Σύλληψη Ιμάμογλου, λαϊκό κίνημα, καταστολή
Η σύλληψη του δήμαρχου της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου για διαφθορά και υποστήριξη τρομοκρατικής οργάνωσης (PKK) και στη συνέχεια η προφυλάκισή του, ανέβασε το πολιτικό θερμόμετρο στην Τουρκία στα ύψη. Είχε προηγηθεί η ακύρωση του πανεπιστημιακού του πτυχίου, γεγονός που τον έβγαζε έξω από την κούρσα διεκδίκησης της Προεδρίας της χώρας.
Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) κατήγγειλε «απόπειρα πραξικοπήματος κατά του επόμενου προέδρου του κόμματός μας», ενώ το Κόμμα Ισότητας των Λαών και Δημοκρατίας (DEM) εγκατέλειψε τη θέση του συνομιλητή της κυβέρνησης για «ειρηνική επίλυση» του κουρδικού ζητήματος και συμμετείχε στις διαδηλώσεις.
Από την πρώτη ημέρα, ένα μαζικό κύμα διαμαρτυρίας ξαπλώθηκε σε όλη την Τουρκία. Για έξι συνεχόμενες ημέρες, εκατοντάδες χιλιάδες, με μπροστάρη τη νεολαία, κατέβηκαν στον δρόμο, στην Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα, τη Σμύρνη, το Εσκισεχίρ και δεκάδες άλλες μεγάλες πόλεις. Συνδικάτα, φοιτητικές οργανώσεις και οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς μπήκαν στη μάχη, δίνοντας έναν μαχητικό, διεκδικητικό χαρακτήρα στις κινητοποιήσεις. Αψήφησαν τις απαγορεύσεις, τα χημικά και τις αύρες νερού, συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής, γκρέμισαν οδοφράγματα της αστυνομίας, για να φτάσουν σε περιοχές-σύμβολα του αγώνα και συγκρότησαν τη μαζικότερη κοινωνική έκρηξη από το κίνημα του Γκεζί το 2013. Το κίνημα αυτό, ανεξάρτητα αν πυροδοτήθηκε από τη σύλληψη Ιμάμογλου, είχε βαθύτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Εξέφρασε την οργή των μαζών ενάντια σε μια κυβέρνηση, αλλά και σε ένα σύστημα συνολικά, που έχει αφαιρέσει τους στοιχειώδεις όρους ζωής, που ασκεί την πιο σκληρή καταπίεση και καταπάτηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, που έχει σκοτεινιάσει το μέλλον της νεολαίας.
Η κυβέρνηση Ερντογάν αντέδρασε με όργιο καταστολής, με πάνω από 2.000 συλλήψεις και βασανιστήρια στους προφυλακισμένους, με απαγορεύσεις στα ΜΜΕ και κλείσιμο λογαριασμών στο διαδίκτυο. Και δεν άργησε να προειδοποιήσει την αντιπολίτευση: «αυτό το κίνημα της βίας… αυτό το θέατρο θα τελειώσει», «η χώρα μας δεν θα υποκύψει στην τρομοκρατία του δρόμου». Δεν χρειαζόταν και πολλά για να πάρει το μήνυμα η αντιπολίτευση.
Από την πρώτη στιγμή ο Ιμάμογλου μίλησε για εκλογές, «το έθνος, όταν θα έρθει η ώρα, θα δώσει σ’ αυτήν την κυβέρνηση ένα χαστούκι», ενώ όλος ο προγραμματισμός του CHP ήταν να κατευθυνθούν οι μάζες στη εσωκομματική του διαδικασία για την ανάδειξη του Ιμάμογλου ως υποψήφιου προέδρου. Παράλληλα, κήρυξε «λήξη» διαδηλώσεων στις 25 Μάρτη και τη «συνέχιση του αγώνα με μποϊκοτάζ προϊόντων», με επιστέγασμα την κομματική συγκέντρωση στο Μάλτεπε της ασιατικής πλευράς, σε περιφραγμένο χώρο και με την αστυνομία να πραγματοποιεί εκτεταμένους ελέγχους. Άλλωστε, ο καθαιρεθείς δήμαρχος προέτρεπε τους νέους μέσα από τη φυλακή να «μείνουν μακριά από τις συγκρούσεις» και «να είναι καλοί με τις δυνάμεις ασφαλείας».
Εσωτερικές διαιρέσεις και εξωτερικές επιδράσεις
Η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης δεν ήταν, βέβαια, κεραυνός εν αιθρία. Άλλωστε, όπως λέει και ο Ναζίμ Χικμέτ, «στην Τουρκία δύο πράγματα δεν ευδοκιμούν, ο καφές και η δημοκρατία». Ωστόσο, σηματοδοτεί μια νέα περίοδο κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων στη χώρα.
Οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές αποδίδουν αυτές τις κινήσεις Ερντογάν στην «νέο-οθωμανική» του αυταρχικότητα και στην προοπτική διατήρησης της εξουσίας. Μιλούν για την ακύρωση ακόμη και των «ελεύθερων εκλογών» ως της τελευταίας έκφρασης κοινωνικής αμφισβήτησης και αναγορεύουν τους λεγόμενους κεμαλιστές ως υπερασπιστές της δημοκρατίας.
Εκτιμούν, επίσης, ότι η επικράτηση του Τραμπ στις ΗΠΑ έδωσε «αέρα» στον Ερντογάν, για να επιβάλει τη «μονοκρατορία» του. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν είναι ο «αέρας» του αυταρχισμού, αλλά οι πολιτικές προτεραιότητες των δυτικών ιμπεριαλιστών, που έδωσαν θετικά μηνύματα στον Ερντογάν. Ο πρόεδρος Τραμπ στις 25 Μαρτίου δήλωσε ότι «η Τουρκία είναι ένα καλό μέρος και ο Ερντογάν είναι ένας καλός ηγέτης». Αργότερα, βέβαια, ο ΥΠΕΞ Μ. Ρούμπιο τήρησε τα προσχήματα και εξέφρασε «την ανησυχία» του. Όπως έκανε και ο εκπρόσωπος της γαλλικής διπλωματίας Κριστόφ Λεμουάν, αλλά και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ενώ ο Όλαφ Σολτς θεώρησε την κράτηση του Ιμάμογλου «καταθλιπτική». Αλλά μέχρις εκεί… Με το δίκιο του ο Ιμάμογλου παρουσιάζεται απογοητευμένος, σε άρθρο του στους New York Times, από την «εκκωφαντική σιωπή της Δύσης», κάτι που φαίνεται ότι συνετέλεσε στο «συμμάζεμα» της αντιπολιτευτικής ορμής του CHP.
Προφανώς ο Ερντογάν (και το περιβάλλον του), ως ένα ισχυρό πολιτικό κέντρο της αστικής εξουσίας, έχει τις δικές του κατευθύνσεις και επιδιώξεις. Αυτές, όμως, οφείλουν να ανταποκρίνονται και να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα, τις προκλήσεις και τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης της Τουρκίας ή (έστω) της κυρίαρχης πλευράς την οποία εκπροσωπεί. Στην πραγματικότητα, οι «ρυθμίσεις» από τον Ερντογάν του εσωτερικού πολιτικού πεδίου (και σ’ αυτές περιλαμβάνονται και οι προσπάθειες για «ειρηνική λύση» του κουρδικού ζητήματος), επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τη συνέχιση μιας πολιτικής κατεύθυνσης που (θεωρείται ότι) μπορεί να αντιμετωπίσει τις αναγκαιότητες που αναδεικνύονται συνολικά για την άρχουσα τάξη της Τουρκίας στον σημερινό κόσμο και επίσης «ταιριάζουν» με την κατευθυντήρια γραμμή των επικυρίαρχων ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ-Δύσης). Είναι αναγκαιότητες που δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από τις διάφορες αστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και που δημιουργούν οξείες αντιπαραθέσεις. Είναι λάθος να αντιμετωπίζεται η παρούσα πολιτική κρίση μέσα από σχήματα, όπως αντίθεση «κεμαλισμού-ισλαμισμού», «κοσμικού κράτους-ισλαμικού κράτους» και «δημοκρατίας-αυταρχισμού».
Προκλήσεις και κίνδυνοι
Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, γεωγραφικά, πληθυσμιακά, ακόμη και οικονομικά και στρατιωτικά, με σημαντική γεωπολιτική θέση. Αλλά παράλληλα είναι μια χώρα εξαρτημένη και «ενταγμένη» στη Δύση και στο ΝΑΤΟ, υποχρεωμένη να αναζητά και να διαπραγματεύεται μ’ αυτήν (κυρίως με τις ΗΠΑ) τους «βαθμούς ελευθερίας», τους ρόλους και τις επιδιώξεις της. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η λεγόμενη «στρατηγική αυτονομία» της Τουρκίας, που ακολουθείται τις δύο τελευταίες δεκαετίες: μια «ταλάντωση», η οποία μάλιστα, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, επιχειρήθηκε να ακουμπήσει τη Ρωσία, την Κίνα και γενικότερα τον λεγόμενο παγκόσμιο Νότο, δημιουργώντας προβλήματα στις σχέσεις με ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και με αντανακλάσεις στο εσωτερικό (οικονομία). Αυτή η «ταλάντωση» αναγκάστηκε τελικά να περιορίσει το εύρος της, μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και την παρόξυνση της δεσπόζουσας αντίθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας.
Με αυτά τα δεδομένα, η τουρκική άρχουσα τάξη παρεμβαίνει σε μια ευρύτερη περιοχή: Σουδάν, Λιβύη, Καύκασος, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και φυσικά Ανατολική Μεσόγειος και Αιγαίο, έως και διεκδίκηση ρόλου ενδιάμεσου (σε ΗΠΑ-Ρωσία) στην ουκρανική σύγκρουση. Παίζει έναν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στη Συρία, εξελίξεις που κινούνται στη ρότα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Και από την άλλη, είναι διαθέσιμη να συμμετάσχει στη «συμμαχία των προθύμων» για την Ουκρανία και στο πρόγραμμα του νέου καθεστώτος ασφάλειας της Ευρώπης, προβάλλοντας και προσφέροντας τη στρατιωτική της ισχύ, διεκδικώντας τη συμμετοχή της στα προγραμματιζόμενα ευρωπαϊκά πολεμικά πακέτα.
Παράλληλα, όμως, αυτό το «τέντωμα» της Τουρκίας κατέδειξε και τα όριά της (π.χ. Λιβύη), ενώ προβλήματα και κίνδυνοι συνοδεύουν τις μαξιμαλιστικές της επιδιώξεις. Η συμφωνία ένταξης των κουρδικών δυνάμεων στο νέο συριακό καθεστώς είναι μια ευνοϊκή εξέλιξη, αλλά η πορεία της (όπως και συνολικά της Συρίας) είναι αργή και αβέβαιη. Και πρέπει να τονιστεί για άλλη μια φορά ότι το Κουρδικό αποτελεί για την άρχουσα τάξη της Τουρκίας υπαρξιακό ζήτημα, αλλά και πεδίο ενδοσυστημικής αντιπαράθεσης, ενώ είναι ζητούμενο το ποια θα είναι η εξέλιξη της πρωτοβουλίας για την «ειρηνική λύση» του, μετά τα τελευταία γεγονότα.
Ιδιαίτερη ανησυχία δημιουργούν οι τεταμένες σχέσεις με το Ισραήλ, μια χώρα στενό σύμμαχο των ΗΠΑ, αλλά και οι αντιθέσεις με Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, ΗΑΕ και φυσικά η απομάκρυνση από το Ιράν και τη Ρωσία, στη βάση του ρόλου της στη Συρία. Είναι μόνιμη η κατηγορία του CHP για αυτές τις αρνητικές πλευρές της πολιτικής Ερντογάν («απομονωτισμός από τους γείτονες»). Χαρακτηριστική είναι επίσης η κριτική της εξωτερικής πολιτικής του ΑΚΡ από τον Ναμίκ Ταν, βουλευτή του CHP και πρώην πρέσβη στις ΗΠΑ, σαν τυχοδιωκτική, επεκτατική, νέο-Οθωμανική χωρίς έρμα και προϋποθέσεις (φυσικά και τα δύο κόμματα έχουν κοινή πολιτική αναφορά στη «Γαλάζια Πατρίδα»).
Τα παγκόσμια δεδομένα, λοιπόν, της περιόδου που διανύουμε, σε συνδυασμό με την επιδίωξη της τουρκικής άρχουσας τάξης να συμπεριληφθεί σ’ αυτά με τους καλύτερους όρους, με όρους περιφερειακής δύναμης, παράγουν προκλήσεις, ευκαιρίες, αλλά και προβλήματα και κινδύνους. Όπως αναφέρει το τουρκικό think tank «Istanbul Policy Center», «η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με τρωτά σημεία σε θέματα ασφάλειας, οικονομίας και πολιτικής, τα οποία προκλήθηκαν από την επιδίωξη της στρατηγικής αυτονομίας».
Οι αντιθέσεις και οι διαφορετικές προσεγγίσεις στο τουρκικό πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο πάνω σ’ αυτές τις εξελίξεις, είναι υπαρκτές και σημαντικές. Το ΑΚΡ και ο Ερντογάν δίνουν εδώ και δύο δεκαετίες τις δικές τους απαντήσεις, και επιμένουν -και μέσα από τέτοια «πολιτικά πραξικοπήματα»- να θεωρούν τον ρόλο και την πολιτική τους ως παράγοντα σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης και ασφάλειας. Αναγκαίο για το «έθνος», δηλαδή για τις «ανώτερες» τάξεις και τις επιδιώξεις τους.
Τις τελευταίες μέρες, βέβαια, παρουσιάστηκε ορμητικά στο προσκήνιο και μια άλλη παράμετρος: ο αγωνιζόμενος λαός και η νεολαία. Τόσο το ΑΚΡ, όσο και το CHP προσπάθησαν να τρομοκρατήσουν και να περιορίσουν αυτή την παράμετρο. Είναι ζητούμενο, και στην Τουρκία, και πρόκληση για τις επαναστατικές δυνάμεις, η ανάδειξη αυτής της παραμέτρου σε καταλύτη των εξελίξεων.
ΥΓ. Για μια ακόμη φορά το ΚΚΕ «παραπονιέται» για τον ρόλο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ (εκ μέρους ποιου άραγε;). Στην ανακοίνωσή του για τις εξελίξεις στην Τουρκία αναφέρει: «Οι εξελίξεις αυτές εκθέτουν για μια ακόμη φορά την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ που έχουν αναγορεύσει την κυβέρνηση Ερντογάν σε στρατηγικό εταίρο και σε θεματοφύλακα των συμφερόντων τους στην περιοχή»!