Η τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Πούτιν απέδειξε για μια ακόμη φορά πως η αναζήτηση ενός -έστω πρόσκαιρου και εύθραυστου- συμβιβασμού μεταξύ ΗΠΑ-Δύσης και Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν είναι και από τα πιο εύκολα ζητήματα! Κι αυτό γιατί, όπως επίσης έχουμε πολλές φορές υπογραμμίσει, αυτός ο πόλεμος έχει παγκόσμια διακυβεύματα και η όποια εξέλιξη έχει σημαντικές επιπτώσεις στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Από την άλλη, η εξέλιξη του πολέμου αυτού, με το σπιράλ των αδιεξόδων και της επικινδυνότητας να ανεβαίνει συνεχώς και με τον κίνδυνο ενός γενικευμένου πυρηνικού πολέμου να φεύγει από το μακρινό μέλλον και να έρχεται στο σήμερα, έθετε ξανά και ξανά στους δύο πρωταγωνιστές της σύγκρουσης αυτής (αμερικανικού και ρωσικού ιμπεριαλισμού) και στο περιθώριο της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσής τους, το ερωτηματικό και το ενδεχόμενο να βρεθεί έστω μια προσωρινή ανάπαυλα σε έναν αγώνα που μπορούσε να οδηγήσει σε μια εκατέρωθεν πυρηνική συντριβή.
Αυτό είναι το πραγματικό έδαφος πάνω στο οποίο, ενώ κανείς δεν θέλει και δεν διανοείται να ηττηθεί ή να υποχωρήσει, από την άλλη αναζητά ή έστω συζητά ανάπαυλες ή παρατάσεις μιας κεντρικής σύγκρουσης, για την οποία νιώθει και δεν είναι ακόμη έτοιμος να την πραγματοποιήσει και κυρίως να βγει νικητής από αυτή.
Το «ειρηνευτικό σχέδιο» ΗΠΑ-Κιέβου και η απάντηση της Ρωσίας
Όταν βγήκε στη δημοσιότητα το «ειρηνευτικό σχέδιο» που οι ΗΠΑ υπαγόρευσαν στον ταπεινωμένο Ζελένσκι να δεχθεί, ανάμεσα στις θάλασσες της ανοησίας που διαβάζαμε, υπήρξαν ορισμένες πλευρές που θέλησαν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και τη σοβαρότητά τους. Εν πάση περιπτώσει, εμείς από τη δική μας πλευρά θέλουμε να τονίσουμε πως αυτό το σχέδιο, ενώ ήταν πολύ πιο «προσγειωμένο» σε σχέση με το αρχικό σχέδιο Τραμπ, από την άλλη λειτουργούσε σαν παγίδα, δεν περιείχε καμιά απολύτως εγγύηση για τη Μόσχα και γι’ αυτό δεν θα υπήρχε περίπτωση αυτή να το δεχτεί. Παράλληλα, ήταν φανερό πως η ρωσική ηγεσία δεν ήθελε να κλείσει αυτόν τον δίαυλο επικοινωνίας με τις ΗΠΑ, που εκτός των άλλων την βοηθούσε να βάζει ξανά σφήνες στις ευρωαμερικανικές σχέσεις, που η πολιτική Τραμπ είχε τραυματίσει ήδη. Η αποδοχή των διαπραγματεύσεων δεν ήταν μόνο επικοινωνιακού χαρακτήρα και χάρη διπλωματικών ελιγμών, με δεδομένο ότι οι Ευρωπαίοι αλλά και ο Τραμπ -που απειλούσε τη Μόσχα με καταστρεπτικές συνέπειες αν δεν δεχτεί το σχέδιο- ήταν έτοιμοι να χρεώσουν το αδιέξοδο στη «φιλοπόλεμη Ρωσία», αλλά ήταν και είναι αποτέλεσμα ευρύτερων τακτικών υπολογισμών. Σε διπλωματική γλώσσα, η όλη ρωσική τακτική διατυπώθηκε έτσι: «Η Ρωσία συμφωνεί με τις προτάσεις των ΗΠΑ για τη διακοπή των συγκρούσεων, αλλά οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός θα πρέπει να οδηγήσει σε μια μακροχρόνια ειρήνη και θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες αιτίες της σύγκρουσης».
Έτσι η Ρωσία έβαλε ξανά στο τραπέζι τους δικούς της απαράβατους όρους για μια εκεχειρία που θα οδηγεί σε μια μόνιμη κατάπαυση του πυρός: την αναγνώριση των κατεχόμενων από την ίδια εδαφών της Ουκρανίας, τη ρητή και γραπτή δέσμευση του ΝΑΤΟ στο ουδέτερο καθεστώς της Ουκρανίας και τη συμφωνία για τη μη ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία υπό οποιαδήποτε σημαία και πρόσχημα. Παράλληλα και καθόλου τυχαία, κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης με τον πρόεδρο της Λευκορωσίας, Λουκασένκο, ο Πούτιν αμφισβήτησε ευθέως το σχέδιο ΗΠΑ-Κιέβου κάνοντας ρητορικές ερωτήσεις όπως: «Γιατί χρειάζονται 30 ημέρες εκεχειρίας; Για επιστράτευση ή για ανεφοδιασμό της Ουκρανίας με όπλα;» και «Ποιος θα ελέγχει την εκεχειρία, όταν το μέτωπο εκτείνεται σε 2.000 χιλιόμετρα;» Για να καταλήξει, με το βλέμμα στη ρώσικη προέλαση στο Κούρσκ αλλά και στις επιτυχίες των ρωσικών στρατευμάτων σε μια σειρά κρίσιμα τμήματα του μετώπου, πως «θα συμφωνήσουμε στα επόμενα βήματα της σύγκρουσης, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στο πεδίο των μαχών». Παράλληλα, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ενεργειακής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δηλώνοντας ότι τότε θα μπορούσε να υπάρξει νέος αγωγός φυσικού αερίου για την Ευρώπη!
Κράτα μικρό καλάθι!
Με αυτά τα δεδομένα, μάλλον όσοι ανέμεναν την τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Πούτιν έπρεπε να κρατούν μικρό καλάθι! Τελικά, αυτό που πιθανά είχε καταληχθεί πριν την επικοινωνία από τις διαπραγματευτικές ομάδες των δύο πλευρών ήταν μια ανακοίνωση για αποχή από στρατιωτικά χτυπήματα εναντίον ενεργειακών υποδομών, ενώ για το μέλλον προέβλεπε «τεχνικές διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή της θαλάσσιας κατάπαυσης του πυρός στη Μαύρη Θάλασσα, την πλήρη κατάπαυση του πυρός και τη μόνιμη ειρήνη» σύμφωνα με την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου. Η ρωσική πλευρά με δική της ανακοίνωση, αφού επανέλαβε τις βασικές θέσεις της Μόσχας, έγραψε πως στην επικοινωνία «τονίστηκε (σ.δ. από τον Πούτιν) ότι η βασική προϋπόθεση για την αποτροπή της κλιμάκωσης της σύγκρουσης και την προσπάθεια επίλυσής της με πολιτικά και διπλωματικά μέσα θα πρέπει να είναι η πλήρης παύση της ξένης στρατιωτικής βοήθειας και η χορήγηση πληροφοριών στο Κίεβο». Έτσι, η Ρωσία φτιάχνει μια ισχυρή «γέφυρα» που συνδέει τους γενικούς της όρους για έναν συμβιβασμό με τις προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν στην πορεία για αυτόν.
Ο «επανεξοπλισμός της Ευρώπης» και η «γαλλική πυρηνική ομπρέλα»: αιτίες, δυνατότητες και όρια
Με την αμερικανορωσική διαπραγμάτευση να συνεχίζεται, οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, όντας στριμωγμένοι από τις κινήσεις και τα «αδειάσματα» της διοίκησης Τραμπ, προσπαθούν να μην βγουν «και κερατάδες και δαρμένοι»! Ας εξηγηθούμε!
Ενώ Γερμανία αλλά και Γαλλία πάλευαν και αναζητούσαν τρόπους για να αυξήσουν το μερίδιο του ελέγχου τους στην Ουκρανία (ομολογία Μέρκελ για τον χρόνο που κέρδιζαν με τις συμφωνίες Μινσκ Ι και ΙΙ), είχαν καταστήσει σαφές από το 2008 (βέτο στην πρόταση των ΗΠΑ για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ) πως δεν ήθελαν να μετατραπεί η ευρωπαϊκή ήπειρος σε θέατρο μιας αμερικανορωσικής σύγκρουσης. Επίσης, ουδέποτε συμφώνησαν στον πολεμικό βηματισμό της διοίκησης Μπάιντεν που οδηγούσε -και οδήγησε εν τέλει- σε μια, έστω δια του αντιπροσώπου Ζελένσκι, πολεμική σύγκρουση με τη Ρωσία και το ίδιο έθεταν και στους πρώτους μήνες μετά την εισβολή. Οι αλλεπάλληλοι και κλιμακούμενοι στρατηγικοί εκβιασμοί (σε ποιον κόσμο ανήκετε) και πρακτικές των ΗΠΑ (σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream 1 και 2) και με δεδομένους τους δεσμούς που είχαν δημιουργηθεί σε μια 70χρονη πορεία της Δύσης, τις ανάγκασε να ευθυγραμμίζονται με την πολιτική των ΗΠΑ. Εκτός κι αν π.χ. η ανατροπή της ΟST POLITIC από πλευράς γερμανικού ιμπεριαλισμού αποτέλεσε δική του επιλογή αυτοχειριασμού και όχι αποτέλεσμα του στριμώγματός του από την Ουάσιγκτον. Εδώ και ένα διάστημα, σε μια διαδικασία που επιταχύνθηκε από τις κινήσεις της νέας διοίκησης των ΗΠΑ, οι Γερμανοί και Γάλλοι ιμπεριαλιστές «χώνεψαν» πως «έτσι είναι τα πράγματα», δηλαδή πως από τη μια οι σχέσεις που είχαν οικοδομήσει με τη Ρωσία έχουν τελειώσει για το ορατό μέλλον και από την άλλη αυτό που τους μένει είναι να προσπαθούν μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνεται να κερδίσουν ρόλο και θέση. Να μην βγουν και δαρμένοι! Μάλιστα, οι κινήσεις της διοίκησης Τραμπ ανησύχησαν σφόδρα τα επιτελεία των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, διότι τους έφεραν αντιμέτωπους με την απόσταση που έχουν τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τη Ρωσία και κυρίως τους έφεραν αντιμέτωπους με τις δικές τους μεγάλες στρατηγικές ανεπάρκειες.
Η απόφαση για «επανεξοπλισμό της Ευρώπης» κατ’ αρχάς να υπογραμμίσουμε ότι συμβαδίζει με τη γενική τάση στη φάση της προετοιμασίας των όρων για τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αναδεικνύει ότι η φύση των ιμπεριαλιστών, μεγαλύτερων και μικρότερων, είναι το ίδιο αντιδραστική και φιλοπόλεμη! Και φυσικά θα χρησιμοποιηθεί αυτή η κούρσα των εξοπλισμών για την ενδυνάμωση του κάθε ιμπεριαλιστή. Από κει και πέρα, οφείλουμε να κάνουμε δύο επισημάνσεις. Η πρώτη αφορά ότι, όπως επισημαίνει η αμερικανική αλυσίδα ΜΜΕ, «POLITICO», οι Ευρωπαίοι τελικά κάνουν αυτό για το οποίο τους πίεζε η διοίκηση Τραμπ! Το δεύτερο είναι πως το πώς, πότε και τι ακριβώς θα υλοποιηθεί από αυτές τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, θα κρίνεται τόσο από τις διαμάχες για ηγεμονία στο εσωτερικό της ΕΕ ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία, όσο και ίσως περισσότερο από τις κινήσεις των ΗΠΑ και το πλαίσιο που αυτές θα διαμορφώνουν. Να θυμίσουμε πως ακόμα δεν έχει ξεκινήσει δύο χρόνια τώρα η απόφαση της Γερμανίας για επανεξοπλισμό της με το ποσό των 100 δισ.
Όσον αφορά την πρόταση Μακρόν για επέκταση της «γαλλικής πυρηνικής ομπρέλας» σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την αντιμετώπιση της ρώσικης πυρηνικής απειλής, θεωρούμε ότι αυτή κατά βάση είναι το όχημα που χρησιμοποιεί ο γαλλικός ιμπεριαλισμός για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, γνωρίζοντας το στρατηγικό του πλεονέκτημα έναντι του πυρηνικού νανισμού της Γερμανίας. Η τρομακτική αυτή συζήτηση που ανοίγει είναι επίσης ενδεικτική της φάσης που διανύουμε και της φρίκης που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι λαοί. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε πως οι 206 γαλλικές πυρηνικές κεφαλές, ακόμα και αν σε αυτές προστεθούν οι 225 της Βρετανίας, δεν μπορούν στα σοβαρά να λειτουργήσουν αποτρεπτικά έναντι των 5.580 πυρηνικών κεφαλών της Ρωσίας (εκ των οποίων οι 1.600 είναι σε επιχειρησιακή ετοιμότητα). Και πολύ περισσότερο, όπως ήδη το έχουν θέσει η Πολωνία και οι Βαλτικές αλλά το σκέφτονται όλοι, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν αλλά να λειτουργήσουν συμπληρωματικά με τις 5.550 πυρηνικές κεφαλές των ΗΠΑ (εκ των οποίων οι 1.357 σε επιχειρησιακή ετοιμότητα).
Τα μελλούμενα
Αμέσως μετά την τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Πούτιν, έγιναν και οι πρώτοι βομβαρδισμοί εκατέρωθεν, ενώ σε όλο το μέτωπο ο πόλεμος συνεχίζεται χωρίς σταματημό! Η επικοινωνία Τραμπ-Ζελένσκι, όπως αναμένονταν, κατέληξε στη συμφωνία του δεύτερου με ό,τι λέει ο πρώτος, και αν εξαιρέσουμε τις διθυραμβικές διατυπώσεις των ανακοινώσεων του Λευκού Οίκου για τη δημιουργία κλίματος, ουδέν νεώτερον! Εκτός ίσως από αυτά που εννοούνται πίσω από τις διατυπώσεις για συνεργασία ΗΠΑ-Κιέβου στο Κουρσκ, αλλά και για την ενίσχυση της ουκρανικής αεράμυνας, πάντα στο πνεύμα της… ειρήνης!
Αυτό που πρέπει να περιμένουμε, λοιπόν, δεν είναι μια γραμμική εξέλιξη, αλλά μια πολύπλοκη και πολυεπίπεδη διαδικασία κινήσεων στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο, από τους ιμπεριαλιστές πρώτης και δεύτερης γραμμής, παράλληλα με τις εξελίξεις στο ματωμένο πεδίο των μαχών. Και είναι μια διαδικασία ανοιχτή, είτε σε έναν πρόσκαιρο και εύθραυστο συμβιβασμό είτε σε μια απότομη κλιμάκωση της πολεμικής σύγκρουσης.