Το έγκλημα των Τεμπών και ό,τι έχει ακολουθήσει δυο χρόνια τώρα, δεν παύει να χαρακτηρίζει την πολιτική ειδησεογραφία. Ιδιαίτερα ύστερα από τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις που έγιναν σε όλη την Ελλάδα την Κυριακή 26 Γενάρη αλλά, πολύ περισσότερο, ενόψει της απεργίας στις 28 του Φλεβάρη και των προγραμματισμένων συγκεντρώσεων σε κάθε μεγάλη και μικρή πόλη της χώρας.
Η στάση της κυβέρνησης και των αστικών κομμάτων
Ο Μητσοτάκης έσπευσε να διαχειριστεί την αναζωπύρωση της οργής που εκφράστηκε μαζικά στα τέλη του Γενάρη και προσπάθησε να βγάλει την κυβέρνηση από τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε, παίζοντας αρχικά το χαρτί της παραπλάνησης με το «αυτά ξέραμε, αυτά είπαμε». Οι δε αντιπολιτευόμενοι, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, άρπαξαν την ευκαιρία να πλασαριστούν ως εναλλακτικοί διαχειριστές και έριξαν το βάρος τους στο κοινοβουλευτικό «οπλοστάσιο», κυνηγώντας την πρόταση δυσπιστίας και νέες εξεταστικές επιτροπές. Και ενώ το μπαλάκι της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις πηγαινοερχόταν, ο λαός και η νεολαία συνέχιζε να τους τρομοκρατεί, όταν η λαϊκή οργή δεν έπαυε να φουντώνει και η νεολαία έπιανε το νήμα και προχωρούσε σε μαζικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα. Μπροστά στη συμπλήρωση δύο χρόνων από το έγκλημα, τα ζόρια άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Η ΑΔΕΔΥ «έπεσε» πρώτη, κηρύσσοντας απεργία για τις 28 Φλεβάρη. Η ΓΣΕΕ αντιστάθηκε όσο μπορούσε, κρατώντας μια στάση αντιπαραθετική με το αίσθημα των εργαζόμενων και σε πλήρη σύμπνοια με την κυβέρνηση και την εργοδοσία. Η πίεση όμως που δέχθηκε φαίνεται πως ήταν αφόρητη, με αποτέλεσμα να μαζέψει άρον άρον την υποτιθέμενη αναμονή «υποδείξεων» από τους συγγενείς των θυμάτων και να κηρύξει τελικά 24ωρη απεργία για τις 28 Φλεβάρη.
Ο λαός και η νεολαία εξακολουθεί να ασκεί αφόρητη πίεση. Πίεση προς την κυβέρνηση και τους χειρισμούς της, αλλά και απέναντι σε ένα ολόκληρο σύστημα που παίζει τις ζωές μας κορώνα-γράμματα. Απέναντι σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή από την αντεπίθεση. Ο Μητσοτάκης βγήκε από την τροχιά της υποτιθέμενης αναμονής των πορισμάτων στην οποία είχε μπει (Alpha 29/1) και επέστρεψε επιθετικά στη βεβαιότητα ότι η εμπορική αμαξοστοιχία δεν μετέφερε τίποτα εύφλεκτο (Καθημερινή 16/2).
Αυτό όμως που κυρίως επιστράτευσε η κυβέρνηση είναι η τρομοκράτηση του λαού και ο ανοιχτός εκβιασμός: «Η χώρα δεν έχει ανάγκη από νέους διχασμούς, ούτε από νέες σκευωρίες. Έχει ανάγκη από σταθερότητα, ειδικά μέσα στο πρωτοφανές νέο γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο έχουμε βρεθεί.» (Καθημερινή 16/2). Αυτόν τον εκβιασμό η κυβέρνηση δεν τον επιστρατεύει για πρώτη φορά. Είναι συνηθισμένη τακτική, που πολύ συχνά χρησιμοποιείται για να απαντήσει αδιέξοδα είτε σε εκλογικές αναμετρήσεις είτε, πολύ περισσότερο, σε περιόδους που η λαϊκή οργή εκφράζεται μαζικά στον δρόμο. Κυρίως όμως, η κυβέρνηση προβάλλει τον εκβιασμό της αποσταθεροποίησης για λογαριασμό του συστήματος. Εκεί είναι που παίρνει τον ρόλο της ως διαχειριστή και αναλαμβάνει να τους ξελασπώσει όλους. Ακριβώς επειδή η μαζικά εκφραζόμενη οργή του λαού τους αφορά όλους, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κεφάλαιο και εργοδοσία.
Δικαιοσύνη για ποιον και μέχρι πού
Τόσο στο πλαίσιο της αντεπίθεσης και των εκβιασμών από την πλευρά της κυβέρνησης, όσο και αναφορικά με τα επίδικα που -πρέπει να- θέτει ο ίδιος ο λαός, έχει απλώσει τελευταία η συζήτηση γύρω από τη δικαιοσύνη, την ανεξαρτησία της, τη «δουλειά» της και τους παράγοντες που επηρεάζουν αυτή τη «δουλειά».
Ο Μητσοτάκης, και πάλι πρωταγωνιστώντας για λογαριασμό του συστήματος, λέει ότι: «Σε μια περίοδο που πολλοί αμφισβητούν ευθέως τη Δικαιοσύνη, έχω διπλό χρέος να υψώσω τείχος προστασίας στους λειτουργούς της.» (Καθημερινή 16/2). Αυτή την ανάγκη την ένιωσε σε έναν βαθμό λόγω του «κλονισμού» που εξέφρασε ο Ανδρουλάκης, υπηρετώντας τα δικά του παιχνιδίσματα στο αστικό πλαίσιο: «Η εμπειρία μου αυτά τα χρόνια έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη μου και προς την εξουσία, κράτος πρωθυπουργό, και προς τη Δικαιοσύνη» (Alpha 13/2). Κυρίως όμως, είναι και πάλι ο λαϊκός παράγοντας που τον υποχρεώνει σε τέτοιες τοποθετήσεις, αφού η ουσιαστική αμφισβήτηση των αστικών θεσμών, μαζί και της δικαιοσύνης, έρχεται από τον πιο επικίνδυνο παράγοντα, εκείνον του λαού και της νεολαίας!
Βέβαια, καμιά φορά οι αστικοί θεσμοί βρίσκουν τους πιο απίθανους -ίσως όχι και τόσο τελικά…- υποστηρικτές σε δυνάμεις που υποτίθεται πως υπερασπίζονται τον λαό και πρωτοστατούν στους αγώνες του. Τι σημαίνει το αίτημα «να αποδοθεί δικαιοσύνη» για το έγκλημα των Τεμπών, όταν μπαίνει από την πλευρά της αριστεράς; Ας αφήσουμε στην άκρη τις οικογένειες των θυμάτων, για τις οποίες αυτά τα ερωτήματα έχουν άλλη διάσταση, με την έννοια ότι είναι λογικό 57 οικογένειες που έχασαν τους ανθρώπους τους να θέλουν να μάθουν τι συνέβη και ποιος φταίει. Στο επίπεδο του λαού, της πάλης του και του κινήματός του, το ζήτημα της απόδοσης δικαιοσύνης τίθεται διαφορετικά. Η προμετωπίδα «να αποδοθούν οι ποινικές και πολιτικές ευθύνες εκεί που αντιστοιχούν», που διακηρύσσει σε όλους τους τόνους το ΚΚΕ, απευθύνει το αίτημα στην αστική δικαιοσύνη και εναποθέτει σε αυτήν τις ελπίδες του λαού. Πολύ περισσότερο, εγκλωβίζει τα επίδικα στα στενά περιθώρια του ποινικού κώδικα και δεν αντιλαμβάνεται -ή δεν θέλει να αντιληφθεί- ότι ο λαός στην κίνησή του με αφορμή το έγκλημα στα Τέμπη βάζει στο στόχαστρο μια συνολικότερη πολιτική.
Δεν θα τους αφήσουμε!
Παρακαλάει σύσσωμο το κυβερνητικό επιτελείο να σιωπήσει ο λαός. Ο Βορίδης στη βουλή χρησιμοποίησε ακριβώς αυτή τη λέξη, δήθεν απευθυνόμενος στην αντιπολίτευση. «Σιωπήστε»! Και χαρακτήρισε «Αυτονόητο κοινό αίτημα», το «να κάνει η δικαιοσύνη τη δουλειά της». Αντίστοιχες δηλώσεις από τον Σκέρτσο, τον Μαρινάκη, τη Μπακογιάννη… Η μετάφραση είναι εύκολη: Άφησε, λαέ, τη δικαιοσύνη να λειτουργήσει απρόσκοπτα, μην την επηρεάζεις με φωνασκίες -που είναι και της μόδας- με απεργίες και συγκεντρώσεις.
Ο λαός δεν θα τους αφήσει! Θα βγει μαζικά στο δρόμο και στις απεργιακές συγκεντρώσεις στις 28 του Φλεβάρη, θα καταγγείλει το έγκλημα στα Τέμπη και θα διεκδικήσει την ίδια του τη ζωή!