Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ είναι ένα μεγάλο γεγονός που επηρεάζει ήδη τον ρόλο, τη θέση και τα επόμενα βήματα τόσο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων -και κυρίως των ΗΠΑ και της Ρωσίας- στην περιοχή και όχι μόνο, όσο και μιας σειράς δυνάμεων (Τουρκία, Ιράν), όπως και του σιωνιστικού κράτους αλλά και των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων.
Η άκρως θεαματική προέλαση της ισλαμιστικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), που μέσα σε δέκα μέρες μπόρεσε να καταλάβει το Χαλέπι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στη χώρα, την Νταραά και την Χόμς για να προελάσει και να μπει νικήτρια στην πρωτεύουσα Δαμασκό, οδηγεί σε ορισμένες διαπιστώσεις, αλλά και εγείρει σημαντικά ερωτηματικά για την επόμενη μέρα.
Η στρατιωτική κίνηση της HTS προετοιμάστηκε σε βάθος και υποστηρίχτηκε σε εκπαίδευση, εξοπλισμό και πληροφορίες από μια ισχυρή δύναμη. Επιπλέον, και οι ισλαμιστικές δυνάμεις που κινήθηκαν στο νοτιοδυτικό μέτωπο την ίδια χρονική στιγμή χρηματοδοτούνταν επίσημα από τις ΗΠΑ και τη Δύση. Με αυτή την έννοια, δεν μας εκπλήσσουν αναφορές σε δυτικά ΜΜΕ για συνάντηση του στρατιωτικού ηγέτη της επίθεσης, Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι, τον Δεκέμβριο του 2023 με αμερικανικές και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες (κλιμάκια της CIA και της MI6). Μάλλον το αντίθετο θα μας δημιουργούσε έκπληξη, ειδικά όταν είναι γνωστή η «πλάτη» που έβαλαν οι ΗΠΑ στην άνδρωση του ISIS… Ούτε τυχαία ήταν η «επιδιόρθωση» προς το «μετριοπαθές» του προφίλ του ίδιου του Τζολάνι και της HTS, που προέρχεται από την Αλ Νούσρα, δηλαδή το παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία, σε ανύποπτο χρόνο το 2021. Αυτή η διαδικασία έχει επιταχυνθεί αυτές τις μέρες, με τη συμβολή όλων των καθεστωτικών δυτικών ΜΜΕ και με εντολή φυσικά από τη μητρόπολη (ΗΠΑ).
Οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές έτσι κι αλλιώς δεν βολεύονταν με τα δεδομένα που είχαν παραχθεί από την επέμβαση του ρωσικού ιμπεριαλισμού υπέρ του ετοιμόρροπου καθεστώτος Άσαντ τον Σεπτέμβριο του 2015, που οδήγησε στη νεκρανάστασή του. Μετά την απόσχιση του Ιράν το 1979 από την αμερικανική-δυτική επιρροή και το βάλτωμα στο Ιράκ, η επανεμφάνιση της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή μέσω του συριακού καθεστώτος ήταν ένα ακόμη σημαντικό χτύπημα στη μεγάλη επιρροή που είχαν στην περιοχή. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία πρέπει να έδωσαν τροφή για σκέψη και σχεδιασμούς. Το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις αμερικανικές εκλογές και την ανάληψη της προεδρίας από τη νέα διοίκηση Τραμπ ενεργοποίησε μηχανισμούς και επιτάχυνε κινήσεις. Άλλωστε, και τα δεδομένα που είχαν παραχθεί την τελευταία περίοδο δημιουργούσαν το έδαφος για αυτό: η Ρωσία είχε αποσύρει μια σειρά δυνάμεις από τη Συρία και εστίαζε ολοένα και πιο πολύ στο ουκρανικό μέτωπο, πετυχαίνοντας μια σειρά νίκες στο πεδίο των μαχών, ενώ φανερή ήταν η αποδυνάμωση του Ιράν και της Χεζμπολάχ από τις επιθέσεις του σιωνιστικού κράτους.
Οι πρώτες μέρες της επίθεσης των ισλαμιστών έδιναν την εντύπωση πως η όλη εξέλιξη θα χρησιμοποιούνταν σαν ένας ισχυρός αντιπερισπασμός, που θα δυσκόλευε κυρίως τη Ρωσία αλλά και το Ιράν. Τελικά, η δυναμική των πραγμάτων παρήγαγε χτύπημα στην επιρροή αλλά και το κύρος της Ρωσίας στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή και τραυμάτισε -ίσως θανάσιμα- τον «συριακό κόμβο» του λεγόμενου «Άξονα της Αντίστασης» που έχει δημιουργήσει το Ιράν στη Μέση Ανατολή. Κυρίως όμως, μέσω όλων των προηγουμένων δημιούργησε τη δυνατότητα για τις ΗΠΑ να διεκδικήσουν την επανάκτηση του στρατηγικού πλεονεκτήματος που είχαν στην περιοχή, που μένει να δούμε αν θα το κατορθώσουν ή όχι.
Η Τουρκία φυσικά και γνώριζε τις κινήσεις, μιας και είχε παρουσία και ρόλο στη βορειοανατολική Συρία, τόσο απευθείας μέσω της Συμφωνίας της Αστάνα του 2016 αλλά και των στρατευμάτων που είχε εγκαταστήσει στην περιοχή μετά από μια σειρά επεμβάσεις της στη γειτονική της χώρα, όσο και μέσω του Συριακού Εθνικού Στρατού (SAN), του οποίου είναι επίσημος υποστηρικτής, χρηματοδότης και εκπαιδευτής. Άλλωστε, την ώρα που η HTS κινούνταν προ το Χαλέπι, ο SAN άνοιγε μέτωπο νοτιότερα για αντιπερισπασμό και διευκόλυνση του κυρίως μετώπου.
Οι εξελίξεις αυτές, όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, κρύβουν ευκαιρίες αλλά και κινδύνους για την αστική τάξη της Τουρκίας. Η πτώση του Άσαντ, της δίνει μια μεγάλη ευκαιρία να καλύψει το κενό που αφήνει η αποδυνάμωση του Ιράν και της Χεζμπολάχ και έτσι να επιδιώξει να αναλάβει περιφερειακό ρόλο. Από την άλλη, με δεδομένη την παρουσία των Κούρδων του YPG και της «υποστήριξης» (δηλαδή χρησιμοποίησής τους) από τις ΗΠΑ, υπάρχει πιθανότητα να ανοίξει εκ νέου το ζήτημα της αυτονόμησης της κουρδικής περιοχής στα πρότυπα του αντίστοιχου αυτόνομου κουρδικού θύλακα στο Ιράκ, κάτι που για την αστική τάξη της Τουρκίας θίγει ζητήματα εδαφικής ακεραιότητας και «εθνικής ασφάλειας». Στη βάση της αναβάθμισης της επιρροής της στη Συρία, πιθανά θα «αιτηθεί» στην Ουάσιγκτον την εξουδετέρωση της «κουρδικής απειλής», δίνοντας ως αντάλλαγμα τις υπηρεσίες που είναι διατεθειμένη να προσφέρει. Όμως, μπορεί να διακινδυνεύσει μια ρήξη με τις ΗΠΑ, κινούμενη ενάντια στις YPG, ενόσω ισχύει η στήριξη των ΗΠΑ σ’ αυτές; Ο δεύτερος κίνδυνος αφορά το ποιες θα είναι οι επιπτώσεις που θα έχουν οι επιλογές της Τουρκίας στις ιδιόμορφες σχέσεις που διατηρεί με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Θα αφήσει η Ρωσία αναπάντητο το χτύπημα που δέχτηκε και τη συνέργεια σ’ αυτό της αστικής τάξης της Τουρκίας; Επιπλέον και μεσοπρόθεσμα, πόσο άραγε δυνατή και ικανή είναι, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί την παρουσία της στο περίπλοκο τοπίο που διαμορφώνεται στη Συρία με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει κέρδη και όχι απώλειες;
Στους κατ’ αρχήν κερδισμένους φαίνεται να είναι και το Ισραήλ, που βλέπει, όπως προαναφέραμε, έναν σημαντικό κόμβο του ιρανικού «Άξονα της Αντίστασης» να δέχεται ισχυρό χτύπημα. Όμως, και για τους σιωνιστές οι εξελίξεις στη Συρία κρύβουν μια σειρά παγίδες και κινδύνους. Πώς ακριβώς θα δρομολογηθούν οι εξελίξεις στη Συρία; Ποιοι θα είναι οι νέοι κυβερνώντες και πόσο ελεγχόμενοι θα είναι σε μια πορεία; Η εξέλιξη του Ιράκ τις τελευταίες δυόμιση δεκαετίες είναι αρκετά διδακτική (από την ανάποδη) όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για το ίδιο το Ισραήλ. Άλλωστε, γι’ αυτό οι σιωνιστές αναβάθμισαν την εργαλειακή υποστήριξη των Κούρδων (διαδικασία που έχει τις ρίζες της στα χρόνια του Οτσαλάν) στη λογική μιας κρίσιμης σφήνας ενάντια στο Ιράν αλλά και στην Τουρκία. Όσο για τις πολύ πρόσφατες επιθετικές κινήσεις του σιωνιστικού στρατού μέσα στο έδαφος της Συρίας και τους βομβαρδισμούς βάσεων του συριακού στρατού που στόχευαν κυρίως την αεράμυνα της Συρίας, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε δύο πράγματα. Οι σιωνιστές θέλουν να καταστήσουν ακόμα πιο ανίσχυρη την «αυριανή» Συρία και δεύτερον, πως οι κινήσεις τους ήταν σε πλήρη γνώση και στήριξη των ΗΠΑ. Οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές έχουν κάθε λόγο να «κοντύνουν» ακόμα περισσότερο τις περιορισμένες αμυντικές και γενικότερα στρατιωτικές δυνατότητες της Συρίας, ώστε αυτοί που θα την κυβερνήσουν να μπορούν να ελεγχθούν ευκολότερα και να είναι ευάλωτοι σε πιέσεις και εκβιασμούς.
Στους κατ’ αρχήν χαμένους της όλης εξέλιξης είναι φυσικά η Ρωσία και το Ιράν. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, με την εστίασή του στον πόλεμο στην Ουκρανία, διαπίστωσε όταν ξεκίνησε η ιστορία στη Συρία, πως δεν προλαβαίνει να δώσει δυνάμεις για τη στήριξη του καθεστώτος. «Απέσυρε» τις δυνάμεις του (όπως έκανε και το Ιράν), θεωρώντας πως θα είχε μόνο απώλειες, χωρίς από την άλλη να μπορέσει να αλλάξει τη ροή των γεγονότων, που ήταν πολύ ραγδαία. Παράλληλα, κινήθηκε παρασκηνιακά και με τα κανάλια που απευθείας διαθέτει με τις δυνάμεις της HTS, για να δει τις προθέσεις της άλλης πλευράς.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν οι διαρροές που τώρα έρχονται στο φως της δημοσιότητας και αφορούν τη δυσαρέσκεια της Μόσχας αλλά και της Τεχεράνης για την άρνηση του Άσαντ να μπει σε μια διαδικασία συζητήσεων με τη «νόμιμη αντιπολίτευση» είναι μόνο το φύλο συκής, για να καλύψει ο ρώσικος ιμπεριαλισμός την αδυναμία στήριξης του καθεστώτος Άσαντ ή αφορούν και πραγματικές προσπάθειες της Ρωσίας να λύσει εκκρεμότητες, πριν λυθούν με άλλο τρόπο. Πάντως και ο Ερντογάν έχει αναφερθεί επανειλημμένα στο ίδιο ζήτημα. Επιπλέον, είναι φανερό πως η Ρωσία επιδίωξε και πίεσε τον Άσαντ, που τρέπονταν σε φυγή, να γίνει μια «ομαλή μεταβίβαση» της εξουσίας.
Για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, που βλέπει την επιρροή του στη Συρία να περιορίζεται και το κύρος του ως ιμπεριαλιστή να χτυπιέται, στη νέα φάση που ανοίγεται προέχει η υπεράσπιση των δύο βάσεών του στη Συρία: της αεροπορικής βάσης στο Χμειμίμ και κυρίως της ναυτικής βάσης στην Ταρτούς στην επαρχία της Λαττάκειας. Μπορεί να έχουν πάρει διαβεβαιώσεις από την ηγεσία της HTS πως οι βάσεις τους δεν θα πειραχτούν, αλλά όπως υπογράμμισε και ο Πεσκόφ, πρέπει να περιμένουμε. Η απώλεια της ναυτικής βάσης της Ταρτούς, της μοναδικής βάσης της Ρωσίας στη Μεσόγειο, που της δίνει τη δυνατότητα να μην κρατά τον πολεμικό της στόλο εγκλωβισμένο στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και να κάνει, μέσω αυτής, προβολή ισχύος στην ευρύτερη περιοχή, θα είναι ένα σημαντικό χτύπημα στις ιμπεριαλιστικές της επιδιώξεις. Και δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές εργάζονται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι πολύ νωρίς για να μπορούμε να μιλήσουμε για το πώς θα διαμορφωθεί η «επόμενη μέρα» στη Συρία και στη Μέση Ανατολή. Η κατάρρευση του καθεστώτος και του στρατού του σε μόλις δέκα μέρες δείχνει πόσο κούφιο, από άποψη κοινωνικής συνοχής αλλά και νομιμοποίησης, ήταν το καθεστώς Άσαντ. Το κοινωνικό σώμα της άλλοτε κοσμικής Συρίας, μετά από τις χρόνιες επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών της δύσης και της Ρωσίας, μετά από την ενίσχυση των θρησκευτικών φανατισμών και διαιρέσεων, δείχνει κατακερματισμένο όσο ποτέ άλλοτε. Η σύγκρουση των ιμπεριαλιστών για το ποιοι, πόσο και ποιο τμήμα της θα ελέγχουν, είναι σίγουρο ότι θα αγριέψει το επόμενο διάστημα. Σε συνδυασμό με αυτό, πολλά είναι τα βραχυκυκλώματα που μπορούν να προκύψουν με τις ήδη επιθετικές κινήσεις δυνάμεων όπως η Τουρκία και το Ισραήλ, ενώ και το Ιράν θα δει τι μπορεί να κάνει, για να σώσει επιρροή και ρόλο στη χώρα. Τα υπόλοιπα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα, από τη μια επίσημα δείχνουν να περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση και παράλληλα έχουν ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς και τα κανάλια επιρροής που διαθέτουν μέσα στη Συρία, για να επηρεάσουν ό,τι μπορούν προς δικό τους όφελος. Συνολικότερα, πρέπει να δουν τις κινήσεις τους και τις επιλογές τους, σε ένα τοπίο με την επιρροή της Ρωσίας και του Ιράν να έχει περιοριστεί.
Μπορεί άραγε σε ένα τέτοιο ναρκοθετημένο πεδίο, μια ετερόκλητη συμμαχία αντιδραστικών, όπως αυτή που πάει να συμπτυχθεί μεταξύ ισλαμιστών και τμημάτων του παλιού καθεστώτος, με επίσης ετερόκλητες και αντιτιθέμενες εξαρτήσεις, επιρροές και επιδιώξεις, να διατηρήσει τη συνοχή και την υπόσταση της Συρίας ως χώρας; Πολύ περισσότερο, είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι με αντιδραστικά και ιμπεριαλιστικά υλικά μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για να τερματιστεί η περιδίνηση αυτού του πολύπαθου λαού;