Ένας μήνας συμπληρώνεται, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, από το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου, που έπεφτε το καθεστώς Άσαντ στη Συρία. Η πτώση του Άσαντ δεν συνοδεύεται φυσικά από τον τερματισμό των βασάνων του πολύπαθου αυτού λαού και δυστυχώς πολλά είναι εκείνα τα δεδομένα που συνηγορούν πως αυτά θα συνεχιστούν και θα μεγαλώσουν.
Πρώτα και κύρια διότι παραμένει πεδίο ανταγωνισμού των δύο μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Ενώ και οι γαλλογερμανοί ιμπεριαλιστές τρέχουν να προλάβουν τις εξελίξεις, προσπαθούν με τις σαφώς μικρότερες δυνατότητές τους να αποκτήσουν ρόλο στη χώρα και στις εξελίξεις. Δεύτερον, διότι ερίζουν για επιρροή και έλεγχο των επόμενων βημάτων της χώρας αυτής μια σειρά δυνάμεις της περιοχής, με διασταυρούμενες, αποκλίνουσες, έως και αντιθετικές επιδιώξεις. Τρίτο, διότι η πολύχρονη επέμβαση των ιμπεριαλιστών και δυνάμεων της περιοχής και ο πόλεμος που άφησε πίσω του μια χώρα διαιρεμένη και καθημαγμένη την έχει μετατρέψει σε φάντασμα του παλιού εαυτού της, την έχει κάνει πλήρως ευάλωτη σε οποιαδήποτε εξέλιξη έως και διαλυτική.
Ευρύτερα πάντως στην περιοχή, μήπως ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια κλιμάκωση της αμερικανικής πίεσης προς το αποδυναμωμένο Ιράν και ανοίγματος ενός νέου κύκλου μεγαλύτερης αποσταθεροποίησης της περιοχής;
ΗΠΑ και Ρωσία: σε αντίστροφες πορείες επιρροής
Η ιρανική παρουσία έχει τερματιστεί, όπως γράφουν καλά ενημερωμένες δυτικές πηγές, ενώ ο ρωσικός στρατός έχει αποσυρθεί από τα σημεία που έλεγχε και η παρουσία του υφίσταται πια στις δύο βάσεις που ακόμα διατηρεί. Μάλιστα οι ίδιες πηγές αναφέρουν πως ο ρωσικός στρατός έχει ήδη μεταφέρει μέρος των δυνάμεων που διατηρούσε στις δύο βάσεις σε τοποθεσία στην ανατολική Λιβύη μετά από συμφωνία με τον στρατηγό Χαφτάρ.
Η Ουάσιγκτον είναι βέβαιο ότι κινείται μεθοδικά για να πετύχει τον πιο βασικό στόχο των τυχοδιωκτικών επιλογών της: το διώξιμο των ρωσικών βάσεων, την απόσπαση της περιοχής από την επιρροή του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Πέρα από τις σχέσεις που έχει οικοδομήσει το προηγούμενο διάστημα, μπορεί να ασκεί έναν διαρκή εκβιασμό μέσω των απαιτήσεων που θα προβάλει (φανερών και υπόγειων) για τη σταδιακή άρση των κυρώσεων που έχουν επιβάλει στη Συρία. Επιπλέον, μπορεί να επιτείνει τους εκβιασμούς αυτούς μέσω της υπόσχεσης για μια – επίσης σταδιακή- μεταβίβαση στη νέα κυβέρνηση των πιο σημαντικών πετρελαιοπηγών που οι ΗΠΑ ελέγχουν μέσα στη συριακή επικράτεια.
Ήταν άλλωστε δοκιμασμένα εργαλεία: στο λαό της Συρίας που ήδη ρημαζόταν από τις πολεμικές συγκρούσεις, οι σκληρές αυτές κυρώσεις και η αποστέρηση του ελέγχου και των εσόδων από τις ενεργειακές της πηγές επιτάχυναν την καταβύθιση του βιοτικού του επιπέδου και συνέβαλαν στη λαϊκή δυσαρέσκεια, την αποσάρθρωση του στρατού και τελικά στην πτώση του Άσαντ.
Η Ρωσία μπορεί να μην μπόρεσε, λόγω του μεγάλου βάρους που έχει ρίξει στον πόλεμο στην Ουκρανία, να στηρίξει και να «νεκραναστήσει» ξανά το καθεστώς Άσαντ, όπως έπραξε τον Σεπτέμβρη του 2015, όμως θα παλέψει μέχρι τέλους την παρουσία της στη Συρία. Οι αποστάσεις που παίρνει η ρωσική ηγεσία από τον Άσαντ είναι δείγμα του «πραγματισμού» της, δηλαδή του κυνισμού της, όπως και οι παρασκηνιακές επαφές με την ηγεσία της Συρίας. Ένα ατού της στην προσπάθεια αυτή είναι το γεγονός πως η νέα κυβέρνηση εμπεριέχει τμήματα του παλιού καθεστώτος, με γνωστές τις διασυνδέσεις/εξαρτήσεις τους με τη Μόσχα.
Από αυτή την άποψη, η διφορούμενη δήλωση του Αλ Σάρα (δηλαδή του Αλ Τζολάνι) ότι «η Συρία και η Ρωσία πρέπει να υπηρετούν κοινά συμφέροντα» ίσως να μην έχει μόνο αρνητική χροιά. Ερωτηματικό επίσης αποτελεί εάν για λόγους εξισορρόπησης των πιέσεων που δέχεται από τις ΗΠΑ, η τουρκική ηγεσία, με τη φανερή επιρροή της στη νέα κυβέρνηση της Συρίας, ενισχύει υπόγεια μια τέτοια κατεύθυνση.
Τα ερωτηματικά μεγαλώνουν για την πορεία της χώρας
Ακόμα μεγαλύτερο ερωτηματικό αποτελεί η συνολική πορεία των εξελίξεων στη χώρα αυτή. Όσο περνούν οι μέρες, και αφού έχει πέσει ο κουρνιαχτός τής αιφνιδιαστικής προέλασης των δυνάμεων της HTS, φαίνεται το μέγεθος του αμερικανικού τυχοδιωκτισμού. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, προκειμένου να ανατραπεί το καθεστώς Άσαντ και έτσι να χτυπηθεί ο στρατηγικός αντίπαλός του, δηλαδή ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, αλλά και η ιρανική επιρροή στη Συρία, πριμοδότησε και έσπρωξε δυνάμεις όπως η HTS χωρίς να έχει πολλά δεδομένα για το πού μπορεί να οδηγήσει η όλη αυτή κίνηση. Ή, για να το πούμε ευθέως, χωρίς να μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα η όλη εξέλιξη να οδηγήσει τελικά σε μια Λιβύη της αραβικής χερσονήσου, στην πλήρη αποδιοργάνωση και αποσύνθεση μιας ήδη βαθιά τραυματισμένης και διαιρεμένης χώρας.
Το έδαφος της Συρίας εξακολουθεί να γίνεται θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων: στο βορρά, των τουρκικών πολιτοφυλακών και των τουρκικών δυνάμεων ενάντια στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (συνασπισμό με κορμό τις κουρδικές YPG), ενώ στο νότο οι σιωνιστές προχώρησαν στην κατοχή του όρους Ερμών αλλά και του πιο σημαντικού υδάτινου φράγματος της Συρίας.
Ταυτόχρονα ο σιωνιστικός στρατός συνεχίζει τη συστηματική καταστροφή της αμυντικής ικανότητας της Συρίας: οι πάνω από 500 επιχειρήσεις βομβαρδισμού από τις 8 Δεκέμβρη έχουν διαλύσει πλήρως τον πολεμικό στόλο της Συρίας καθώς και σημαντικά τμήματα των πολεμικών αεροδρομίων της, του στόλου της πολεμικής αεροπορίας, των ραντάρ και των συστημάτων αεράμυνας, των αποθηκών όπλων και πυρομαχικών, αλλά και αρκετών αμυντικών εργοστασίων της.
Ήδη στο ΝΑΤΟ η Τουρκία πιστώνεται τη συμβολή της στην πτώση του Άσαντ και έτσι τον τερματισμό της ιρανικής παρουσίας και κυρίως τη φθίνουσα ρωσική επιρροή στη χώρα. Η τουρκική ηγεσία όμως δεν αρκείται σ’ αυτό. Αιτείται προς τις ΗΠΑ την έμπρακτη αναγνώριση από μεριάς τους τόσο των υπηρεσιών της όσο και των ζητημάτων «εθνικής ασφάλειας» που θεωρεί η ίδια ότι οφείλουν να λυθούν και ταυτόχρονα διεκδικεί την απόκτηση ρόλου στη χώρα και στην περιοχή.
Οι όλο και πιο ανησυχητικές δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας θέτουν το μάξιμουμ των επιδιώξεών της: τη διάλυση των κουρδικών πολιτοφυλακών και του συνασπισμού SDF που ελέγχει –με τη βοήθεια των αμερικανικών στρατευμάτων- ένα σημαντικό μέρος της ανατολικής Συρίας. Θα «περάσει» άραγε η Τουρκία από τις δηλώσεις στις πράξεις, διακινδυνεύοντας μια ρήξη με τις ΗΠΑ; Ή ευελπιστεί ότι η νέα διοίκηση Τραμπ θα «αδειάσει» τους Κούρδους; Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τραμπ μπορεί να συνηγορούν σε κάτι τέτοιο, όμως, όπως έχει συμβεί άλλες δύο φορές στη Συρία, το τι θα πράξει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν θα το αποφασίσει τελικά ο Τραμπ. Πάντως η τουρκική ηγεσία επιδιώκει βασικά τρία πράγματα: τη διατήρηση της ενιαίας δομής της Συρίας ώστε να μην υπάρχει «χώρος» για κουρδική αυτονομία, την «προληπτική» δημιουργία ζώνης πλάτους 20-40 χιλιομέτρων από τη μεριά της Συρίας σε όλη τη συροτουρκική μεθόριο και η οποία να ελέγχεται και από τους ίδιους και, τρίτο, τη μετεγκατάσταση των σύρων προσφύγων στις περιοχές αυτές ώστε να υπάρξει ταυτόχρονα και μια ανατροπή του εθνολογικού χάρτη της βόρειας Συρίας.
Φυσικά η Άγκυρα, μέσω των σχέσεών της με τη νέα κυβέρνηση αλλά και με το «προσφυγικό εργαλείο», προωθεί τη συμμετοχή της αστικής τάξης της Τουρκίας στην ανοικοδόμηση της Συρίας. Επίσης βρίσκεται σε διαβουλεύσεις μαζί της για μια συμφωνία για τις ΑΟΖ, στο πλαίσιο του αντιδραστικού ανταγωνισμού της με την αστική τάξη της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου.
Συνολικότερα η ηγεσία της Τουρκίας ευελπιστεί ότι μπορεί να αποκτήσει ρόλο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, μιας και, παρά τις όποιες κατά καιρούς προσπάθειες, κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν έχει στα σοβαρά πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, οι κινήσεις της εμπεριέχουν μεγάλα ρίσκα και σοβαρούς κινδύνους, με πρώτο να τραβηχτεί μέσα στη συριακή δίνη σε μια φάση μάλιστα που οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί βρίσκονται υπό διαμόρφωση και με τους δύο μεγάλους (ΗΠΑ, Ρωσία) να διατηρούν μια σειρά – αν και διαφορετικού χαρακτήρα - εκκρεμότητες (και δυσαρέσκειες) μαζί της.
Στην άλλη πλευρά, το Ισραήλ, ενισχυμένο κι αυτό από τη συμβολή του στην πτώση του Άσαντ μέσω της αποδυνάμωσης της Χεζμπολάχ και του Ιράν, διεκδικεί ρόλο στα τεκταινόμενα στην περιοχή, ενώ θέτει ζητήματα σε μια αντίθετη προς την Τουρκία κατεύθυνση. Μετά το άρθρο σε σημαντικό ισραηλινό Μέσο, που προέτρεπε για κατακερματισμό της Συρίας σε μια αλαουιτική περιοχή στα δυτικά παράλια, μια σουνιτική περιοχή στο κέντρο και τα ανατολικά και μια περιοχή στο νότο που να γίνει μέρος της ισραηλινής επικράτειας, ακολούθησε στο ίδιο μήκος κύματος τοποθέτηση του ισραηλινού ΥΠΕΞ.
Άλλωστε, αν για τα πρώτα δύο σκέλη υπάρχουν μια σειρά ζητήματα (με κύριο το τι επιδιώκουν οι ΗΠΑ και σημαντικό το ότι για την Τουρκία είναι εφιάλτης μιας και μπορεί να οδηγήσει και σε κουρδικό κομμάτι), το τρίτο σκέλος ήδη υλοποιείται με την κατοχή ενός τμήματος του συριακού νότου πέρα από τα ήδη κατεχόμενα υψώματα του Γκολάν!
Η σιωνιστική ηγεσία, πέρα από τις ευκαιρίες επέκτασης του σιωνιστικού μορφώματος, δείχνει πολύ συγκρατημένη έναντι της νέας κυβέρνησης της Συρίας. Δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα η σουνιτική ηγεσία να οδηγηθεί σε μια αντιισραηλινή πρακτική, όταν μάλιστα γνωρίζει την τουρκική επιρροή στη νέα κυβέρνηση αλλά και έχοντας το προηγούμενο του Ιράκ που την αμερικανική κατοχή διαδέχθηκε μια κατάσταση που δίνει ρόλο στις ιρανικές πολιτοφυλακές.
Γι’ αυτό οι καταστρεπτικοί βομβαρδισμοί της, ενώ σίγουρα βοηθούν τις ΗΠΑ στο να φτιαχτεί ένα κράτος «ξεδοντιασμένο» από κάθε αμυντική ικανότητα και άρα έρμαιό τους, εκφράζουν και τη δική τους επιδίωξη να ακυρώσουν κάθε πιθανότητα για την ανάδυση ενός δυνητικού εχθρού που θα αντικαταστήσει ή θα συμπληρώσει το Ιράν.
Παράλληλα, στη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου», ενισχύουν τις κουρδικές δυνάμεις, θεωρώντας ανησυχητική την αύξηση της επιρροής της Τουρκίας στη Συρία. Μάλιστα, τμήματα του ισραηλινού κατεστημένου μιλάνε για την ανάγκη προετοιμασίας ακόμα και για μία πολεμική αντιπαράθεση με την Τουρκία!