1. Οι εξοπλισμοί αρχίζουν με θυσίες και καταλήγουν σε τραγωδίες
2. Οι εξοπλισμοί σημαίνουν εξάρτηση
3. Κούρσα εξοπλισμών: Βασικός όρος της προετοιμασίας του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου
4. Δεν αντέχουν οι προϋπολογισμοί την πολεμική έξαψη
6. Μέτωπο των λαών, για να μην πληρώσουμε και να μη γίνουμε καύσιμη ύλη των πολέμων τους
7. Το νέο «εθνικό ιδεώδες» της αστικής τάξης είναι να «ματώσουμε για τους συμμάχους μας»
8. Ο «Επανεξοπλισμός της Ευρώπης» για την «Ετοιμότητα 2030»
Αρκεί μία συνοπτική αναφορά στο τι προβλέπει ο σχεδιασμός των εξοπλιστικών που εξήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση λίγες εβδομάδες πριν. Περιλαμβάνονται οι «κλειδωμένες» αγορές για 20 μαχητικά F-35 (ΗΠΑ ) με οψιόν για άλλα 20 (!), οι 3+1 φρεγάτες BELHARRA (Γαλλία) καθώς και ο περιβόητος αντιαεροπορικός anti-drone θόλος που θα στηθεί με τεχνογνωσία και οπλικά συστήματα από Ισραήλ. Εντός είναι οι πληρωμές για τα 24 Rafale (Γαλλία), η αναβάθμιση των F-16 (ΗΠΑ) και τα αμερικάνικα ελικόπτερα Black Hawk. Τρέχουν παράλληλα οι συζητήσεις για αγορά φρεγατών Constellation και πυραυλικών συστημάτων HIMARS από τις ΗΠΑ και εντάσσονται στο μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό. Επίσης συνυπολογίζεται το κόστος συντήρησης αυτών των πανάκριβων οπλικών συστημάτων, κόστος που συνήθως για όλη τη διάρκεια ζωής τους προσεγγίζει το τριπλάσιο της αξίας αγοράς. Αυτές τις αγορές θα τις πληρώνει ο λαός στην πραγματικότητα για κάμποσες δεκαετίες...
Πρόκειται για εξοπλιστικά προγράμματα ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα, αξίας 25 δισ. ευρώ (με πρόβλεψη να φτάσουν τα 28 δισ.) και ορίζοντα ώς το 2036, με αγορές κατά βάση από τις πολεμικές βιομηχανίες των ιμπεριαλιστικών αφεντικών. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε και από την εποχή των S-300, επιτρέπονται μόνο «ψώνια» νατοϊκής προέλευσης.
Η Ελλάδα διατηρεί μία από τις πρώτες θέσεις εντός ΝΑΤΟ στις λεγόμενες αμυντικές δαπάνες, που πλέον βρίσκονται στο 2,5% του ΑΕΠ, θέση που δεν έχασε ούτε τα χρόνια των μνημονίων. Το γκάζι βέβαια πατήθηκε στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ με την επίσκεψη Τσίπρα στον διαβολικό Τραμπ και πλέον οι δαπάνες έχουν απογειωθεί.
Βρισκόμαστε σε μια διεθνή συγκυρία που και οι δύο πυλώνες της εξάρτησης ευνοούν την ελληνική εξοπλιστική κούρσα. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στην επιχείρηση στριμώγματος των συμμάχων του εκβιάζει για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο απίθανο 5%, κάτι που θα τεθεί και στην επόμενη σύνοδο του ΝΑΤΟ. Από την άλλη, οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές με το Rearm και το SAFE επιταχύνουν τον εξοπλισμό της Ε.Ε. για να πλασαριστούν με καλύτερους όρους στο δυτικό στρατόπεδο.
Σε αυτό το πλαίσιο διεθνούς πολεμικής προετοιμασίας, η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς, προσθέτει δεσμεύσεις και βαθαίνει την εμπλοκή στον πόλεμο. Μπορεί να βρίσκεται εκτός του προγράμματος SAFE, αφού χώθηκε η ανταγωνίστρια Toυρκία, αλλά αξιοποιεί το Rearm και λυγίζει τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας για να αγοράσει νέα όπλα. Έτσι ο Στουρνάρας και οι υπόλοιποι οικονομολόγοι του συστήματος, που ξεσπαθώνουν όταν πρόκειται για αυξήσεις στο μεροκάματο, ξαφνικά ανακάλυψαν τα οφέλη της πολεμικής οικονομίας. Άλλωστε ο λογαριασμός θα σταλεί στα συνήθη υποζύγια, που πρέπει να δεχτούν να φορτώσουν και άλλα στη ράχη τους.
Όσον αφορά τη συζήτηση που τροφοδοτείται από αστικές πλευρές για το ρόλο της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, έχουν αξία να αναφερθούν δύο σημεία. Πρώτο, παρά τις εντυπωσιοθηριακές ανακοινώσεις από την κυβέρνηση (25% εγχώρια συμμετοχή στους ελληνικούς εξοπλισμούς) καταγράφεται ότι οι ίδιοι οι παράγοντες του χώρου αποφεύγουν τις δεσμεύσεις ενός προγράμματος και προτιμούν να ενταχθούν στην κατασκευαστική αλυσίδα των μεγάλων κολοσσών του εξωτερικού. Η σχέση εξάρτησης εκφράζεται και σε αυτό τον κλάδο της παραγωγής.
Δεύτερο, η βάση της συζήτησης είναι οι αγωνίες της ντόπιας άρχουσας τάξης που διαπιστώνει ότι μένει πίσω σε σχέση με την ανταγωνίστρια γειτονική Τουρκία που κάνει βήματα στην πολεμική βιομηχανία. Αυτός είναι ο κοινός τόπος των παρεμβάσεων της αστικής αντιπολίτευσης, με αυτό το πνεύμα τοποθετείται και το ρεφορμιστικό ΚΚΕ.
Οι ατέρμονοι πολεμικοί εξοπλισμοί που εξαγγέλλονται πάντα στο όνομα της «ασφάλειας» διαχρονικά στόχευαν και στοχεύουν στην ενίσχυση του ρόλου της άρχουσας τάξης στην περιοχή εις βάρος της Τουρκίας στο πλαίσιο του άδικου, αντιδραστικού ανταγωνισμού των δύο αστικών ελίτ.
Οι ιμπεριαλιστές, από την πλευρά τους, που είναι και οι βασικοί προμηθευτές των οπλικών συστημάτων και για τις δύο χώρες, από την εποχή τού «7 προς 10» ώς σήμερα φροντίζουν να κρατούν το κλειδί των εξελίξεων, να μεγαλώνουν το δικό τους ρόλο, να ευθυγραμμίζουν τις δύο ελίτ στις δικές τους στοχεύσεις με καρότο και μαστίγιο. Πρόσφατη είναι η σφαλιάρα που έφαγαν τα ντόπια επιτελεία από τη «σύμμαχη» Γαλλία με τους meteor, ανοιχτό ζήτημα παραμένουν οι S-400 για τη Τουρκία. Το εξοπλιστικό σπιράλ, όπως έχει αποδειχτεί διαχρονικά, καταλήγει να διευκολύνει τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και μεθοδεύσεις, είτε «κατευναστικές» είτε πολεμικές.
Η άρχουσα τάξη, με το βλέμμα πάντα στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, συμμετέχει στην εξοπλιστική φρενίτιδα. Δηλώνει «παρών» να αναλάβει αποστολές για τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά από την Ερυθρά ώς την Ουκρανία. Δίνει όλη τη χώρα για να αλωνίζουν τα νατοϊκά στρατεύματα. Στήνει άξονα με τα μαντρόσκυλα των ΗΠΑ, τους σιωνιστές σφαγείς. Αυτός είναι ο οδικός χάρτης της, η εθνική γραμμή της. Και για να πειθαναγκάσει το λαό να την αποδεχτεί, την ντύνει με τα αντίστοιχα αφηγήματα: «η σωστή πλευρά της Ιστορίας», «η επιτιθέμενη Τουρκία», «οι βάσεις εγγυώνται την ειρήνη», «εξοπλισμοί για την ασφάλεια της χώρας».
Για τους εργάτες και το λαό, αυτή η πορεία έχει μόνο θυσίες και οδηγεί σε τραγωδίες. Ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής και για τα συμφέροντα του κόσμου της δουλειάς είναι σε σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική. Για αυτό έχει ανάγκη να απορρίψει τα αστικά αφηγήματα και να παλέψει για την ανατροπή αυτής της πορείας, να χαράξει το δικό του δρόμο.
Ποιος ελέγχει τη χρήση των οπλικών συστημάτων, ποιος δεσμεύει την οικονομία;
Πολλοί επιμένουν μόνο στην οικονομική πλευρά των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Όχι πως κι αυτή δεν είναι πολύ σοβαρή, αλλά -μιλώντας για εξαρτημένες χώρες σαν την Ελλάδα- στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της συνολικότερης και αρκετά πιο πολύπλοκης σχέσης της εξάρτησης.
Όταν η σχέση αυτή είναι η κυρίαρχη ανάμεσα στον πωλητή και τον αγοραστή στρατιωτικών εξοπλισμών, όταν, δηλαδή ο αγοραστής είναι εξαρτώμενος από τον πωλητή, υπάρχουν ορισμένα πολύ συγκεκριμένα πράγματα, που, όσο κι αν θέλουμε, δεν μπορούμε να προσπερνάμε.
Ο πωλητής πουλάει ό,τι θέλει και σε ό,τι τιμή θέλει στον αγοραστή, δημιουργώντας, έτσι, ισχυρές δεσμεύσεις στην οικονομία του. Το βάρος πέφτει στους εργαζόμενους, όχι μόνο άμεσα, αλλά και έμμεσα, γιατί η οικονομία συνολικά οργανώνεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πωλητών.
Η συμμετοχή της αμυντικής βιομηχανίας του αγοραστή στα εξοπλιστικά προγράμματα, που συχνά προβλέπεται, έχει στόχο την εξασφάλιση κάποιου κέρδους και για την αστική τάξη του αγοραστή, αλλά και τον αποπροσανατολισμό του λαού ότι πρόκειται για επενδύσεις με αναπτυξιακό χαρακτήρα.
Όμως το κουμάντο το κάνει πάντα ο πωλητής. Και ο στόχος του δεν είναι μόνο να πουλήσει για να βγάλει κέρδος, ούτε κυρίως αυτό. Στόχος του είναι να ελέγξει συνολικά τον αγοραστή, για να εξασφαλίσει ότι τα όπλα που θα του πουλήσει θα χρησιμοποιηθούν για να υπηρετήσουν τα δικά του συμφέροντα.
Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό. Η χώρα ξοδεύει δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς, όχι για να υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα, ούτε καν για να υποστηρίξει η αστική τάξη τις διεκδικήσεις της, κύρια ενάντια στον βασικό ανταγωνιστή της, την τούρκικη αστική τάξη. Τα όπλα δεν της τα πουλάνε για να τα στρέψει ενάντια στη ΝΑΤΟϊκή σύμμαχο, αλλά βασικά για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ σε μια γεωπολιτικά ευαίσθητη περιοχή.
Κι έτσι, παράλληλα, η αναλογία των εξοπλισμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτελεί ζήτημα διεκδίκησης και για τις δυο αστικές τάξεις, οι οποίες ζητούν την αμοιβή τους για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στους ιμπεριαλιστές και καλύτερη μεταχείριση η μια από την άλλη.
Επίσης, βασικός προμηθευτής όπλων για την Ελλάδα παραμένουν, βέβαια, οι ΗΠΑ, αλλά και η Γαλλία ήταν από χρόνια επίσης σημαντικός. Οι αγορές των Rafale και των Belhara ήταν η προσπάθεια των Γάλλων να μπουν σφήνα σε μια συνολικά αμερικανόστροφη πορεία της ελληνικής άρχουσας τάξης, η οποία προσφέρει γη και ύδωρ στη μεγάλη υπερατλαντική σύμμαχο.
Άρα, το να αγοράζει κατά περίπτωση η Ελλάδα από Αμερικάνους και Ευρωπαίους είναι αποτέλεσμα (και αντικείμενο) της μεταξύ τους αντιπαράθεσης και όχι μια απόφαση της ελληνικής άρχουσας τάξης για οικονομικούς ή και επιχειρησιακούς λόγους. Αν ήταν άραγε φτηνότερα τα κινέζικα ή τα ρώσικα όπλα θα τα αγόραζε; Κάποτε το επιχείρησε, με τους S300. Tι να απέγιναν άραγε;
Οι εξοπλισμοί είναι, επομένως, αναπόσπαστο κομμάτι της σχέσης της εξάρτησης. Από αυτήν προέρχονται και αυτήν υπηρετούν. Όσοι βλέπουν σε αυτούς μόνο το οικονομικό κομμάτι δεν βλέπουν ή και απορρίπτουν τη σχέση της εξάρτησης, δίνοντας στις εξαρτημένες χώρες δυνατότητες που ποτέ δεν είχαν και ποτέ δεν θα αποκτήσουν στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Γιατί η ανεξαρτησία είναι υπόθεση των λαών, όχι των αστικών τάξεων.
Ολόκληρος ο πλανήτης τραντάζεται από την άγρια ιμπεριαλιστική σύγκρουση για την παγκόσμια κυριαρχία. Με πρωταγωνιστές την τριάδα ΗΠΑ-Ρωσία-Κίνα και από δίπλα τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, αλλά και την Ιαπωνία, η πάλη για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, θεμελιακό στοιχείο του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος εν γένει, έχει τεθεί στις μέρες μας ως ζήτημα ημερήσιας διάταξης και αποτελεί την κύρια πηγή των συντελούμενων αναδιατάξεων, των συγκρούσεων, των αντιφάσεων και των αδιεξόδων, που χαρακτηρίζουν τις εξελίξεις.
Αυτή η αδυσώπητη διαπάλη για την παγκόσμια κυριαρχία ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ξετυλίγεται σε σχέση αλληλοτροφοδότησης με την προσπάθεια του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος να ξεπεράσει τη δομική του κρίση, που εκφράζεται ως συνολική κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου ως σχέσης, ακριβώς στη βάση αυτής της σύμπλεξης. Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, που διεξάγονται σε όλα τα επίπεδα, λειτουργούν ως παράγοντας περαιτέρω όξυνσης της κρίσης, για την οποία αναζητείται διέξοδος μέσα από την παραπέρα κλιμάκωση των ανταγωνισμών.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο οικονομικός-εμπορικός πόλεμος όλων εναντίον όλων, που -μετά και από τις αποφάσεις της νέας διοίκησης της αμερικανικής υπερδύναμης- συντελείται με πρωτόγνωρη ένταση το τελευταίο διάστημα, κάθε άλλο παρά «επαρκεί» για να αναδείξει τον νικητή στον αγώνα για την αναδιανομή των αγορών και των σφαιρών επιρροής, τη δύναμη που θα μπορέσει να αποτελέσει μια νέα «ατμομηχανή» για το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Όλο και περισσότερο η αντιπαράθεση μεταφέρεται στο στρατιωτικό επίπεδο, σε νέα πολεμικά μέτωπα που αναδύονται, σε παλιές εστίες έντασης που αναζωπυρώνονται ύστερα από προσωρινές ανάπαυλες, στην κλιμακούμενη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού από το σιωνιστικό κράτος, του οποίου η ενίσχυση με κάθε μέσο είναι στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ και των δυνάμεων της Δύσης για την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αλλά και αυτός καθαυτός ο πόλεμος κεφαλαίων, κάθε άλλο παρά έχει αποκλειστικά και μόνο «στενά» οικονομικά χαρακτηριστικά, μιας και αξιοποιείται ως εργαλείο στην κατεύθυνση διαμόρφωσης των στρατηγικών συμμαχιών που απαιτούνται σε μια πορεία προς τη συνολική αναμέτρηση, τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον οποίο προετοιμάζονται οι κυρίαρχες δυνάμεις.
Την πορεία αυτή εγκαινίασε η σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ-Δύσης και της Ρωσίας στην Ουκρανία, συμπυκνώνοντας την παρόξυνση της αντίθεσης μεταξύ των δύο βασικών στρατηγικών αντιπάλων στο παγκόσμιο στερέωμα, του αμερικάνικου και του ρώσικου ιμπεριαλισμού. Τα κρίσιμα παγκόσμιων διαστάσεων διακυβεύματα του άδικου ουκρανικού πολέμου είναι που τον έχουν μετατρέψει σε πεδίο διαμόρφωσης των όρων της γενικευμένης αντιπαράθεσης μεταξύ των ιμπεριαλιστών και δεν αφήνουν σε καμία πλευρά την επιλογή της «εγκατάλειψής» του. Αντιθέτως, πίσω από τις διακηρύξεις και τις πρωτοβουλίες «ειρήνευσης», που βρίσκονται σε εξέλιξη, κρύβεται το ότι έχουμε μπει σε μια φάση κατά την οποία οι πρωταγωνιστές του αναζητούν την τροποποίηση των όρων διεξαγωγής του, ο καθένας σε βάρος του αντιπάλου του.
Η παγκόσμια εξοπλιστική φρενίτιδα, επομένως, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά αναπόσπαστο στοιχείο αυτού του σκηνικού έντασης. Δεν αφορά μόνο ούτε κυρίως την επιδίωξη των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων να βρουν επενδυτική διέξοδο στην πολεμική βιομηχανία και των μονοπωλίων να διαμορφώσουν νέα πεδία κερδοφορίας, όπως διατείνονται μια σειρά από οικονομίστικες αναλύσεις αστών δημοσιολόγων και ρεφορμιστών. Στην πραγματικότητα, με την κούρσα των εξοπλισμών προετοιμάζεται ο νέος μεγάλος πόλεμος, η μόνη διέξοδος που έχει το σύστημα από την κρίση και τις αντιθέσεις του.
Όλο και πιο καταστροφικά οπλικά συστήματα, λοιπόν, προστίθενται στη φαρέτρα των ιμπεριαλιστών ενόψει του επιδιωκόμενου νέου κύκλου καταστροφής, απειλώντας τη ζωή των λαών και το μέλλον της ανθρωπότητας. Όλο και μεγαλύτερη φτώχεια και εκμετάλλευση καλούνται να υπομείνουν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και τις εξαρτημένες χώρες, σε Δύση και Ανατολή, προκειμένου να υπηρετηθεί η πορεία μεγέθυνσης της στρατιωτικής ισχύος του κάθε ιμπεριαλιστή έναντι «συμμάχων» και ανταγωνιστών, όπως πολύ χαρακτηριστικά αποτύπωσε η προσταγή του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Ρούτε, προς τα κράτη της Ευρώπης πριν από μερικούς μήνες. Όλο και πιο αντιδραστικά διαμορφώνεται η δημόσια και πολιτική ζωή, με τη μαύρη αντίδραση σε όλα τα επίπεδα να επιχειρεί να κυριαρχήσει και να καθυποτάξει τους λαούς, έτσι ώστε να οδηγηθούν αδιαμαρτύρητα στα πολεμικά σφαγεία.
Με βάση όλα αυτά, προκύπτει ότι η εναντίωση στους εξοπλισμούς είναι κορυφαίο καθήκον της εργατικής-λαϊκής πάλης, όρος συγκρότησης αντιστάσεων απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου και τα σχέδια των ιμπεριαλιστών. Οι λαοί δεν παλεύουν ενάντια στους εξοπλισμούς επειδή υποτίθεται πως ένας άλλος, πιο «δίκαιος» καπιταλισμός, με «κοινωνικά ευαίσθητη» κατανομή των κρατικών δαπανών είναι εφικτός. Αγωνίζονται ενάντια στην κούρσα του θανάτου, γιατί θέλουν να ζήσουν! Και για να ζήσουν, πρέπει να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, που θυσιάζονται στον βωμό της πολεμικής βιομηχανίας, αλλά και το μέλλον και την προοπτική τους, που σκοτεινιάζουν από τα σύννεφα ενός παγκόσμιου μακελειού, που όλο και συσσωρεύονται.
Όταν άρχισαν να δημοσιοποιούνται οι αποφάσεις της ΕΕ για την ένταση των πολεμικών εξοπλισμών, δεν έλειψαν τα «επιστημονικά» άρθρα (πρωτοστάτησε το γνωστό και μη εξαιρετέο Liberal) που υποστήριζαν ότι κάτι τέτοιο θα αναζωογονούσε τη βαλτωμένη μεταποιητική βιομηχανία στη χώρα μας και στην Ευρώπη.
Αν και κάτι τέτοιο έχει μία βάση (πρόκειται για συσσωρεύσεις κεφαλαίων που ρίχνονται στην πολεμική παραγωγή, παράγοντας π.χ. προσλήψεις εργατικού προσωπικού), ωστόσο υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς, ποσοτικούς και χρονικούς.
Γιατί είναι ένα πράγμα η παραγωγή πολεμικού υλικού (όχι μόνο από τη Γερμανία) με σκοπό την πώλησή του σε τρίτους αγοραστές για εμπορικό κέρδος, όπου ο κύκλος αναπαραγωγής των κεφαλαίων λειτουργεί κλασικά «καπιταλιστικά» (χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα) και άλλο πράγμα όταν αυτή η παραγωγή κατευθύνεται π.χ. στο εσωτερικό της ΕΕ και κάθε χώρας, για να ενισχύσει τη λεγόμενη αμυντική (δηλαδή πολεμική) της ικανότητα.
Σε αυτή την περίπτωση, αξίες που έχουν αποσπαστεί από τη φορολόγηση των λαών και των εργαζομένων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού μεταφέρονται στην παραγωγή πολεμικού εξοπλισμού. Δηλαδή δεσμεύονται δημόσιοι πόροι και δημιουργούνται δημοσιονομικά ελλείμματα, προκειμένου να ενισχυθεί η πολεμική βιομηχανία, σε βάρος ακόμα και των συνεχώς μειούμενων -τα τελευταία χρόνια- δημοσιονομικών πόρων και δαπανών.
Και ειδικά για «κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες», όπως λέγεται.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει περίπτωση να «είναι αρκετοί» οι δημοσιονομικοί πόροι, για να καλύψουν την παρόξυνση της αντίθεσης Ευρώπης-Ρωσίας και αναμένονται υπερβάσεις. Αυτό είναι και το νόημα των εξαιρέσεων που αποφάσισε η Κομισιόν -προσέξτε!- για τις μελλοντικές πολεμικές δαπάνες.
Η Αllianz-Trade σε ανάλυσή της εξηγεί πως θα κλείσει το χάσμα των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη, ωστόσο εκφράζει ανησυχία για τα δημοσιονομικά των κρατών μελών.
«Οι αμυντικές δαπάνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αυξηθούν κατά 140 δισ. ευρώ ετησίως, ήτοι από 2,2% σε 3% επί του ΑΕΠ εκπροσωπώντας το 4% του ΑΕΠ -ποσοστό που αντιστοιχεί σε 320 δισ. ευρώ ετησίως- με το 50% να δαπανάται σε στρατιωτικό εξοπλισμό, έναντι του 25% που είναι σήμερα, σύμφωνα με την Allianz-Trade.
Η Ευρώπη στηρίζει τον νέο αμυντικό προϋπολογισμό σε πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις. Ωστόσο, επειδή η Γερμανία απαγορεύει νέες αυξήσεις φόρων, εξαιτίας των ασθενών οικονομικών προοπτικών της, αλλά και επειδή Ευρωπαίοι πολίτες αντιστέκονται σε νέες φορολογικές επιβαρύνσεις, το πιθανότερο είναι πως το αμυντικό κενό θα κλείσει με τη συνεισφορά των κονδυλίων ύψους 300 δισ. ευρώ από τον πρόγραμμα χρηματοδότησης του NGEU της ΕΕ, που θα είναι διαθέσιμα προς διανομή μέχρι το 2026».
Σύμφωνα με την Allianz, αν δεν προταθεί ο δρόμος της άμεσης φορολογικής επιβάρυνσης, περικόπτεται αρχικά το φιλόδοξο πρόγραμμα New Generation, με ό,τι αυτό σημαίνει για υποδομές που δεν συνδέονται άμεσα με τα φιλοπόλεμα σχέδια. Και συνεχίζει η έκθεση:
Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι το χρέος της ΕΕ έχει ήδη αυξηθεί μέσω προηγούμενων προγραμμάτων, όπως με το NGEU 840 δισ. στα τέλη του 2024. Τα κράτη της Ευρώπης, εκτός της Γαλλίας, έχουν υψηλότατες εκδόσεις χρέους, γεγονός που συνέβαλε στην αύξηση των επιτοκίων. Αυτό σύμφωνα με την Allianz σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης χρέους θα αυξηθεί κατά 20% στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έως το 2026 από σχεδόν μηδενικό πριν από την Covid, εγείροντας ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα των κρατών και για την αύξηση των αποδόσεων, εάν οι αμυντικές δαπάνες τελικά δεν χρηματοδοτηθούν μέσω αύξησης φόρων. Ή με μειώσεις δαπανών.
Στην πραγματικότητα, ακόμα και μετά τη δήλωση Ρούτερ για «μικρά ποσά» (sic) που θα αποσπαστούν από τα κονδύλια για μισθούς, συντάξεις, επιδόματα κ.λπ., οι ιθύνοντες της ΕΕ κυρίως ενδιαφέρονται ώστε ο μαζικός επανεξοπλισμός των ευρωπαϊκών κρατών να γίνει από ίδιους πόρους και να πληρώσουν λιγότερα στις αμερικάνικες εισαγωγές, καθώς οι ΗΠΑ κυριαρχούν στον τομέα αυτό.
Μην ξεχνάμε ότι στην ΕΕ δραστηριοποιούνται περίπου 650 εταιρείες που ασχολούνται με τους πολεμικούς εξοπλισμούς, κάποιες όμως από αυτές είναι πραγματικά μεγάλες.
Όσον αφορά τη χώρα μας, δεν κινδυνεύει από το όριο του 3% του ΑΕΠ για πολεμικές δαπάνες, καθώς ήδη ένα 3% του ΑΕΠ πηγαίνει στις πολεμικές δαπάνες και είναι συνετότατος αγοραστής και μεταπράτης (ανάλογα της αστικής της τάξης). Για φέτος, η δαπάνη αυξήθηκε 3,6 δισ. ευρώ (όσο ακριβώς ήταν το όριο) και σε αυτά περιλαμβάνονταν και 800 εκατομμύρια αύξησης για την Άμυνα, όπως γράφει η ηλεκτρονική οικονομική επιθεώρηση «new money».
Σε κάθε περίπτωση, όφελος θα ήταν -όπως προβάλλεται- να εξαιρεθεί από τον «κόφτη» ετήσιας αύξησης κρατικών δαπανών. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί...
Πρώτα και κύρια γιατί η «ελάφρυνση» αφορά μελλοντικές αμυντικές δαπάνες, ωστόσο τα κεφάλαια δεν αρκούν και θα απαιτηθεί δανεισμός στο παρόν. Θα απαιτηθεί μάλιστα ένα «κοκτέιλ» εθνικής και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
Έπειτα, το χρέος, ακόμα και αν μειώνεται ονομαστικά μέσω του πληθωρισμού, είναι τεράστιο και είναι το μεγαλύτερο της ευρωζώνης. Ακόμα, λοιπόν, και αν η χώρα έπαιρνε φτηνά δάνεια, πρέπει αυστηρά να συνεχίζει να μειώνεται το δημόσιο χρέος της, για να φτάσει στο 50% των χωρών της ΕΕ.
Τέλος, η όποια εξαίρεση δεν πρόκειται να έχει μόνιμο χαρακτήρα και μετά το 2026. Καθώς οξύνεται ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, θα «απαιτηθούν» πολλά περισσότερα.
Ποιος θα είναι ο αποδέκτης και το τελικό θύμα αυτών των αναγκών μέσα σε ένα μάλιστα περιβάλλον συνολικής αβεβαιότητας δεν θέλει και πολλή σκέψη.
Όσο για την αστική τάξη, θα προσπαθήσει παρά τις «στριμούρες» της, που θα τις φορτώσει στον λαό, να επωφεληθεί από το φαγοπότι ως συμπληρωματικός «παίχτης».
Αν και δεν διαθέτει βαριά βιομηχανία με την πλειοψηφία των εταιρειών που «σηκώνουν χέρι» να είναι μέσου βιομηχανικού βεληνεκούς (πλην ίσως της Melten του Μυτιληναίου) παράγοντας κυρίως λογισμικό για τα άλλα δύο επίπεδα των σύγχρονων πολέμων (ψηφιακός χώρος-δορυφόροι) και λιγότερο συμπαγή υλικά μέρη οπλικών συστημάτων, παρόλα αυτά θα προσπαθήσει να κερδίσει τα μέγιστα από την πολεμική μεταστροφή και μεταμόρφωση και της ελληνικής οικονομίας.
Δεν υπάρχει στοιχειώδης αμφιβολία περί τούτου!
ΔΜ
Ο Δένδιας δήλωσε ότι η χώρα δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα SAFE αλλά στο Rearm. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα μπει σε πρόγραμμα δανεισμού αλλά επιδότησης και μικτής συμμετοχής.
Αναγνωρίζουν και οι ίδιοι ότι η κατάσταση με το δημόσιο χρέος δεν επιτρέπει επιπλέον δανεισμό. Τώρα βέβαια, όποιος επιδοτεί έχει και το δικαίωμα συμμετοχής στα «αμυντικά» προγράμματα της χώρας.
Στροφή στην πολεμική οικονομία έχουν αποφασίσει οι ιμπεριαλιστές και τραβάνε στο άρμα των πολεμικών προετοιμασιών όλες τις εξαρτημένες αστικές τάξεις. 800 δισ. θα δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τις πολεμικές προετοιμασίες (Rearm-Readiness) και τη στήριξη του άδικου πολέμου στην Ουκρανία. 28 δισ. θα προσφέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην κούρσα των εξοπλισμών για να μετατραπεί η χώρα σε βάση στήριξης των Αμερικανό-Νατοϊκών φονιάδων. Τα λεφτά των εργαζομένων και του λαού, τα λεφτά από τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων θα πάνε στη βιομηχανία όπλων και στην αγορά πυρομαχικών. Οι εργάτες και οι λαοί είναι αυτοί οι οποίοι θα ξεζουμιστούν για να γίνουν οι πόλεμοι των ισχυρών. Η πορεία προετοιμασίας των όρων του νέου παγκόσμιου πολέμου φέρνει εκμετάλλευση, φτώχεια και θάνατο για τους λαούς.
Την ίδια ώρα που ξεζουμίζουν τους εργαζόμενους από τους κόπους τους, προωθούν τη φασιστικοποίηση και τον εθνικισμό. Το κεφάλαιο επιλέγει τις πιο ακραίες και επιθετικές μορφές που έχει για να εκφραστεί. Για αυτό και στην Ευρώπη βασική τάση πλέον μέσα στα κοινοβούλια είναι ο εθνικισμός και οι ακροδεξιές δυνάμεις. Σπέρνουν το μίσος και το σοβινισμό γιατί ξέρουν καλά ότι σε συνθήκες προετοιμασίας ενός νέου παγκόσμιου πολέμου θέλουν τους εργάτες και τους λαούς να μην αντιστέκονται, να μην αδελφώνονται και να παλεύουν από κοινού αλλά να υπακούν στα σχέδια του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.
Στηρίζουν όλες οι αστικές κυβερνήσεις της Δύσης το μακέλεμα, τη λιμοκτονία και τον αφανισμό του ηρωικού λαού της Παλαιστίνης από το κράτος δολοφόνο του Ισραήλ. Δίνουν γη και νερό για τη διευκόλυνση του πολέμου στην Ουκρανία, του οποίου η έκβαση θα διαμορφώσει τους όρους του Γ’ παγκοσμίου πολέμου. Στη χώρα μας η κυβέρνηση Μητσοτάκη στηρίζει ανοιχτά τη φασιστική κυβέρνηση-ανδρείκελο Ζελένσκι και διατηρεί, παρά τη λαϊκή κατακραυγή, σχέσεις με το νεοφασιστικό, σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ.
Οι λαοί του κόσμου, οι εργαζόμενοι και η νεολαία πρέπει να έχουν ξεκάθαρο ότι καμία κυβέρνηση, κανένα κοινοβούλιο, κανένας ιμπεριαλιστής δεν μπορεί να παλέψει για τα δικά τους συμφέροντα. Όχι μόνο δεν μπορεί, αλλά είναι και απέναντι σε αυτά. Για αυτό το λόγο δεν χωράει καμία αυταπάτη για το ποιος μπορεί να φέρει ευημερία και ειρήνη για τους λαούς. Την ειρήνη φέρνουν μόνο οι λαοί με την πάλη τους ενάντια στους άδικους πολέμους και την εκμετάλλευση. Το μόνο που μπορεί να σταθεί φραγμός στις πολεμικές εξελίξεις είναι το Κοινό Μέτωπο των λαών ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό.
Με βάση αυτή την αντίληψη το ΚΚΕ(μ-λ) πήρε την πρωτοβουλία να φτιαχτεί και συμμετέχει και κινητοποιείται στη Διεθνή Καμπάνια Κομμάτων και Οργανώσεων ενάντια στους εξοπλισμούς και τον πόλεμο. Για να αναδείξει το δρόμο των λαών κόντρα στις αστικές αντιλήψεις και τις αυταπάτες της υποταγμένης αριστεράς του κοινοβουλίου και της συνδιαλλαγής. Για να μπορέσει να δημιουργήσει όρους κοινής δράσης μέσα στο κίνημα αλλά και με άλλες δυνάμεις και κινήματα σε άλλες χώρες του πλανήτη. Για να προχωρήσει ο συντονισμός και η κοινή δράση των αγώνων ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στον πόλεμο έξω από τα σύνορα. Γιατί ο διεθνισμός είναι όπλο του κινήματος μπροστά στην επιθετικότητα του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού και είναι η βάση για να υπάρχει η αλληλεγγύη των λαών.
Για αυτό και πρέπει να αντιπαρατεθούμε σε αυτούς που στηρίζουν ανοιχτά τον πόλεμο και το ρεαλισμό της υποταγής σε αυτόν. Να προσπεράσουμε όλους αυτούς που τα έχουν ακουμπήσει στα αστικά κοινοβούλια και την «κοινή δράση» σε αυτά με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις, ενώ στο κίνημα έχουν απεμπολήσει τον όποιο κοινό βηματισμό και συντονισμό (βλέπε ΚΚΕ). Ο δρόμος του λαού είναι η αντίσταση, η οργάνωση και ο αγώνας. Είναι ο δρόμος της κοινής πάλης με τους υπόλοιπους λαούς του κόσμου.
Καλούμε κάθε αγωνιστή του κινήματος, κάθε νεολαίο και λαϊκό άνθρωπο να πλαισιώσει την καμπάνια ενάντια στον πόλεμο και τους εξοπλισμούς. Να μη δεχθεί να πληρώσει τους εξοπλισμούς τους, να μη δεχθεί να θυσιαστεί για τους πολέμους τους. Να συμμετάσχει στις πορείες, τις κινητοποιήσεις και τις εκδηλώσεις που διοργανώνονται, να μαζικοποιήσει το αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Να παλέψει για να οικοδομήσει το αναγκαίο Μέτωπο των Λαών και των Εργατών το οποίο μπορεί να μπει φραγμός στα πολεμικά σχέδια των ισχυρών.
Η δήλωση του (τότε) υπουργού Άμυνας της ΝΔ Παναγιωτόπουλου, το μακρινό 2019, ότι «θα χύσουμε ξανά το αίμα μας για τους συμμάχους μας», περιγράφει με ακρίβεια τη σημερινή κατάσταση και το… νέο εθνικό αφήγημα της μεγαλοαστικής τάξης. Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το ευρώ, στα μνημόνια και στην «επανίδρυση του κράτους», τώρα στην «ανάπτυξη» και τα εξοπλιστικά.
Η αστική τάξη, γνωρίζοντας καλά το μπόι και το ρόλο της, γνωρίζοντας καλά με ποιων τις πλάτες έχει ιστορικά εξασφαλίσει την κυριαρχία πάνω στο λαό και την εργατική τάξη, ένα πράγμα ξέρει να κάνει καλά. Να εφαρμόζει πιστά και πειθήνια τις επιταγές των μεγάλων αφεντικών. Και έχει να προσφέρει στα ξένα ιμπεριαλιστικά αφεντικά τα πάντα: γη, ύδωρ, χρήμα, μέχρι και τον ίδιο το λαό μας για να ταϊστούν τα κανόνια των ιμπεριαλιστών. Από εκεί που η ένταξη σε ΝΑΤΟ-ΕΕ ήταν εξασφάλιση οικονομικής ευρωστίας και προστασίας, μετά έγινε εξασφάλιση «του να μη χρεοκοπήσουμε», τώρα γίνεται εξασφάλιση ότι θα μας στείλουν στο μέτωπο να μακελευτούμε!
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία έλλειψη εγρήγορσης από τη μεριά μας. Τι και αν οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς νομίζουν ότι μπορούμε να χώσουμε το κεφάλι μας στην άμμο και να αποφύγουμε το ζήτημα. Τι και αν οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες κοιμίζουν τους εργαζόμενους και τους λένε ότι μπορούμε να ζητάμε «μια δίκαιη ανάπτυξη για όλους». Τι και αν το κλίμα που επικρατεί «στην πιάτσα» είναι το εξής: «ας βγάλουμε το σκασμό για τον ιμπεριαλισμό και τα εξοπλιστικά, και αν είμαστε πειθήνιοι, η αστική τάξη θα μας ρίξει ένα ξεροκόμματο». Η αστική τάξη απαιτεί να ματώσουμε. Πρώτα να ματώσουμε οικονομικά και ύστερα κυριολεκτικά. Άλλωστε ο γ.γ. του ΝΑΤΟ έχει δώσει το σάλπισμα: «ξεχάστε το κοινωνικό κράτος, έχουμε πόλεμο». Ξεχάστε τις περίφημες «κοινωνικές δαπάνες», τα σχολεία, τα νοσοκομεία, την προστασία των δασών και των πόλεων, τα αντιπλημμυρικά έργα, τη λαϊκή κατοικία! Τώρα έχουμε πόλεμο!
Κι ενώ κάποιοι κατηγορούν το λαό ότι δεν καταλαβαίνει, τα λαϊκά-εργατικά στρώματα μια χαρά έχουν καταλάβει. Στις στρατιωτικές σχολές πηγαίνουν παιδιά από τα λαϊκά και εργατικά στρώματα που βλέπουν ως διέξοδο εξασφάλισης την καριέρα στο στρατό. Κι όμως, με τη φτώχεια να μεγαλώνει και καμία διέξοδο να μη φαίνεται, οι στρατιωτικές σχολές πατώνουν. Γιατί; Επειδή τα λαϊκά στρώματα, και μάλιστα όχι αυτά στα οποία έχει πρόσβαση η Αριστερά (κάθε άλλο), έχουν πάρει τα μνήματα για το πού βαδίζουμε. Επειδή όμως δεν πείθεται ο κόσμος μόνο με μερικά κατοστάρικα να στείλει το παιδί του στον πόλεμο, χρειάζεται να επιστρατευτούν οι μαύρες εφεδρείες.
Αναγκαίο συμπλήρωμα λοιπόν θα είναι ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός, ο φασισμός. Θα πέσουν πάνω στο λαό μας όλα τα μαύρα κατακάθια, η εκκλησία και τα ΜΜΕ, να τον πείσουν ότι «θα κερδίσουμε αν πάμε με τους ισχυρούς». Θα παρουσιάσουν τη νέα «Μεγάλη Ιδέα», ότι η Ελλάδα θα πάρει από αυτό το μακελειό που έρχεται ένα κομματάκι, απέναντι στους γειτονικούς λαούς. Θα πυκνώσουν οι εκβιασμοί ότι «αυτοί που δεν θέλουν τα εξοπλιστικά είναι με τους απέναντι». Άλλωστε, γι’ αυτό το λόγο ο εθνικιστικός, αντισημιτικός χώρος έχει βγάλει το σκασμό για τη γενοκτονία στη Γάζα. Τα αφεντικά τώρα έχουν παραγγείλει να είμαστε με το Ισραήλ. Δεν μπορούμε να πάμε κόντρα στο «εθνικό αφήγημα».
Και για να περάσουν όλα αυτά, πρέπει να φιμωθούν οι φωνές Αντίστασης. Να πετάξουν έξω από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια αυτούς που θέλουν να χαλάσουν τη σούπα του εθνικού αφηγήματος. Να απαγορέψουν μια και καλή τις απεργίες και να φακελώσουν τα σωματεία. Να μαθαίνουν οι δάσκαλοι στα παιδιά ότι πρέπει να προετοιμαστούν για τον πόλεμο.
Απέναντι σε αυτές τα μεγάλα διλήμματα χρειάζονται σταράτες απαντήσεις και με γερό ταξικό, ιδεολογικό υπόβαθρο. Χρειάζεται να αποκαλύψουμε το περιεχόμενο των εξοπλισμών. Το περιεχόμενο του πολέμου που ετοιμάζουν. Να καταγγείλουμε ανοιχτά την πολεμική οικονομία. Ν κρατήσουμε ψηλά τις εργατικές και λαϊκές διεκδικήσεις, μην πειθαρχώντας στο νέο «εθνικό αφήγημα». Είδαμε τι χώρα έφτιαξαν τα προηγούμενα «εθνικά αφηγήματα». Είδαμε ποιοι έχουν κάτσει στο σβέρκο του λαού και τον γέμισαν εξαθλίωση, Τέμπη, εργασιακά κάτεργα. Είναι αυτοί που θέλουν να τον στείλουν στο μέτωπο. Είναι οι ίδιοι που καταργούν το 8ωρο. Είναι οι ίδιοι που δίνουν τις βόμβες στους σιωνιστές φασίστες. Δεν είναι οι σύμμαχοι μας αυτοί. Είναι οι σύμμαχοι της αστικής τάξης. Σύμμαχοι μας είναι οι λαοί που αγωνίζονται.
Το εργατικό-λαϊκό κίνημα πρέπει να αποκτήσει στους καιρούς που έρχονται ξεκάθαρο αντιιμπεριαλιστικό, αντιπολεμικό, ταξικό προσανατολισμό: όχι στα ΝΑΤΟϊκά εξοπλιστικά του θανάτου. Οι εργαζόμενοι δεν είναι κρέας για τα κανόνια τους!
Με τις αποφάσεις του εκτάκτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στις 6 Μαρτίου, υιοθετώντας την εισήγηση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν για το πρόγραμμα ReArm Europe, αλλά και τη δημοσίευση της Λευκής Βίβλου για την Ευρωπαϊκή Άμυνα που δημοσιεύτηκε στις 19 Μαρτίου, οι ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ διαμορφώνουν με γοργούς ρυθμούς το πλαίσιο και τους όρους για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.
Είτε ως «ReArm Europe», είτε ως «Readiness 2030», πρόκειται για τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας της ΕΕ και την αναπροσαρμογή της στην περίοδο προετοιμασίας, από τους ιμπεριαλιστές, των όρων για τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όπως τόνισε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Η εποχή του μεριδίου ειρήνης έχει περάσει προ πολλού… Πρέπει να επενδύσουμε στην άμυνα, να ενισχύσουμε τις ικανότητές μας και να υιοθετήσουμε μια προληπτική προσέγγιση στην ασφάλεια… Πρέπει να αγοράζουμε περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα. Διότι αυτό σημαίνει ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης. Αυτό σημαίνει τόνωση της καινοτομίας. Και αυτό σημαίνει δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς αμυντικού εξοπλισμού σε επίπεδο ΕΕ».
Σύμφωνα, λοιπόν, με το πρόγραμμα «ReArm Europe/Readiness 2030» και τη Λευκή Βίβλο που το συνοδεύει, η ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία καθώς και όσοι κλάδοι συνδέονται με αυτήν θα χρηματοδοτηθούν με το ποσό-μαμούθ των 800 δισ. ευρώ.
Τα 650 δισ. θα προκύψουν από την αύξηση τουλάχιστον κατά 1,5% του ΑΕΠ των κρατών μελών για τις στρατιωτικές και εξοπλιστικές δαπάνες σε σχέση με τις αντίστοιχες δαπάνες του 2021. Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενεργοποιεί προσωρινά τη ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, προκειμένου μέρος αυτής της αύξησης να μην προσμετρήσει στα ελλείμματα των χωρών. Είναι προφανές ότι από τους κρατικούς προϋπολογισμούς θα πετσοκοφτούν τα ήδη πετσοκομμένα κονδύλια που αφορούν κοινωνική πρόνοια (παιδεία, υγεία, μια σειρά επιδομάτων φτώχειας, επίδομα ανεργίας, συντάξεις κ.α.).
Τα υπόλοιπα 150 δισ. που θα «πέσουν» στην πολεμική βιομηχανία θα προέλθουν από τη σύσταση ενός ταμείου, τον Κανονισμό SAFE (Security Action for Europe), που στην ουσία πρόκειται για κοινό δανεισμό των κρατών μελών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τους «Θεσμούς» της ΕΕ. Δηλαδή, νέα Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, με την υποχρέωση των δανειζόμενων το 65% του δανείου να αφορά εξοπλισμούς που παράγονται από χώρες της ΕΕ. Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγει την πόρτα και για συμμετοχή στο πρόγραμμα τρίτων χωρών, Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) - Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) ή στην Ουκρανία. Έτσι, υπό όρους και περιορισμούς, εκτός από την Ουκρανία, Μ. Βρετανία, Καναδάς, Νορβηγία και Τουρκία μπορούν να συμμετέχουν στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα SAFE. Το επίμαχο ζήτημα, βέβαια, για τη ντόπια αστική τάξη είναι η συμμετοχή της Τουρκίας, που αποτελεί ακόμη μια διπλωματική αποτυχία στο γεωπολιτικό σκηνικό και στον ανταγωνισμό των δυο αστικών τάξεων.
Το πρόγραμμα «ReArm Europe/Readiness 2030», αλλά και η Λευκή Βίβλος ενσωματώνουν τις γενικές κατευθύνσεις της περιβόητης και κακόφημης «Έκθεσης Ντράγκι», που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2024. Έτσι, προκειμένου να στηριχθεί το ποσό των 800 δισ. και οποιαδήποτε αναγκαία αναπροσαρμογή προς τα πάνω, χρηματοδοτική πηγή θεωρείται η ανακατεύθυνση των κονδυλίων της «πολιτικής συνοχής» και των κοινωνικών κονδυλίων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ προς τις «αμυντικές» δαπάνες. Πρόκειται για μια ριζική ανακατεύθυνση κονδυλίων που αφορούν από την ΚΑΠ ως τα κάθε λογής κοινοτικά προγράμματα ΕΣΠΑ.
Παράλληλα, επειδή όπως επισημαίνεται «η ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων είναι απαραίτητη, πλην όμως από μόνες τους αυτές δεν επαρκούν», δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην «κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων». Για τον σκοπό αυτό προωθείται ένας νέος μηχανισμός για τη συγκέντρωση «ιδιωτικών» κεφαλαίων, η «Ευρωπαϊκή Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων», που συνδέεται με την «ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών» και όπως τόνισε η Πρόεδρος της ΕΕ «είναι απολύτως πρωταρχικής σημασίας» προκειμένου «να διασφαλίσουμε ότι τα δισεκατομμύρια των καταθέσεων των Ευρωπαίων θα επενδύονται σε αγορές εντός της ΕΕ».
Σε αυτό το πλαίσιο μπαίνει και η κατεύθυνση για την άμεση ενίσχυση του δευτέρου (επαγγελματικά ταμεία) και του τρίτου (ιδιωτική ασφάλιση) πυλώνα των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων για τα κράτη-μέλη, ώστε να επενδυθούν στην πολεμική βιομηχανία τα λιμνάζοντα αποθεματικά τρισεκατομμυρίων των ασφαλιστικών ταμείων. Γίνεται φανερό ότι η χρηματοδότηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, σε συνθήκες προετοιμασίας παγκοσμίου πολέμου, απαιτεί από τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια, εκτός από την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, την επιβολή εργασιακού και κοινωνικού μεσαίωνα, να βάλουν χέρι και στο ζεστό χρήμα των καταθέσεων και των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων.