταία εξέλιξη η «αφωνία» των εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ μπροστά στον νόμο για τον κατώτατο, αλλά και τον προϋπολογισμό.
Το βασικό ζήτημα με βάση τη στάση των κυρίαρχων δυνάμεων και των κομμάτων που τις στηρίζουν είναι το πολιτικό κενό της διεκδίκησης συλλογικών συμβάσεων και μισθών που να καλύπτουν το κόστος της ζωής. Ένα πολιτικό κενό που, όσο δεν καλύπτεται από πρωτοβουλίες δυνάμεων κι εργαζομένων στα σωματεία σε αγωνιστική κατεύθυνση δημιουργίας όρων και κινήσεων μαζικής διεκδίκησης και αγώνα, καλύπτεται από αντιλήψεις συρσίματος πίσω απ’ την κυρίαρχη αστική και ρεφορμιστική πολιτική σαν του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ.
Μιας και ξεκινήσαμε με στατιστικά στοιχεία απ’ την κυβέρνηση, ας κλείσουμε και μ’ ένα στατιστικό το οποίο χρεώνεται στην κυβέρνηση και την αντιλαϊκή πολιτική. Με βάση την Επιθεώρηση Εργασίας, το πρώτο 6μηνο του 2024 καταγράφηκαν 7.800 εργατικά ατυχήματα. Σε 24 από αυτά, εργάτες σκοτώθηκαν επί τόπου. Οι δε πραγματικοί αριθμοί είναι επί 3 ή και επί 4, καθώς η Επιθεώρηση Εργασίας καθυστερεί περίπου δυο χρόνια να συγκεντρώσει τα στοιχεία και εκτιμάται ότι αυτά αφορούν το 1/3 με 1/4 των πραγματικών περιστατικών. Αυτή η στατιστική του τρόμου είναι που συντροφεύει κάθε εργαζόμενο στο μεροκάματο. Και το βασικό συμπέρασμα που πρέπει να βγαίνει απ’ αυτή τη στατιστική είναι ότι δουλειά και ζωή με δικαιώματα δεν νομοθετούνται, αλλά κερδίζονται στον δρόμο του αγώνα και της διεκδίκησης.