Το τελικό αποτέλεσμα επαλήθευσε, λίγο πολύ, τις δημοσκοπήσεις: Πρώτο κόμμα η «Χριστιανική Ένωση» (CDU/CSU) και ο ηγέτης Μερτς υποψήφιος καγκελάριος. Δεύτερο η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) και τρίτο το «Σοσιαλδημοκρατικό» του καγκελάριου Σολτς (SPD).
Δεδομένα έρευνας πριν και μετά τις εκλογές έδειξαν ότι ψηφοφόροι του SPD και Φιλελευθέρων (FDP) μετακινήθηκαν κυρίως προς την (CDU/CSU), από την οποία ψηφοφόροι μετακινήθηκαν στην AfD. Φανερό πως η ακροδεξιά ρητορική από όλους βοήθησε τους ψηφοφόρους της Δεξιάς να κινηθούν δεξιότερα.
Η κατάκτηση της δεύτερης θέσης του AfD (διπλασίασε το αποτέλεσμα του 2021) και πρώτης στα ανατολικά κρατίδια, εκτός των άλλων, δείχνει εμφατικά ότι το ρήγμα ανάμεσα στον δυτικό και τον ανατολικό τομέα βαθαίνει. Πρόκειται ουσιαστικά για μια κοινωνία διχασμένη, που κάνει δύσκολη κάθε μελλοντική διακυβέρνηση.
Λογικά το αποτέλεσμα θεωρείται το λιγότερο περίπλοκο, αφού θα σχηματιστεί ξανά ο λεγόμενος «Μεγάλος Συνασπισμός» CDU/CSU-SPD. Αν και δεν είναι κάτι που προκύπτει με αυτοματισμούς, σήμερα εξαιτίας των πολλών και μεγάλων προκλήσεων και πιέσεων μέσα και έξω από τη Γερμανία, ξεκίνησε ήδη άτυπα αλλά ουσιαστικά η συγκυβέρνηση Μερτς – Σολτς. Άλλωστε ο Σολτς παραμένει καγκελάριος μέχρι να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση.
Το βέβαιο είναι πως ο «Μεγάλος Συνασπισμός» θα είναι πολύ πιο αδύναμος απ΄ ό,τι άλλοτε. Το πρόβλημα είναι πώς προσεγγίζει το «τείχος προστασίας» απέναντι στην ακροδεξιά το CDU/CSU; Ο Μερτς πυροδότησε θύελλα αντιδράσεων πριν από τις εκλογές, επιχειρώντας να προωθήσει στο κοινοβούλιο μια σειρά μεταναστευτικών μέτρων με την υποστήριξη του AfD, σηματοδοτώντας μια ξεκάθαρη απόκλιση όχι μόνο από την πολιτική Μέρκελ, αλλά και από όλα τα κόμματα της «συστημικής κανονικότητας»! Το μείζον πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός πως το AfD συγκεντρώνει τη διαμαρτυρία ενός ετερόκλητου μετώπου δυσαρεστημένων που αυξάνει.
Η γερμανική πολιτική σκηνή απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το AfD, κατά άλλους ακροδεξιό, κατά άλλους υπερδεξιό ή εν μέρει ακροδεξιό, απέσπασε το ένα πέμπτο των γερμανών ψηφοφόρων. Όταν ιδρύθηκε, το 2013, ήταν κυρίως ένα «ευρωσκεπτικιστικό» κόμμα με μικρή εμβέλεια. Από το 2015 επένδυσε στο ρατσισμό που είχε αρχίσει να ανθίζει στο «εύφορο έδαφος» όλης της Ευρώπης. Το AfD σήμερα κατέχει εντελώς διαφορετική πολιτική επιρροή και είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιήσει το νέο πολιτικό προσκήνιο για να την αυξήσει σε βάρος του κυρίαρχου κατεστημένου.
Η στήριξη της νέας διοίκησης του Λευκού Οίκου στο AfD δεν του έδωσε ώθηση και περισσότερες ψήφους. Το αποτέλεσμα του AfD σχετίζεται περισσότερο με τις ανησυχίες μεγάλης μερίδας Γερμανών σχετικά με την καθημερινότητά τους. Όπως και άλλων Ευρωπαίων. Στα άρθρα των γερμανικών ΜΜΕ, αυτή είναι μία από τις βασικές παραμέτρους στην οποία στέκονται.
Ωστόσο στο ευρωπαϊκό όσο και γενικότερα στο διεθνές περιβάλλον τα δεδομένα αλλάζουν. Και η άνοδος του Μερτς στην εξουσία δύσκολα θα μπορούσε να έρθει σε μια πιο κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη. Αναφερόμενος στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, που είναι προγραμματισμένη για τον Ιούνιο, ο Μερτς επεσήμανε ότι είναι περίεργος να δει: «αν τότε θα μιλάμε ακόμη για το ΝΑΤΟ με την τρέχουσα μορφή του ή αν θα αναγκαστούμε να δημιουργήσουμε ανεξάρτητες, ευρωπαϊκές αμυντικές ικανότητες πολύ πιο γρήγορα» (…) «η ήπειρος, προειδοποίησε, πρέπει να ενισχύσει επειγόντως την άμυνά της και ενδεχομένως να βρει ακόμη και έναν αντικαταστάτη για το ΝΑΤΟ σύντομα». Ο Μερτς έθεσε την Αμερική του Τραμπ στο ίδιο επίπεδο με τη Ρωσία καθώς προσπαθεί να οδηγήσει την Ευρώπη σε μια νέα κατεύθυνση, λέγοντας ότι «η Ευρώπη πιέζεται τώρα από τα δύο έθνη και πρέπει να λάβει επείγουσα δράση».
Τα σχόλια του Μερτς σηματοδοτούν μια ιστορική καμπή: Αποκαλύπτουν πόσο βαθιά έχει κλονίσει ο Τραμπ τα πολιτικά θεμέλια της Ευρώπης. Ο οποίος Τραμπ συνεχάρη τους νικητές των εκλογών χωρίς να κατονομάσει τον Μερτς!
Είναι σαφές ότι ο Μερτς επενδύει, και μάλιστα σε απόλυτη προτεραιότητα, στην ισχυροποίηση της Ευρώπης και μάλιστα «όσο το δυνατόν γρηγορότερα». Πρώτο βήμα αφορά προσπάθεια επανεκκίνησης του γερμανο-γαλλικού άξονα. Και για να είναι λειτουργικός ένας γαλλογερμανικός άξονας: «πρέπει να μπορεί να δημιουργήσει περισσότερες εμπορικές συμφωνίες, περισσότερη βεβαιότητα για τις εταιρείες» και — τελικά — «πρέπει να ξεπεράσουμε τη διαμάχη μας για τη Mercosur», ανέφερε χαρακτηριστικά. Επίσης είπε: «Πρέπει να κάνουμε συζητήσεις τόσο με τους Βρετανούς όσο και με τους Γάλλους –τις δύο ευρωπαϊκές πυρηνικές δυνάμεις– για το εάν η πυρηνική ασφάλεια θα μπορούσε να ισχύει και για εμάς»! Η αλήθεια είναι ότι ο Μερτς αναφέρεται σε μια Ευρώπη που ήδη υποφέρει από την αποδυνάμωση της ηγεσιών της.
Αν γίνουν αυτά, «θα μπορέσουμε πραγματικά να επιτύχουμε την ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ»! Παραδέχτηκε δε ότι: «πρώτη φορά δηλώνει δημόσια τέτοια πράγματα, που πριν λίγο καιρό θα του ήταν αδιανόητα»! Να σημειώσουμε ότι οι Χριστιανοδημοκράτες είναι πιο κοντά στις ΗΠΑ από οποιοδήποτε άλλο γερμανικό κόμμα, και ο ίδιος ο Μερτς ανήκει σταθερά στους υποστηρικτές του ΝΑΤΟ.
Επίσης όλα δείχνουν ότι η καγκελαρία του Μερτς θα σηματοδοτήσει την επιστροφή του συντηρητικού χώρου σε θέσεις περισσότερο αμβλυμένες σε σχέση με το περιβόητο «φρένο χρέους» που επέβαλε η Γερμανία στην ΕΕ. Το κλίμα στο Βερολίνο, πριν ξεσπάσει η λαίλαπα Τραμπ, ήταν η επιστροφή στη δημοσιονομική κανονικότητα. «Μαύρο μηδέν» ήταν η κωδική ονομασία που της είχε δώσει ο Σόιμπλε, που ακόμα στοιχειώνει την πολιτική σκηνή της Γερμανίας.
Το CDU παραμένει αντίθετο σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, αλλά μέχρι ενός σημείου. Ο Μερτς δηλώνει ανοιχτός σε κάποια βελτιστοποίηση. Όπως η εξαίρεση της άμυνας από τους κανόνες δαπανών της ΕΕ. Το ζήτημα είναι αν θα αποτελέσει στρατηγική επιλογή ή μια παρένθεση «ειδικού σκοπού», όπως συνέβη με το Ταμείο Ανάκαμψης. Ωστόσο οι υποστηρικτές του «κοινού χρέους» εκτιμούν ότι πλέον αυτή η κίνηση δεν είναι ικανή να ανταποκριθεί στη σημερινή κλίμακα των προκλήσεων.
Επίσης δεσμεύθηκε να θέσει την οικονομική ανάπτυξη πάνω από όλες τις άλλες ανησυχίες και έκανε έκκληση για την κατάργηση πολλών «πράσινων κανονισμών» της ΕΕ. Όπως να αντιμετωπιστεί η ατομική ενέργεια ως ανανεώσιμη πηγή ενέργειας!
Άρα η απάντηση της νέας καγκελαρίας στα προβλήματα και τις προοπτικές του γερμανικού ιμπεριαλισμού επαφίενται στην επανεκκίνηση της χώρας με άξονα την οικονομία και τον επανακαθορισμό της σχέσης με τις ΗΠΑ. Ωστόσο οι βαθύτερες ανησυχίες της γερμανικής αστικής τάξης δεν αφορούν μόνο αναζητήσεις νέου δημοσιονομικού χώρου. Αφορούν περισσότερο υπαρξιακά ζητήματα, όπως την ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας σε Ευρώπη και κόσμο. Και αυτός ο στόχος απαιτεί «καύσιμα» που δεν τα διαθέτει από μόνη της.
ΧΒ