(του Σ.Σ.)
Η δεκαετία του ’40 στην Ελλάδα σημαδεύτηκε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Ο Δεκέμβρης του ’44 δεν ήταν απλώς ένα ακόμη επεισόδιο στη σειρά των γεγονότων. Ήταν μια κεντρική σύγκρουση, μια αναμέτρηση δύο κόσμων, μια αντιπαράθεση με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά και αποτέλεσε την κλιμάκωση και την κορύφωση των αντιθέσεων που είχαν αναδειχθεί στην ελληνική κοινωνία σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν, τελικά, μια ανοιχτή ιμπεριαλιστική επέμβαση, που είχε ως στόχο τη διατήρηση της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και της κυριαρχίας του αγγλικού στέμματος στη μεταπολεμική εποχή.
Η εξέλιξη της Αντίστασης στη χώρα μας, με τις νίκες του ΕΛΑΣ σε όλη σχεδόν την έκτασή της, η απελευθέρωση της υπαίθρου, η ίδρυση της ΠΕΕΑ και η εγκαθίδρυση λαϊκής εξουσίας στις απελευθερωμένες περιοχές, το ρωμαλέο κίνημα που αναπτύχθηκε στις μεγάλες πόλεις με απεργίες και διαδηλώσεις αλλά και η σοβαρή πιθανότητα να κερδηθεί γενικότερα η εξουσία από τις λαϊκές δυνάμεις ακόμα και στην Αθήνα ήταν οι αιτίες που επιτάχυναν τις κινήσεις του αγγλικού ιμπεριαλισμού και των Ελλήνων υποτακτικών του. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα η λήξη του πολέμου να βρει την Ελλάδα έξω από την επιρροή τους και με ένα λαϊκό καθεστώς. Ανεξάρτητα από τις αμφιταλαντεύσεις και τη συμβιβαστική στάση της ηγεσίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, η δυναμική που είχε αναπτυχθεί μέσα στον πλατύ κόσμο του αγώνα ήταν τέτοια που δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί οποιαδήποτε εξέλιξη.
Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη και η διαφαινόμενη συντριβή της χιτλερικής Γερμανίας από τη Σοβιετική Ένωση ήταν ένας ακόμα παράγοντας που τρόμαζε τους Άγγλους και την ελληνική αστική τάξη είτε τη μερίδα της που συνεργάστηκε με τον κατακτητή (μαυραγορίτες, δωσίλογοι) είτε αυτήν που από τις πρώτες μέρες επέλεξε τη φυγή στη σιγουριά της Μέσης Ανατολής.
Αυτοί ήταν και οι λόγοι που οι Άγγλοι και η λεγόμενη «Εξόριστη Κυβέρνηση» αναγκάστηκαν να αποδεχθούν ως βασικούς συνομιλητές τους εκπροσώπους του ΕΑΜ και να αποσπάσουν τελικά πολλές υποχωρήσεις από τη μεριά τους στον Λίβανο και την Καζέρτα. Η συμφωνία για συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν το πρώτο βήμα και ακολούθησε η ανοιχτή επέμβαση του Άγγλου στρατηγού Σκόμπυ -κάτω από τις διαταγές του οποίου τέθηκε ο ΕΛΑΣ- και τελικά η απαίτηση για διάλυση του ΕΛΑΣ. Δεν ήταν τυχαίο που η πρώτη διαταγή του νέου γκαουλάιτερ ήταν η απαγόρευση εισόδου του ΕΛΑΣ μέσα στην Αθήνα.
Ο επανεξοπλισμός των Ταγματασφαλιτών που είχαν συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ για να υπηρετήσουν αυτή τη φορά τους νέους ιδιοκτήτες της χώρας ήταν το φυσικό επακόλουθο μιας μεθόδευσης που ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, όταν οι Άγγλοι αντιλήφθηκαν ότι μέσα στην Ελλάδα δεν υπήρχε άλλος αξιόμαχος στρατός πέρα από τον ΕΛΑΣ. Οι ομολογίες πολλών Ταγματασφαλιτών στις δίκες των δωσίλογων ήταν αποκαλυπτικές για τις συνεργασία των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών με τους Γερμανούς. Άλλωστε, μετά από μερικά χρόνια, έγινε γνωστή και η συμφωνία Τσόρτσιλ-Χίτλερ τον Αύγουστο του 1944 στη Λισαβόνα για την ασφαλή αποχώρηση των Ναζί από την Ελλάδα (συνέντευξη Α. Σπέερ, εφημ. ΒΗΜΑ, 1976).
Η μεγαλύτερη απόδειξη για τον ρόλο που επιφύλασσε η κυβέρνηση Παπανδρέου και οι Άγγλοι για τους Ταγματασφαλίτες είναι το γεγονός ότι οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας που συνέλαβε ο Βελουχιώτης στην Πελοπόννησο τον Σεπτέμβρη του ’44, με παρέμβαση του Π. Κανελλόπουλου, κλείστηκαν σε στρατόπεδα για να προστατευτούν ή μεταφέρθηκαν μαζί με τον εξοπλισμό τους στο Γουδή και μετά απελευθερώθηκαν, για να επανεξοπλιστούν τον Δεκέμβρη από τους Άγγλους.
Η παραίτηση των υπουργών του ΕΑΜ από την κυβέρνηση στα τέλη Νοέμβρη και το πολύνεκρο χτύπημα της τεράστιας διαδήλωσης με το σύνθημα «ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΚΑΤΟΧΗ» την 3η Δεκέμβρη του 1944 ήταν η αρχή της αγγλικής στρατιωτικής επέμβασης αλλά και της μεγαλειώδους μάχης που έδωσε ο ΕΛΑΣ της Αθήνας μαζί με τον αθηναϊκό λαό ενάντια σε θεούς και δαίμονες. Δεκάδες χιλιάδες Βρετανοί στρατιώτες, Ταγματασφαλίτες που απελευθερώθηκαν, ο Ιερός Λόχος, η Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι που ήρθε από την Ιταλία, ένοπλες βασιλικές οργανώσεις, τεθωρακισμένα του βρετανικού στρατού και η βρετανική αεροπορία που βομβάρδιζε ολόκληρες συνοικίες δεν στάθηκαν ικανά να λυγίσουν τον λαό της πόλης, που για πολλές μέρες την είχε σχεδόν όλη υπό τον έλεγχό του. Μόνο η έλλειψη πυρομαχικών και ανεφοδιασμού σε συνδυασμό με τη λαθεμένη επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ να μείνουν μακριά από τα πεδία των μαχών οι δυνάμεις του τακτικού ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στις παρυφές της Αθήνας έγειρε καθοριστικά τη ζυγαριά υπέρ των Άγγλων.
Η συμφωνία της Βάρκιζας επισφράγισε τις 33 μέρες που διήρκεσε η μάχη του Δεκέμβρη, για να ακολουθήσει μια περίοδος λευκής τρομοκρατίας σε όλη τη χώρα, με τον ελληνικό λαό να ματώνει καθημερινά. Δεν έμενε άλλη επιλογή πλέον από τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΔΣΕ.
…έγραφε το πανό του ΕΑΜ, στη μεγάλη διαδήλωση του Δεκέμβρη του ’44, που πέρασε, τελικά, στην ιστορία. Το σύνθημα του πανό αυτού αποτύπωνε την ίδια την πραγματικότητα στην οποία οδηγούνταν, αναγκαστικά, η αντιπαράθεση ανάμεσα στο μεγαλειώδες ένοπλο λαϊκό κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, από τη μία, και τους Εγγλέζους ιμπεριαλιστές και τη ντόπια αντίδραση, από την άλλη, αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας απ’ τους Γερμανούς ναζί. Μια πραγματικότητα που επιβεβαίωσε, στη χώρα μας, τη βασική μαρξιστική θέση, πως η απελευθέρωση του εργαζόμενου λαού, των καταπιεσμένων, των φτωχών, απ’ τα δεσμά της καταπίεσης και εκμετάλλευσης της κυρίαρχης τάξης, μπορεί να γίνει μόνο με την ένοπλη λαϊκή επανάσταση και τη συντριβή του κράτους και των μηχανισμών της τάξης αυτής. Μια θέση που για την εξαρτημένη απ’ τους ιμπεριαλιστές χώρα μας -τότε, όπως και τώρα- ίσχυε πολλαπλά. Όταν, μάλιστα, την αστική αυτή τάξη την έσωσαν τα τανκς και τα κανόνια των Εγγλέζων, των τότε επικυρίαρχων, πριν τους διαδεχθούν οι Αμερικάνοι. Μια αστική τάξη της οποίας οι «εκπρόσωποι», είτε συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς ναζί, είτε «την έκαναν» στο Κάιρο, είτε διατηρούσαν σ’ όλο το διάστημα της ναζιστικής κατοχής, πολύπλευρους δεσμούς και σχέσεις με τους Άγγλους (ακόμα κι αυτοί, οι αστοί αντιφασίστες, που συμμετείχαν στην ηγεσία του ΕΑΜ, σαν τον Σβώλο ή τον Τσιριμώκο). Η ένοπλη σύγκρουση του λαού με τους αντιδραστικούς και τους Άγγλους ιμπεριαλιστές μετά την απελευθέρωση ήταν αναπόφευκτη. Αυτό ήταν που «δεν είδε», που «υποτίμησε», που «απέφευγε» η ηγεσία του ΚΚΕ όλη την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, με όποιες ολέθριες για τον λαό και το μεγαλειώδες ΕΑΜικό κίνημα, συνέπειες, γέννησε. Γιατί όταν, αναγκαστικά, έφτασε στη σύγκρουση αυτή, τον Δεκέμβρη του ’44, αλλά και στη συνέχεια (ξεκινώντας, όμως, από ανάγκες αυτοάμυνας), οι Βρετανοί κι οι αντιδραστικοί είχαν κατορθώσει να ενισχύσουν σοβαρά τη θέση τους, καθορίζοντας τις εξελίξεις. Προσεγγίζοντας εκείνη την περίοδο, θα ήταν, ίσως, σωστότερο να μην σταθούμε σε κριτικές προσώπων (γραμμή Σιάντου-Ιωαννίδη, στάση άλλων επώνυμων στελεχών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, μετέπειτα αντιφάσεις του Ζαχαριάδη) -που έχουν, βέβαια, την ιστορική πλέον σημασία τους- αλλά σε κριτικές αντιλήψεων και γραμμών. Και κύρια, στη γραμμή πως μετά την απελευθέρωση (που κερδήθηκε απ’ τον λαό, με αίμα, με θυσίες και με τα όπλα) έπρεπε να επιτευχθεί η λεγόμενη «εθνική ενότητα» και με τις αστικές (και αγγλόφιλες) δυνάμεις κι όπου με τη διεξαγωγή ελευθέρων εκλογών θα προχωρούσε «ειρηνικά», ακόμα και στη «λύση του πολιτειακού» (!), και πολύ περισσότερο, στην κατάκτηση της Λαϊκής Δημοκρατίας. «Η ουσία της γραμμής αυτής ήταν πως το ΚΚΕ δεν έβαζε ζήτημα κατάληψης της εξουσίας, δηλαδή ζήτημα πραγματοποίησης μιας λαϊκής επανάστασης στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά επιζητούσε να δημιουργήσει μετα-απελευθερωτικές συνθήκες που να του επέτρεπαν ώστε “ειρηνικά”, με βάση μια “δημοκρατική εκλογική διαδικασία”, να διεκδικήσει την εξουσία (;) από τα αστικά κόμματα». (Θέσεις της ΚΕ της ΟΜΛΕ για τα 56 χρόνια ΚΚΕ, 1975). Κι όλα αυτά, παρά το γεγονός πως όσο εξελίσσονταν τα γεγονότα, τόσο γινόταν ακόμα πιο καθαρές οι επιδιώξεις των Άγγλων ιμπεριαλιστών για την Ελλάδα, με τη φανερά εχθρική τους στάση απέναντι στη συγκρότηση της κυβέρνησης του βουνού, την Π.Ε.Ε.Α., με τη στάση τους απέναντι στο κίνημα της Μέσης Ανατολής (Μάρτης ’44), με τις έξαλλες εντολές του Τσώρτσιλ ενάντια στο ΕΑΜ, με τη συμφωνία του Λιβάνου (Μάης ’44), της Καζέρτας (Σεπτέμβρης ’44) και τελικά με τη Βάρκιζα (Φλεβάρης ’45), μετά τον Δεκέμβρη.
Η στάση αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα μιας συνειδητής ρεφορμιστικής-ρεβιζιονιστικής γραμμής και φύσης, όπως ισχύει για το σημερινό ΚΚΕ, που προέκυψε μια δεκαετία μετά απ’ τη βίαιη διάλυση του επαναστατικού ΚΚΕ. Αλλά είχε ως αφετηρία την πεποίθηση πως «δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους Άγγλους», πως «δεν μπορούμε να νικήσουμε την Αγγλία», πως τα στρατηγικά τους συμφέροντα δεν θα επέτρεπαν στο ΚΚΕ να έρθει στην εξουσία. Ίσως για τον λόγο αυτό «περίμεναν» και τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης, στο πλαίσιο της αντιχιτλερικής συμμαχίας, αντί να ρίξουν το βάρος στη στήριξη στις δυνάμεις του λαού. Η στάση αυτή εκφράζονταν συχνά-πυκνά, ανοιχτά, από ηγετικά στελέχη. Ταυτόχρονα (και σχετίζεται με τα προηγούμενα) οφείλονταν στην υποτίμηση του ρόλου του ξένου παράγοντα. Στη θεώρηση, ίσως, πως μπροστά στην… «τριχοτόμηση» -ας χρησιμοποιήσουμε καταχρηστικά τον όρο αυτό- της ντόπιας αστικής τάξης (αυτούς που πήγαν με τους κατακτητές, αυτούς που έφυγαν απ’ τη χώρα κι αυτούς που έμειναν στη χώρα και πολέμησαν, αλλά ήταν… «φιλικοί» προς τους Άγγλους), μπροστά στην κατάσταση του κρατικού μηχανισμού, στον ανύπαρκτο αστικό στρατό, στην ύπαρξη του ΕΛΑΣ, στη συσπείρωση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού γύρω απ’ το ΕΑΜ, στην ύπαρξη απελευθερωμένων περιοχών, θα μπορούσε να υπάρξει μιας μορφής «ειρηνική εξέλιξη». Αυτό με τη σειρά του γέννησε μια σειρά δεξιές οπορτουνιστικές αυταπάτες, επιλογές και πράξεις στην ηγεσία ενός επαναστατικού κόμματος, την περίοδο του αντιχιτλερικού αγώνα. Βλέπετε, δεν είχε κυριαρχήσει ακόμα η γραμμή του «ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό» των χρουστσωφικών και των μετέπειτα, ενώ οι παλιοί θιασώτες της κατεύθυνσης αυτής -η Β’ Διεθνής- είχαν χρεωκοπήσει, μετά την πολεμική του Λένιν και των Μπολσεβίκων και άλλων κομμουνιστών, μετά τον Οκτώβρη και την Τρίτη Διεθνή.
Όλα αυτά δεν αναιρούν τον ηρωισμό του λαού και των κομμουνιστών στον Κόκκινο Δεκέμβρη και στη συνέχεια, τον τιτάνιο αγώνα που έκαναν για τη λευτεριά του λαού. Αντίθετα, πρέπει να αποτελούν διδάγματα για την «από εδώ πλευρά», αυτή του λαού, της Ανεξαρτησίας και του Σοσιαλισμού.
Η μάχη της Αθήνας, η Εθνική Αντίσταση και ο Εμφύλιος σηματοδοτούν, με έναν ενιαίο τρόπο, τη μεγάλη δεκαετία του 1940. Την περίοδο εκείνη, η εργατική τάξη και ο λαός με μπροστάρη το ΚΚΕ, μέσα από την εποποιία της ένοπλης Αντίστασης, συγκροτήθηκαν σε εκείνο το επίπεδο, ώστε να τίθεται με όρους νίκης το ζήτημα της ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ θα μπορούσαν άνετα να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, πριν ακόμη έλθουν στην Ελλάδα οι βρετανικές δυνάμεις, αφού άλλωστε αυτοί με τον ΕΛΑΣ είχαν στην ουσία απελευθερώσει τη χώρα.
Όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ επιδίωξε τον ρόλο του συνδιαμορφωτή των πολιτικών εξελίξεων με τον Αγγλικό ιμπεριαλισμό, σαν ένα είδος δυαρχίας, έχοντας στο πλευρό της τον ελληνικό λαό και την ισχύ του ΕΛΑΣ, αλλά χωρίς να θέλει να χρησιμοποιήσει αποφασιστικά αυτή την ισχύ, αυταπατώμενη ότι οι Εγγλέζοι θα αποδεχτούν την προσφορά της για μια ομαλή πολιτική πορεία.
Η ηγεσία λοιπόν του ΚΚΕ (Γ. Σιάντος, Γ. Ιωαννίδης) σύρθηκε στη μάχη του Δεκέμβρη χωρίς καμιά στρατιωτική προετοιμασία και κυρίως, χωρίς πολιτική βούληση να την κερδίσει. Χωρίς να θεωρεί εφικτή την κατάκτηση της εξουσίας και με την πεποίθηση ότι ο Αγγλικός ιμπεριαλισμός είναι ανίκητος («δεν μπορούμε ούτε να το σκεφτούμε πως θα τα βάλουμε με τους Άγγλους», δήλωνε ο Γ. Σιάντος).
Μ’ αυτή την αντίληψη επιδίωξε την «εθνική ενότητα», αναθέτοντας την ηγεσία της κυβέρνησης του βουνού (ΠΕΕΑ) τους αγγλόφιλους αστούς πολιτικούς Σβώλο και Τσιριμώκο και υπογράφοντας τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας (Μάρτης και Σεπτέμβρης 1944), υποτάσσοντας το ΕΑΜικό κίνημα στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και στους Άγγλους και παραδίδοντας τον ΕΛΑΣ στα χέρια του Σκόμπυ, που αναγορεύεται ως «Στρατηγός Διοικών τας Δυνάμεις εν Ελλάδι». Μ’ αυτή την αντίληψη υποδέχθηκε τον Παπανδρέου και τους Άγγλους στην απελευθερωμένη (από τον ΕΛΑΣ) Αθήνα, για να εισπράξει άμεσα τα αντιδραστικά τους σχέδια.
Με μια τέτοια πολιτική γραμμή, είναι «φυσιολογικό» να μην γίνουν και οι απαραίτητες στρατιωτικές ενέργειες για τη σύγκρουση που όλοι κατανοούσαν ότι έρχεται. Γνώριζαν πολύ καλά οι ιμπεριαλιστές και η ντόπια αντίδραση ότι και με τις πιο στοιχειώδεις εγγυήσεις εξασφάλισης της λαϊκής βούλησης, θα έπαιρναν δρόμο από τη χώρα. Γι’ αυτό και δεν δίστασαν μπροστά σε τίποτα, προκειμένου να αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ, να υποταχθεί το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και να ανοίξει ελεύθερο το πεδίο της τρομοκράτησης και της υποδούλωσης του λαού. Το είχαν δείξει άλλωστε πολύ καθαρά με την καταστολή του αντιφασιστικού κινήματος στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής την άνοιξη του 1944, με την επέμβαση στη Σάμο ενάντια στον ΕΛΑΣ το 1943, με τις ραδιουργίες της βρετανικής αποστολής στην Πελοπόννησο κ.λπ. Μόνο η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ήθελε να το δει...
Στις 9 Νοέμβρη 1944, ο Θ. Μακρίδης (Έκτορας), ο πιο σημαντικός επιτελικός αξιωματικός του ΚΚΕ, έστειλε τηλεγράφημα στο ΠΓ του ΚΚΕ επαναλαμβάνοντας αυτό που και παλιότερα υποστήριζε: «Η λύση θα είναι βίαιη και όχι κοινοβουλευτική. Η ελληνική αντίδραση θα επιχειρήσει πραξικόπημα κατά το Δεκέμβριο του 1944 ή τον Ιανουάριο του 1945. Είναι λίαν ενδεχόμενη βρετανική ένοπλος επέμβασις».
Ωστόσο το ΠΓ ούτε και τότε πήρε κάποια μέτρα, αντίθετα απομάκρυνε το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ (Μακρίδης, Σαράφης, Βελουχιώτης) από την Αττική, στέλνοντας τον Άρη στην Ήπειρο σε μια δευτερεύουσα αποστολή εξουδετέρωσης του ΕΔΕΣ. Ούτε φυσικά έβγαλε από τα συρτάρια το σχεδιάγραμμα υπεράσπισης της Αθήνας και του Πειραιά που είχε συντάξει ο Μακρίδης το 1943. Και αντί να επικεντρωθεί στον έλεγχο του κέντρου της Αθήνας, όπως προέβλεπε το σχέδιο, περιορίστηκε σε περιφερειακές συγκρούσεις, ενώ δεν έδωσε ποτέ εντολή στην 3η μεραρχία του ΕΛΑΣ της Πελοποννήσου να εμποδίσει βρετανικές ενισχύσεις να έρθουν στην Αθήνα.
Αλλά και στη συνέχεια και παρά την ήττα του Δεκέμβρη, οι όροι για μια ένοπλη εξέγερση ήταν ευνοϊκοί για τον λαό, που έβλεπε μπροστά του μια «νέα κατοχή». Αντ’ αυτού ήρθε η Βάρκιζα (12 Φλεβάρη 1945) και ο ατιμωτικός αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, η παράδοση δηλαδή των αγωνιστών και των λαϊκών μαζών που απελευθέρωσαν την Ελλάδα στα χέρια της αντίδρασης, των δοσίλογων, των ταγματασφαλιτών και των Εγγλέζων επικυρίαρχων. Και όλα αυτά για να μην «εκτεθεί ο Σβώλος και το κύρος του» (Γ. Ιωαννίδης), ή, στην περίπτωση της συμφωνίας του Λιβάνου, «εφ’ όσον βάλαμε την υπογραφή μας, θα την σεβαστούμε» (Γ. Σιάντος).
Φυσικά αυτά ήταν τα προσχήματα. Η μάχη του Δεκέμβρη χάθηκε επειδή η ηγεσία του ΚΚΕ εκείνης της περιόδου αποδείχτηκε πολύ κατώτερη των επαναστατικών διαθέσεων και δυνατοτήτων του λαού. Επειδή δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στις λαϊκές δυνάμεις και στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής και ακολούθησε μια οπορτουνιστική γραμμή συμβιβασμού απέναντι στην αντίδραση και κυρίως απέναντι στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό.
(του Δ.Π.)
Από τον Νοέμβριο του 1953, όταν εκδόθηκε αρχικά στις ΗΠΑ ο έκτος τόμος από τα απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η λεγόμενη «συμφωνία των ποσοστών» ή αλλιώτικα το μοίρασμα των Βαλκανίων, που σύμφωνα με τον Άγγλο πρωθυπουργό έγινε ανάμεσα σε αυτόν και τον Στάλιν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944, αποτελεί βασικό ερμηνευτικό σχήμα για την αστική άλλα και για μια «αριστερή» ιστοριογραφία. Επίσης, αποτελεί προσφιλές επιχείρημα για την αντικομουνιστική προπαγάνδα, αλλά και για όσους από την αριστερά διαπίστωσαν εκ των υστέρων τη ματαιότητα των λαϊκών επαναστατικών αγώνων για την ανατροπή του αστικού καθεστώτος και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.
Στο χαρτάκι του Τσόρτσιλ -που για λόγους εντυπωσιασμού έγινε χαρτοπετσέτα- το οποίο αποτελούσε για πολύ καιρό το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια τα σοβιετικά πρακτικά των συζητήσεων που έγιναν στη Μόσχα στο διάστημα 9 με 18 Οκτωβρίου 1944, γνωστή και ως Τέταρτη Συνάντηση. Σε αυτά επιβεβαιώνονται αλλά και ανατρέπονται αρκετά από όσα θεωρούνταν σίγουρα με βάση τους ισχυρισμούς του Τσόρτσιλ. Επιβεβαιώνεται πως έγιναν συζητήσεις και ανταλλαγή απόψεων και θέσεων σχετικά με τις στρατιωτικές εξελίξεις και τη διαμόρφωση της μεταπολεμικής κατάστασης για την Πολωνία, τη Γερμανία, τα Βαλκάνια, τα Στενά, το μέτωπο στην Άπω Ανατολή κ.λπ. Την πρωτοβουλία της επίσκεψης είχε ο Τσόρτσιλ, ο οποίος βρισκόμενος υπό πίεση από τις συνεχείς επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού ήθελε να προλάβει δυσμενέστερες εξελίξεις ιδιαίτερα στα Βαλκάνια. Η σοβιετική πλευρά μπήκε στις συζητήσεις ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής πως αυτές θα ήταν προκαταρτικές και πως θα έπρεπε να ολοκληρωθούν οπωσδήποτε με τη συμμετοχή και των Αμερικανών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έγινε σαφές πως ο Τσόρτσιλ δεν εξέφραζε κάποια αγγλο-αμερικάνικη συμφωνία σχετικά με αυτά τα ζητήματα, μετά το δεύτερο Κεμπέκ τον Σεπτέμβρη του 1944. Από την άλλη, πουθενά δεν προκύπτει πως υπήρξε κάποια πολιτική συμφωνία, πολύ περισσότερο αυτή να μιλά για ποσοστά και οριστικές διευθετήσεις. Σε ορισμένα ζητήματα, μάλιστα, οι ιδέες που ανταλλάχτηκαν δεν είχαν καμιά σχέση με όσα συνέβησαν αργότερα (π.χ. Γερμανία). Αλλά και η διαβόητη ποσόστωση δεν επαληθεύτηκε πλήρως, ενώ «ξεχάστηκε» παραδόξως η Αλβανία! Οι Σοβιετικοί διατύπωσαν τις βασικές τους θέσεις για τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης, σε συνάρτηση με τη δική τους μελλοντική ασφάλεια, ιδιαίτερα την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Οι σοβιετικές θέσεις ήταν από καιρό γνωστές. Δεν μπορούσαν να δεχθούν στα δυτικά σύνορά τους εχθρικά καθεστώτα/κράτη, από το έδαφος των οποίων θα μπορούσε να επαναληφθεί στο μέλλον μια επίθεση εναντίον τους. Είτε αναφέρονταν ρητά είτε όχι στη διάρκεια των συζητήσεων, αυτές διεξάγονταν υπό το βάρος των ραγδαίων εξελίξεων στα μέτωπα του πολέμου. Ο Κόκκινος Στρατός είχε καταλάβει ήδη τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, είχε εισέλθει στη Γιουγκοσλαβία και μαζί με τους παρτιζάνους του Τίτο μάχονταν για την ολοκληρωτική απελευθέρωσή της. Οι σοβιετικοί επίσης πολεμούσαν ήδη στην ανατολική Ουγγαρία και προχωρούσαν προς τη Βουδαπέστη (σε λίγες ημέρες θα ξεκινούσε η πολιορκία της). Δεν υπήρξε κάποια συμφωνία, γιατί ήδη οι στρατιωτικές εξελίξεις είχαν προλάβει να δημιουργήσουν αρκετούς από τους όρους της μεταπολεμικής κατάστασης σε αυτές τις χώρες.
Η ελληνική περίπτωση κατανάλωσε ελάχιστο χρόνο. Είναι αξιοσημείωτο πως στην επίσημη ανακοίνωση δεν υπάρχει λέξη για την Ελλάδα, ενώ υπάρχει για Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία. Υπήρξε πράγματι η αναφορά εκ μέρους των Σοβιετικών πως τους είναι κατανοητό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Βρετανίας για τη χώρα, σε συνδυασμό με τις ανάγκες για τους ναυτικούς δρόμους στην ανατολική Μεσόγειο και -στον βαθμό που τα δημοσιευμένα πρακτικά ανταποκρίνονται πλήρως στα λεχθέντα- η έκφραση πως η Αγγλία θα πρέπει να έχει το δικαίωμα αποφασιστικού ρόλου στην Ελλάδα. Ούτε όμως αυτό ήταν καινούριο δεδομένο. Από καιρό η σοβιετική ηγεσία είχε τον προσανατολισμό να μην αναμιχθεί στην ελληνική περίπτωση, έβλεπε θετικά τη συμμετοχή του ΕΑΜ στη λεγόμενη κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Παπανδρέου, είχε αναγνωρίσει την κυβέρνηση Τσουδερού στο Κάιρο, δεν άλλαξε αυτή τη στάση ούτε όταν ιδρύθηκε η ΠΕΕΑ, είχε συμφωνήσει στην αποστολή Άγγλων στρατιωτών κατά την αποχώρηση των Γερμανών κ.λπ. Η στάση της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο ενός αναγκαίου γεωπολιτικού και στρατιωτικού ρεαλισμού, αλλά και της επιλογής της να μην επιτρέψει τη διάρρηξη της αντιχιτλερικής συμμαχίας, σε μια περίοδο που ο πόλεμος βρίσκονταν στην τελευταία αλλά και πολύ κρίσιμη φάση του. Ο μεγάλος κίνδυνος για την αναστροφή των συμμαχιών μπορεί να είχε απομακρυνθεί, αλλά δεν είχε εξαφανιστεί ως ενδεχόμενο. Ακόμη και η ελάχιστη πιθανότητα μιας χωριστής συμφωνίας με τους Αγγλο-αμερικανούς, που επεδίωκε διακαώς η γερμανική ηγεσία, δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Η πολιτική συμφωνία του Λιβάνου και η στρατιωτική της Καζέρτας, συμφωνίες απαράδεκτων συμβιβασμών και υποχωρήσεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, νωρίτερα η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο μεσανατολικό στρατηγείο, η αποβίβαση των πρώτων Εγγλέζων στην Πελοπόννησο το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1944 και οι μυστικές συμφωνίες Εγγλέζων και Γερμανών για την ασφαλή διαπεραίωση των τελευταίων από την Ελλάδα συνιστούσαν ένα πλαίσιο εντός του οποίου έγιναν οι συζητήσεις στη Μόσχα. Δίχως αμφιβολία, εκτός από τις προτεραιότητες εκφράστηκε για μια ακόμη φορά η παλιά υποτίμηση προς το ελληνικό κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, που διέκρινε το επαναστατικό κέντρο (Κομμουνιστική Διεθνή και σοβιετική ηγεσία) και χαρακτήρισε σχεδόν όλη την κατοχική περίοδο, στην οποία οι συσχετισμοί στην Ελλάδα είχαν άρδην μεταβληθεί. Επίσης, αναδείχθηκαν οι εγγενείς αντιφάσεις ανάμεσα στις ανάγκες άσκησης εξωτερικής κρατικής πολιτικής για την επιβίωση του σοσιαλιστικού εγχειρήματος και εκείνων για την υποστήριξη των λαϊκών επαναστατικών κινημάτων στον κόσμο. Ήταν αντιφάσεις που περιείχαν και πρώιμες στρεβλώσεις, οι οποίες στο μέλλον θα υπερισχύσουν. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς στα σοβαρά πως η ελληνική υπόθεση κρίθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες της αγγλο-σοβιετικής συνάντησης κορυφής και πολύ περισσότερο στο χαρτί που σκάρωσε ο Τσόρτσιλ.
Η Σοβιετική Ένωση σε όλο αυτό το κρίσιμο διάστημα κράτησε μια στάση αυστηρής ουδετερότητας μέχρι παρεξήγησης! Οι διάφορες παρεμβάσεις που έγιναν επίσημα (όπως οι τοποθετήσεις για την καταστολή του κινήματος στη Μέση Ανατολή) ή στις διάφορες επικοινωνίες δεν ανατρέπουν αυτή τη γενική εικόνα. Αυτό από αρκετούς θεωρήθηκε και θεωρείται αποδοχή της αγγλικής επέμβασης, πράσινο φως, ξεπούλημα κ.λπ. Έχουμε διαφορετική γνώμη. Η στάση αυτή έδινε περιθώρια και προς τη μια αλλά και προς την άλλη πλευρά. Δεσμεύσεις δεν ζητήθηκαν, αυτό είναι δεδομένο. Ακόμα και στις παραμονές της Δεκεμβριανής σύγκρουσης, με την αποχώρηση των υπουργών, την αντιπαράθεση για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ κ.λπ., δεν υπάρχει στοιχείο για κάποια παρέμβαση. Παρέμβαση γίνεται στις 19 του Δεκέμβρη με το τηλεγράφημα που μεταφέρει τις συμβουλές Δημητρώφ.
Η κύρια πλευρά της πορείας προς τον Δεκέμβρη του 1944 σχετικά με το ζήτημα της εξουσίας που τέθηκε, το βασικό ζήτημα που αναδείχθηκε και απαντήθηκε -όπως απαντήθηκε- αφορούσε ακριβώς τη θεώρηση της ηγεσίας του ΚΚΕ ως προς τη διεθνή θέση της Ελλάδας, τον ρόλο του ξένου παράγοντα, τις δυνατότητες ρήξης-αντιπαράθεσης με αυτόν και βέβαια τη στενή/αξεδιάλυτη σχέση που είχε η παρουσία του για την επιβολή/επιβίωση του αστικού καθεστώτος. Αυτή η θεώρηση περιπλέχτηκε επιπλέον με την απολυτοποίηση των χαρακτηριστικών της αντί-χιτλερικής συμμαχίας, τη λειψή κατανόηση των αντιφάσεων και των διαφορετικών προοπτικών που ανοίγονταν στη μετακατοχική περίοδο. Αυτό δεν ήταν ένα ζήτημα απλά διαβάσματος των δεδομένων της συγκυρίας, αλλά μια βαθύτερη αδυναμία που κουβαλούσε το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα αλλά και των πολιτικών ανεπαρκειών στον ηγετικό του πυρήνα. Στην βάση αυτής της αδυναμίας δόθηκαν οι ατελείς απαντήσεις της προηγούμενης περιόδου στο πλαίσιο της πάλης ενάντια στους κατακτητές. Ο Δεκέμβρης δεν κρίθηκε ούτε στη Μόσχα, ούτε στου Μακρυγιάννη και στις μάχες στο κέντρο της Αθήνας. Κρίθηκε εν πολλοίς στην αμέσως προηγούμενη περίοδο, στην οποία έλλειψε η δημιουργία πολιτικών και στρατιωτικών προϋποθέσεων για το πάρσιμο της εξουσίας, περίσσεψαν οι συμβιβασμοί και οι αντιφατικές επιλογές και υποτιμήθηκε το κρίσιμο ζήτημα της εξουσίας. Αυτά, βέβαια, δεν μειώνουν διόλου τη σημασία της εποποιίας της αντίστασης στην τριπλή κατοχή όσο και την ηρωική μάχη του Δεκέμβρη που έδωσε ο λαός της Αθήνας για την ανεξαρτησία και τη λαοκρατία με επικεφαλής τον ΕΛΑΣ και με την καθοδήγηση του ΚΚΕ.
(του Δ.Μ.)
Τι παρακαταθήκες αφήνει το δεύτερο ένοπλο λαϊκό κίνημα της δεκαετούς αγωνιστικής ανάτασης του λαού μας (1940-49) στο σήμερα;
Πριν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, ας αναφερθούμε στους όρους (αντικειμενικούς-υποκειμενικούς) κάτω από τους οποίους το επαναστατικό ΚΚΕ έδωσε τη μάχη του Δεκέμβρη.
Η αντιπαράθεση έγινε στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης. Αυτό σήμαινε (και σημαίνει και για σήμερα!) ότι ο ιμπεριαλισμός, ακόμα και αν βρίσκεται σε φάση υποχώρησης και… αντικατάστασης (όπως τότε οι Άγγλοι), δεν θα άφηνε εύκολα αυτή τη γεωστρατηγική «φλούδα». Χωρίς μάλιστα να θέλει κανείς να δώσει ελαφρυντικά στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η Ελλάδα, ούτε Αλβανία ήταν, ούτε απελευθερώθηκε με την παρουσία του Κόκκινου Στρατού, όπως έγινε με τις άλλες τρεις Βαλκανικές χώρες. Η ηγεσία του κινήματος (και του κόμματος) έπρεπε να βασιστεί κυρίως και πολύ περισσότερο από τις άλλες βαλκανικές «περιπτώσεις» στο δυναμικό του λαϊκού κινήματος.
Ένας ακόμη επιβαρυντικός παράγοντας για την ηγεσία του ΚΚΕ ήταν οι αντιφατικές και οπωσδήποτε μη διευκολυντικές έως και αποτρεπτικές «συμβουλές» που έπαιρνε από τα άλλα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα και από το κέντρο, την ΕΣΣΔ, στη βάση των προτεραιοτήτων του αντιφασιστικού μετώπου και του πολέμου που ακόμη διεξάγονταν με τους χιτλερικούς. Όμως, από την άλλη, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο θα έπρεπε να κινηθεί πιο αποφασιστικά. Τα στοιχεία για τη βρετανική επιθετικότητα και πού αυτή οδηγούσε ήταν ήδη ορατά (απόβαση στη Σάμο, γεγονότα στη Μέση Ανατολή και Αίγυπτο, ένοπλη σύρραξη με Βρετανούς τον Οκτώβρη με θύματα κ.λπ.).
Ο τρίτος παράγοντας ήταν υποκειμενικός και αφορούσε την ιδεολογικοπολιτική διαμόρφωση μιας επαναστατικής ηγεσίας σε μία εξαρτημένη χώρα, αυτό που ο κομμουνιστής Γιάννης Χοντζέας ονόμαζε διάχυτη ιδεολογία του ραγιαδισμού, που αφορούσε και την ηγεσία του επαναστατικού ΚΚΕ. Τόσο ως προς το σκέλος του να μη βλέπει τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι Βρετανοί για το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα, αλλά και τις αδυναμίες, από την άλλη μεριά, του βρετανικού ιμπεριαλισμού (και την αποδυνάμωσή του από τη συμμετοχή στον Πόλεμο).
Όσο και ως προς το σκέλος της αναμονής κάποιου «σήματος» και κινήσεων υποστήριξης από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Αυτή η εν πρώτοις αντιφατική στάση απέναντι στον βρετανικό ιμπεριαλισμό (αυταπάτες για τον ρόλο του και ταυτόχρονη υπερτίμηση των δυνατοτήτων των ιμπεριαλιστών) εκδηλώνεται και σήμερα μέσα στην Αριστερά. Είτε με τη γενική παραδοχή ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική χώρα (άρα με έναν τρόπο το λύσαμε το ζήτημά μας) είτε αγνοώντας τελικά με ποιους θα χρειαστεί να αναμετρηθεί ο λαός και ποιος θα κληθεί να σώσει την ξενόδουλη και εξαρτημένη αστική τάξη.
Τόσο ο Δεκέμβρης όσο και Εμφύλιος (με την… αλλαγή φρουράς των Αμερικάνων) που ακολούθησε, κατέδειξαν ποιοι ήταν, είναι και θα είναι αυτοί με τους οποίους θα αναμετρηθεί ο λαός, αν θα θελήσει να οικοδομήσει μία σοσιαλιστική και ανεξάρτητη χώρα.
Η υπόθεση του Δεκέμβρη και του Εμφύλιου που ακολούθησε κατέδειξε ακόμα πως για ένα κομμουνιστικό κόμμα, δεν υπάρχει κεφαλαιώδης καθοριστική διάσταση ανάμεσα στον αντιιμπεριαλιστικό (τότε εθνικοαπελευθερωτικό) αγώνα και τον ταξικό αγώνα.
Ο ίδιος ο κόκκινος Δεκέμβρης απέδειξε πως δεν αποτελεί κατεύθυνση νίκης το ροκάνισμα χρόνου μέχρι να δημιουργηθούν καλύτεροι διεθνείς συσχετισμοί με τη χρήση του ένοπλου λαϊκού αγώνα ως «μέσο πίεσης». Αν κάτι τέτοιο προτείνονταν φανερά ή κρυφά από τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα μέσω των περίφημων τηλεγραφημάτων (εδώ γίνεται ακόμη πολλή συζήτηση περί «αυθεντικότητας»), η ηγεσία του ΚΚΕ έπρεπε να το πάρει βέβαια υπόψη της, αλλά να καθορίσει τη δική της αυτόνομη στρατηγική. Τη στιγμή, μάλιστα, που ο αντίπαλος έδειχνε τις προθέσεις του έτσι ή αλλιώς.
Γιατί όσα και αν γράφτηκαν κατά καιρούς για την πιθανότητα ενός «άλλου δρόμου» από αυτόν που με… μισή καρδιά καθοδηγητικά επιλέχτηκε, όλα προσκρούουν στην αμετάκλητη ταξική απαίτηση της ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού να «παλινορθωθούν» τελειώνοντας τη σύντομη παρένθεση της εαμοκρατίας, τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια.
Στο ζήτημα αυτό έχει ανακινηθεί τα τελευταία χρόνια κυρίως από τη μεριά του σημερινού ΚΚΕ ένας ακόμη «προβληματισμός»: «Η στρατηγική όμως του αντιφασιστικού μετώπου, σε άρρηκτη σύνδεση με τον προσδιορισμό του χαρακτήρα του πολέμου ως αντιφασιστικού, καθόρισε καθήκοντα και συμμαχίες για τα Κομμουνιστικά Κόμματα που εν τέλει υπονόμευαν τον αυτοτελή επαναστατικό ρόλο τους». (ΚΟΜΕΠ 2015 τεύχος 2)
Από πού προκύπτει αυτονόητα κάτι τέτοιο ως δεδομένο;
Και το ΚΚ Κίνας, που από το 1937 μέχρι το 1949 δύο φορές συμμάχησε με το εθνικιστικό Κουομιταγκ και τρεις φορές ήρθε σε αντιπαράθεση μαζί του, όντας εισηγητής του λεγόμενου νεοδημοκρατικού-λαϊκοδημοκρατικού σταδίου της επανάστασης και του ενιαίου αντιγιαπωνέζικου μετώπου, γιατί δεν έπεσε στην παγίδα;
Και -πρωτίστως- τι εμπόδισε την πολιτική συμμαχιών του από το να καταλάβει την εξουσία, όπως και έκανε το 1949;
Το ΚΚΚ, όμως, είχε μία κατακτημένη στρατηγική (κατά συνέπεια και τακτική στο στρατιωτικό πεδίο) ενότητας και πάλης απέναντι στο Ενιαίο Μέτωπο. Όχι μονόπλευρης ενότητας, όπως η ηγεσία του ΚΚΕ, που μέχρι και τη Βάρκιζα εξακολουθεί να αναφέρεται στον συμμαχικό αγώνα.
Και το ερώτημα παραμένει καίριο (είναι η ίδια ερώτηση που υποβάλλονταν παλιά και στους τροτσκιστές): Τα λαϊκά αντιφασιστικά μέτωπα ανέδειξαν ή όχι τον καθοδηγητικό ρόλο των κομμουνιστικών κομμάτων;
Το επαναστατικό ΚΚΕ, μέσω των αντιπροσώπων του, είχε αποδεχτεί τη συμφωνία της Καζέρτας, που μεταξύ των άλλων το δέσμευε να μην καταλάβει το κέντρο, την «Σκομπία» (από το… Σκόμπυ) όπως περιπαιχτικά χαρακτήριζαν την πληθυσμιακή συγκέντρωση του ταξικού αντιπάλου και των προστατών του στο κέντρο της Αθήνας οι αγωνιστές του Δεκέμβρη.
Παρόλα αυτά, από τις 17/11/44 (σημαδιακή ημερομηνία!) υπήρχε σχέδιο επέκτασης των πολεμικών επιχειρήσεων στο κέντρο. Όπως μάλιστα συνάγεται από τις ύστερες τοποθετήσεις των κομματικών και στρατιωτικών υπεύθυνων του 1ου Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ που έδωσε τις μάχες αξιόπιστων όπως ο Νίκανδρος Κεπέσης, ο Κωτσάκης (Νέστωρας) αλλά και λιγότερο αξιόπιστων όπως ο Μπαρζιώκας, οι ένοπλες δυνάμεις του λαϊκού κινήματος είχαν ρητή εντολή να μην χτυπήσουν τη «Σκομπία», αλλά να επιτεθούν στα αστυνομικά τμήματα. Και όμως και αυτό αναβλήθηκε εν τέλει για να δοθεί η μάχη στο Γουδή και στου Μακρυγιάννη (ενώ στον νεκρό χρόνο που μεσολάβησε αιχμαλωτίστηκε από τους Βρετανούς στρατιωτικό σώμα του ΕΛΑΣ που έμπαινε στην Αττική για να βοηθήσει).
Παρόλα αυτά και με όλο το δυσμενές στρατηγικό αλλά πλέον και το στρατιωτικό πλαίσιο, οι λαϊκοί μαχητές υποχρέωσαν στις 11/12 τον Σκόμπυ να προβληματίζεται αν πρέπει να συνεχίσει την επέμβαση!
Οι παρακαταθήκες του κόκκινου Δεκέμβρη συμποσώνονται σε μία διαπίστωση:
Όσα στάδια και αν χρειαστεί να περάσει μία λαϊκή επανάσταση, πρόκειται για μία ενιαία διαδικασία, όπου ο ένοπλος αγώνας του λαού θα πρέπει να έχει στρατηγικά ξεκάθαρο τον τελικό στόχο, δεδομένη τη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στις λαϊκές δυνάμεις, που τελικά γράφουν την ιστορία.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν παύουν να είναι ιστορικές και πολιτικές διαπιστώσεις, που η αξία τους θα κριθεί στις νέες ιστορικές εφόδους του λαϊκού κινήματος στη χώρα μας…