Ο καθοριστικός ρόλος της Άγκυρας στην πτώση του καθεστώτος Άσαντ, μετά από ένα πρώτο διάστημα αμηχανίας, έχει δημιουργήσει νέους μεγάλους πονοκεφάλους στην άρχουσα τάξη της χώρας μας. Η ομολογούμενη αναβάθμιση, στην ευρύτερη περιοχή, της παρουσίας και του «αποτυπώματος» της Τουρκίας έχει οδηγήσει τόσο κυβερνητικά στελέχη όσο και όλους τους αστούς αναλυτές, στρατιωτικούς, διπλωμάτες και πολιτικούς να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Άλλοι τονίζουν ότι ήταν περίπου αναπόφευκτη μια τέτοια εξέλιξη κι άλλοι -οι περισσότεροι- σπεύδουν να καλέσουν την κυβέρνηση να «δράσει» άμεσα. Πώς ακριβώς, δηλαδή; Τι περιθώρια, ωστόσο, έχει αυτή, όταν είναι φανερό ότι ΗΠΑ και Ευρωπαίοι, εκόντες άκοντες, είναι, επί του παρόντος, υποχρεωμένοι να ποντάρουν στις κινήσεις της γείτονος;
Είναι πασιφανές ότι τα «στρατηγικά χτυπήματα» που επιδίωκαν οι ντόπιοι αστοί στους ανταγωνιστές τους της άλλης πλευράς του Αιγαίου (διευθέτηση αποκλεισμού τους από τους ενεργειακούς πόρους και δρόμους) όχι μόνο δεν ήρθαν ποτέ, αλλά κινδυνεύουν να υποστούν μια νέα υποβάθμιση του ρόλου τους ως ατζέντηδες των δυτικών ιμπεριαλιστών στην περιοχή. Εξάλλου, η «αοριστία» στο Αιγαίο (παρά τους κατά καιρούς λεονταρισμούς) και την Ανατολική Μεσόγειο καλά κρατεί. Ο «κόμβος των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών» έχει την «εναλλακτική» του, που μάλιστα απλώνει συνεχώς τα πόδια της, έχοντας φτάσει στη Λιβύη, στα Δυτικά Βαλκάνια και, τώρα, στη Συρία. Το ότι και αυτοί οι μαξιμαλισμοί της Άγκυρας τελούν υπό την ιμπεριαλιστική έγκριση δεν μπορεί παρά να θεωρείται από αστικής πλευράς πρόβλημα για μια άρχουσα τάξη που κι αυτή στους ίδιους πάτρωνες έχει εναποθέσει την όποια «αναβάθμισή» της.
Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η πιθανότητα ανακήρυξης νέας («παράνομης»;) ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Συρίας, που θα παρακάμπτει εκ νέου την Κύπρο, είναι το μείζον προς ώρας ζήτημα. Πολύ περισσότερο που εξαγγέλλεται μετ’ επιτάσεως από την τουρκική ηγεσία, με κύριο στόχο την άσκηση πίεσης στην ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά για μια «καζάν καζάν (;) μοιρασιά» του χώρου. Άλλωστε, το τουρκολιβυκό μνημόνιο καθορισμού θαλάσσιων ζωνών έχει ήδη προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στην Αθήνα, που προσπάθησε να το «ισοφαρίσει» με τη μερική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο και με κινήσεις προς Δυσμάς, με την Ιταλία. Το νέο επεισόδιο, όμως, με τη Συρία έχει μια πιο αναβαθμισμένη σημασία, ακριβώς γιατί αποτελεί την κλιμάκωση μιας προσπάθειας με ολοφάνερες επιδιώξεις, που άπτονται σχεδόν όλου του πλέγματος των ελληνοτουρκικών διαφορών-αντιθέσεων και όχι μόνο, βέβαια.
Τις τελευταίες μέρες, μάλιστα, τουρκικά δημοσιεύματα κάνουν λόγο για ενδεχόμενη εμπλοκή στο θέμα και του Λιβάνου μέσω τριμερούς συμφωνίας ή με ξεχωριστά Σύμφωνα μεταξύ Τουρκίας-Συρίας και Τουρκίας-Λιβάνου. Ακόμη και περί εμπλοκής της Αιγύπτου (αυτής για τη Συμφωνία με την οποία επαίρεται η ελληνική πλευρά!) στο θέμα γίνεται λόγος. Πράγμα που ενδεχομένως να διευρύνει την γκάμα των χωρών που φέρονται διατεθειμένες να συμπράξουν με την Τουρκία. Με όρους, προφανώς, καθόλα μη αρεστούς στην Αθήνα. Τέτοιες κινήσεις, στο πλαίσιο ασφαλώς μυστικής διπλωματίας, φαίνεται πως βρίσκονται σε εξέλιξη, με τους εμπλεκόμενους να σταθμίζουν τα υπέρ και τα κατά. Χωρίς, φυσικά, να έχει καταληχθεί κάτι συγκεκριμένο επί του παρόντος, που θα ανέβαζε ακόμη περισσότερο τους τόνους αντιπαράθεσης. Όμως, όλα αυτά τα ενδεχόμενα-πιθανότητες είναι σίγουρο ότι προκαλούν κρύο ιδρώτα στην ολιγαρχία του πλούτου της χώρας μας.
Μια πρώτη κίνηση είναι οι διπλωματικές προσπάθειες από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης στα διάφορα φόρα. Επιστρατεύονται η ΕΕ και ο ΟΗΕ για να γίνουν «κοινωνοί» του προβλήματος. Επειδή, όμως, όλα είναι ζήτημα «ισχύος επί του πεδίου» (όπως λένε οι στρατιωτικοί), δεν είναι εύκολο να παρακαμφθεί το (νέο;) πόδι που έβαλε η Τουρκία στη Συρία, που φαινομενικά έχει βαρύνοντα λόγο στην μετά Άσαντ εποχή στη χώρα. Επόμενη προσπάθεια είναι η ενεργοποίηση των αμερικανόπνευστων και αμερικανοκαθοδήγητων «αξόνων» που έχει συνάψει η χώρα μας με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο. Ίσως και της ανάλογης Συμφωνίας με την Ιορδανία. Πιο πολύ, πάντως, δείχνει να ποντάρει η ντόπια πλευρά στο ρόλο του Ισραήλ, που ανοιχτά στέκεται ενάντια στις κινήσεις της Τουρκίας, για λόγους που έχουν να κάνουν με διεκδίκηση εκ μέρους και των δύο ρόλου περιφερειακής δύναμης στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Η ανάληψη των καθηκόντων του νέου προέδρου των ΗΠΑ στις 20 Γενάρη και οι κινήσεις που είναι βέβαιο ότι θα κάνει βολιδοσκοπούνται, προς το παρόν. Είναι δηλωμένη η στήριξη (διάβαζε ενεργότερος προβοκατόρικος και δολοφονικός ρόλος) του Ισραήλ στην περιοχή, ενώ, διαχρονικά, οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές δεν επιθυμούν καμία χώρα της περιοχής να υπερέχει αισθητά έναντι των άλλων, για να μην «παίρνουν τα μυαλά της αέρα»! Το ζήτημα των Κούρδων, για παράδειγμα, που έχουν βρει «καταφύγιο» -με την ανοιχτή «στήριξη» των ΗΠΑ- στη Βορειοανατολική Συρία είναι μια μόνιμη σφήνα στους μαξιμαλισμούς της Άγκυρας και απόδειξη των λεχθέντων αναφορικά με την ιμπεριαλιστική πολιτική των Αμερικανών. Το ίδιο και οι πολεμικές επιθέσεις και επιδρομές του κράτους-τρομοκράτη στη νότια Συρία, ακριβώς για να μη νομίζει η Τουρκία ότι «παίζει» μόνη της. Ακόμη και η παρέμβαση της χαμένης, προς ώρας, Ρωσίας μπορεί να παίξει ρόλο στην ευόδωση των φιλοδοξιών της Άγκυρας, αφού δεν θα ήθελε η εδαφική περιοχή της Συρίας να γίνει αντικείμενο «σφραγίσματος» από τους υπερατλαντικούς και γενικότερα δυτικούς αντιπάλους.
Τα ελληνοτουρκικά εισέρχονται, επομένως, σε μια καινούργια φάση που, ανεξάρτητα αν ενεργοποιηθούν κι άλλες πλευρές τους ή όχι, θα κάνουν τα «ήρεμα νερά» και τη «διατεταγμένη φιλία» των τελευταίων μηνών να μοιάζουν «παρελθόν». Λεκτικά είναι ήδη πολύ εύκολο να το διαπιστώσει κανείς. Το ερώτημα δεν είναι το αν θα «αναθερμανθούν» οι αντιθέσεις, αλλά το πότε. Σε τι κλίμακα και με ποια πιο «χειροπιαστή» αφορμή, μένει να το δούμε. Πάντως, κινήσεις που αφορούν κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα -με τον τρόπο και στη βάση των ταξικών συμφερόντων που τα αντιλαμβάνονται οι άρχουσες τάξεις σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο- φορτίζουν ακόμη πιο έντονα τον αντιδραστικό ανταγωνισμό ανάμεσά τους.
Οι συνέπειες για τους λαούς Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου είναι ήδη εμφανείς, αφού διαμορφώνεται ένα αντιδραστικό κλίμα και στις τρεις χώρες και το επίπεδο της αντιιμπεριαλιστικής-αντιπολεμικής πάλης υπολείπεται. Η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα στην κατεύθυνση σύμπηξης μετώπου ενάντια στην πολεμική εμπλοκή και την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία είναι και η μόνη που μπορεί να θέσει το σύνολο των ζητημάτων σε άλλη ταξική βάση. Στη μοναδική βάση που μπορεί να δώσει ελπίδα και προοπτική ειρήνης στους λαούς και να αποτρέψει τη μετατροπή τους σε εξαρτήματα για τα καπιταλιστικά εργασιακά κάτεργα και κρέας για τα ιμπεριαλιστικά και αστικά κανόνια!