Σε όλο και πιο αντιδραστική κατεύθυνση σβήνει και γράφει το υπουργείο Εργασίας το νομοσχέδιο που έχει ανακοινώσει απ’ τον χειμώνα, λίγο μετά την ψήφιση του νόμου για τον κατώτατο μισθό και στο έδαφος που (και) αυτός ετοίμασε. Αν και ως τώρα κείμενο δεν έχει αναρτηθεί ούτε στην πλατφόρμα διαβούλευσης, στα σχετικά δημοσιεύματα εξακολουθεί να γράφεται ότι το νομοσχέδιο θα κατατεθεί στις αρχές του Ιούνη. Φαίνεται πως αυτό που αναζητείται είναι το σημείο βέλτιστης ισορροπίας ανάμεσα στα αντικρουόμενα συμφέροντα που υπάρχουν μέσα στην άρχουσα τάξη ανάλογα με το πού έχει τοποθετήσει τα κεφάλαιά της και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε κλάδου. Ταυτόχρονα, οι κατευθύνσεις κεντρικού χαρακτήρα που εξυπηρετούν όλες τις μερίδες αποτελούν τις «σταθερές».
Κυρίαρχο το ζήτημα της «ευελιξίας», δηλαδή της διάλυσης όποιων δεσμεύσεων έχουν απομείνει για την εργοδοσία έναντι του εργαζόμενου. Στην άλλη μεριά της σχέσης, ο εργαζόμενος καλείται να δεσμεύσει κάθε πλευρά της ζωής του για να είναι διαθέσιμος στον εργοδότη, πρώτα και κύρια επειδή έχει ανάγκη τη δουλειά για να ζήσει όντας «εξαρτημένος από τον μισθό του», που είχε δηλώσει κι ο Μητσοτάκης στο παρελθόν. Η νομοθεσία όμως έρχεται να εντείνει τον εκβιασμό, αφαιρώντας τους όποιους περιορισμούς και κανόνες, ώστε το κεφάλαιο να ξεζουμίζει απρόσκοπτα και «απλοποιημένα» την εργατική δύναμη, σύμφωνα με τις ανάγκες του και όπως αυτές μεταβάλλονται κάθε φορά.
Αυτή είναι η βάση στην οποία έρχεται να προσαρμοστεί η (αντ)εργατική νομοθεσία. Το ντόπιο κεφάλαιο αγωνιά για το τι επιφυλάσσει το μέλλον. Η τυχοδιωκτική φύση που συνοδεύει το καθεστώς της εξάρτησής του σημαίνει πλήρη αδυναμία σχεδιασμού και ανάγκη γρήγορης προσαρμογής κατά πού φυσάνε οι (ιμπεριαλιστικοί) άνεμοι. Ξέρει ότι η «εθνική οικονομία» του δεν είναι παρά ένα παράρτημα των ιμπεριαλιστών, οι οποίοι ορίζουν τις «ευκαιρίες» και τις «θυσίες». Ξέρει πόσο ευάλωτη είναι σε κρίσεις, ειδικά καθώς ο ανταγωνισμός των επικυρίαρχων οξύνεται. Την ίδια ευελιξία, χωρίς περιορισμούς και διαδικασίες, απαιτεί και το ξένο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται άμεσα στη χώρα. Θέλει τη δυνατότητα να τοποθετεί και ν’ αποσύρει κεφάλαια χωρίς δεσμεύσεις και καθυστερήσεις. Άλλωστε, το πρότυπο επιτυχίας για τις ντόπιες επιχειρήσεις είναι να πουληθούν σε κάποια πολυεθνική, με τον ίδιο τον ΣΕΒ να παραδέχεται μόνιμα εδώ και χρόνια πως οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) είναι η μόνη λύση για την εγχώρια παραγωγή. Και μπορεί ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του για την πορεία της οικονομίας ν’ αναγνωρίζει ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι της πείνας και ότι αυτό δημιουργεί μιας τάξης πρόβλημα, αλλά φροντίζει να επισημάνει ότι οι όποιες αυξήσεις δεν πρέπει να ξεπερνούν την αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτής που (όπως έχουμε γράψει αναλυτικά σε προηγούμενα φύλλα της ΠΣ) καθόλου δεν εξαρτάται απ’ το πόσο «τρέχουν» οι εργαζόμενοι, αλλά καθορίζεται απ’ τα μεγέθη και τη σύνθεση των κεφαλαίων που τοποθετούνται, που με τη σειρά τους συνδέονται με το είδος της δραστηριότητας. Και υψηλή παραγωγικότητα εμφανίζει βασικά η βαριά βιομηχανία, όχι οι υπηρεσίες τύπου τουρισμού. Για την όποια παραγωγή στη χώρα, η κύρια στόχευση είναι οι εξαγωγές, καθώς τα εισοδήματα στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά προσφέρονται για εγχώρια ζήτηση· και έτσι προβλέπεται να συνεχίσει για τους εργαζόμενους.
Το νομοσχέδιο σκοπεύει να διασφαλίσει αυτή την πορεία:
Η κυβέρνηση καθυστερεί και γιατί γνωρίζει ότι έχει τον εργαζόμενο λαό απέναντί της και μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις, ξεπερνώντας τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, που εδώ και χρόνια κάνουν πως δεν βλέπουν τη λαίλαπα των αντεργατικών νόμων. Πιστές στο δόγμα της μη-σύγκρουσης με κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις, οι δυνάμεις που ελέγχουν τα συνδικαλιστικά όργανα είτε αναζητούν «θετικές πλευρές» στα αντεργατικά νομοσχέδια είτε αρνούνται την πάλη ενάντιά τους, τόσο πριν ψηφιστούν όσο και μετά. Πρώτο και «καλύτερο» το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ, που σε κάθε περίπτωση δηλώνει πως «ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά». Ενίοτε υπερθεματίζει πως «ο νόμος έχει μείνει στα χαρτιά» την ίδια ώρα που το ίδιο εφαρμόζει όποια πλευρά αφορά τη λειτουργία και δράση των συλλογικών οργάνων. Η περίπτωση της ηλεκτρονικής κάλπης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του «νόμου Χατζηδάκη» είναι χαρακτηριστική αλλά όχι η μόνη. Η στάση που έχουν κρατήσει οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ σε μια σειρά εργατικούς αγώνες που ξέσπασαν το τελευταίο διάστημα αναδεικνύει τη γραμμή της ευθυγράμμισης με τις απαιτήσεις του νόμου και συνολικά την υποταγή στην αστική νομιμότητα, όσο μηδαμινά κι αν είναι τα περιθώρια που αφήνει για τους εργατικούς αγώνες.
Το νομοσχέδιο που ετοιμάζεται είναι βαθιά αντεργατικό, ακόμα κι αν διανθιστεί -όπως συνηθίζεται- με «φιλεργατικές» διατάξεις. Γράφεται το ενδεχόμενο μείωσης του ποσοστού εργαζομένων ενός κλάδου που απαιτείται ν’ απασχολούν οι εργοδότες που ανήκουν σε ένωση ώστε να κηρυχτεί υποχρεωτική μια κλαδική συλλογική σύμβαση. Στην πράξη, η μόνη κατεύθυνση που θέλει να ενισχύσει η κυβέρνηση είναι να γίνουν οι ΣΣΕ «αδειανά πουκάμισα», συμφωνίες που θα ορίζουν το ταβάνι των εργατικών διεκδικήσεων, σε μια περίοδο που οι τελευταίες αυξάνονται. Το εργατικό κίνημα δεν έχει κανέναν λόγο να συγκαλύψει τις πραγματικές στοχεύσεις του νομοσχεδίου. Πρέπει να τις αποκαλύψει πλατιά και να προτάξει τον μαζικό αγώνα των εργαζομένων για να μην περάσει αυτό το νέο χτύπημα στα εργασιακά δικαιώματα.