Με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από το δημοψήφισμα του 2015 που προκήρυξε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπως συνήθως συμβαίνει σε «στρογγυλές» επετείους υπήρξε ένας καταιγισμός αρθρογραφίας, εκδηλώσεων, αντιπαράθεσης και προσπάθειας εξαγωγής συμπερασμάτων για το περιεχόμενο του «ΟΧΙ» και του «ΝΑΙ» του τότε δημοψηφίσματος. Βέβαια, άνοιξε και η υπόθεση της 6ης Ιούλη 2015, επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, με την απαίτηση του Τσίπρα να δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων, όπου αποφασίστηκε, από κοινού -με εξαίρεση το ΚΚΕ- η συνέχεια της «διαπραγμάτευσης» με ΕΕ-ΕΚΤ και ΔΝΤ, για λογαριασμό της ντόπιας άρχουσας τάξης και σε βάρος του εργαζόμενου λαού, που άνοιξε τον δρόμο για το τρίτο βάρβαρο μνημόνιο.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος αποκαλύφτηκε ακριβώς την επόμενη μέρα, κάτι που είναι αντικειμενικά αναμφισβήτητο και γκρέμισε τις αυταπάτες όσων θεώρησαν ότι το εργατικό-λαϊκό κίνημα και οι οργανώσεις του έπρεπε να συνταχθούν με το «ΟΧΙ» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, για να προωθηθεί η «ρήξη και η ανατροπή» με ΕΕ-ΔΝΤ. Το «μέτωπο» των αυταπατών ήταν ιδιαίτερα διευρυμένο, από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ («Αριστερό Ρεύμα» κ.λπ.) έως τους «μεταβατικούς» της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά.), καθώς και μεγάλο κομμάτι της αναρχίας. Από την άλλη μεριά, το ΚΚΕ με τη θέση του ΑΚΥΡΟΥ (κομματικό ψηφοδέλτιο με συνθήματα) ουσιαστικά δεν έθετε κανένα ζήτημα νομιμοποίησης του δημοψηφίσματος στον λαό, αλλά στεκόταν στην «άκρη» του, διευκολύνοντας έτσι τόσο την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και τις αυταπάτες που σκορπούσαν οι «μεταβατικοί» και οι υπόλοιποι.
Η θέση της ΑΠΟΧΗΣ από το κάλπικο δημοψήφισμα που υποστηρίχτηκε από το ΚΚΕ(μ-λ) και το ΜΛ-ΚΚΕ ήταν η μόνη θέση που επιβεβαιώθηκε την επόμενη κιόλας μέρα. Σε ανακοίνωση του Π.Γ. του ΚΚΕ(μ-λ) στις 30/6/2015 αναφέρεται «Το ΚΚΕ(μ-λ) καλεί τον λαό να γυρίσει την πλάτη του στον κυβερνητικό εκβιασμό. Δεν αποτελεί γραμμή άμυνας και αντίστασης για τον λαό η στοίχισή του πίσω από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέσω του δημοψηφίσματος. Γιατί στην «καλύτερη» περίπτωση, αυτό που θα φέρει είναι η έγκριση του κυβερνητικού Μνημονίου, δηλαδή την έγκριση να συνεχιστεί η επίθεση. Και μαζί με αυτήν να συνεχιστεί η ενίσχυση των αντιδραστικών δυνάμεων που θέλουν να υπηρετήσουν την προώθησή της».
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι στην υπόθεση του δημοψηφίσματος, μέσα στην εν γένει Αριστερά, συγκρούστηκαν κατά βάση δύο γραμμές. Από τη μία πλευρά, η άποψη και η λογική που αναζητεί «ευκαιρίες» στο πεδίο που ορίζουν η ντόπια άρχουσα τάξη, το αστικό πολιτικό προσωπικό και οι ιμπεριαλιστές επικυρίαρχοι. Αυτή η λογική δεν διανοείται να βγει έξω και ενάντια στο πλαίσιο που διαμορφώνουν οι αντιδραστικές δυνάμεις και σκορπάει με ευκολία αυταπάτες εκλογικές, κοινοβουλευτικές, ακόμα και κυβερνητικές. Σε πλήρη συμφωνία με αυτή την αντίληψη, παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες, αποτελεί και η στάση του ΚΚΕ, που αρνείται πεισματικά να πάει κόντρα στην αστική νομιμότητα, με την κομματική περιχαράκωση στο πλαίσιο του κινήματος από τη μία πλευρά και από την άλλη, με το «χέρι βοηθείας» που απλώνει προς το σύστημα σε κρίσιμες περιόδους. Απέναντι σε αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές βρίσκεται η θέση που υποστηρίζει τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του εργατικού-λαϊκού κινήματος, πέρα και ενάντια στις επιλογές του συστήματος της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Είναι μία άποψη που επιμένει ότι η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία έχουν να διανύσουν τον «δικό τους δρόμο», της αντίστασης, της διεκδίκησης, της σύγκρουσης, της ανατροπής έξω και ενάντια σε αστικές επιρροές και αυταπάτες.
Η άποψη για τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του εργατικού-λαϊκού κινήματος, παρόλο που υιοθετείται, στα λόγια και τις διακηρύξεις, από όλο το φάσμα των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και το Κομμουνιστικό Κίνημα, σε κρίσιμες περιόδους, όπως την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αλλά και στον άδικο πόλεμο στην Ουκρανία, αποκαλύπτεται ότι παραμένει μόνο στα λόγια και τις διακηρύξεις. Και πάντα αναζητούνται «πλάτες» κάθε είδους, από αστικές έως ιμπεριαλιστικές. Η περίπτωση του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη του 2015 είναι χαρακτηριστική αυτής της αντίληψης. Με δεδομένη τη σημαντική υποχώρηση του μεγάλου εργατικού-λαϊκού κινήματος της περιόδου 2010-2012, με ευθύνη όσων έσπερναν εκλογικές, κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές αυταπάτες (από ΣΥΡΙΖΑ μέχρι ΚΚΕ) και η οποία αποτέλεσε και το «διαβατήριο» του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάληψη της κυβερνητικής διαχείρισης τον Γενάρη του 2015, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βρέθηκε σε αδιέξοδο με τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές-ληστές ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ και προκήρυξε το δημοψήφισμα, για να πετύχει καλύτερους όρους. Να χρησιμοποιήσει, δηλαδή, τον λαό και την αντίθεσή του στα βάρβαρα μνημόνια, στις επιδιώξεις της ντόπιας άρχουσας τάξης για καλύτερους όρους στη σχέση της με τους ιμπεριαλιστές επικυρίαρχους. Το «ΟΧΙ», που κέρδισε τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, έγινε την επόμενη κιόλας μέρα το «ΝΑΙ» σε ένα τρίτο βάρβαρο μνημόνιο και έρχονται όλες οι αριστερές δυνάμεις που στρατεύτηκαν κάτω από τις επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να απολογίζουν άλλοι «προδοσίες» και «κωλοτούμπες» του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα και άλλοι τις «αδυναμίες του κινήματος να πάει το ΟΧΙ μέχρι τέλους», στη ρήξη δηλαδή με την ΕΕ και την ευρωζώνη.
Και εδώ προκύπτει η άλλη μεγάλη αντιπαράθεση για τον χαρακτήρα του ντόπιου καπιταλιστικού συστήματος. Από τη μία πλευρά το ΚΚΕ, η Κομμουνιστική Απελευθέρωση (πρώην ΝΑΡ) και ο χώρος του τροτσκισμού και της αναρχίας θεωρούν την Ελλάδα μία καπιταλιστική χώρα με ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, όπου η ντόπια αστική τάξη επιλέγει «εταίρους» και «συμμάχους» (ΕΕ-ΗΠΑ-ΝΑΤΟ) και πραγματώνει την πολιτική της με κυρίαρχα τα δικά της συμφέροντα.
Και από την άλλη πλευρά βρίσκεται η επαναστατική κομμουνιστική αντίληψη και θέση για τον εξαρτημένο πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά χαρακτήρα του ντόπιου καπιταλιστικού σχηματισμού, από τη γέννησή του μέχρι τα σήμερα. Με μία ντόπια άρχουσα τάξη που στηρίζει την εξουσία και την κερδοφορία της πάνω στην εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό από την υποταγή και το ξεπούλημα της χώρας στους ιμπεριαλιστές επικυρίαρχους (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ), κρατώντας για τον εαυτό της τον παρασιτικό ρόλο του υπεργολάβου.
Όσοι είτε υποβαθμίζουν είτε αγνοούν τελείως την ιμπεριαλιστική εξάρτηση δεν είναι ότι το κάνουν από ταξική καθαρότητα, αλλά κατά βάση συνειδητά, για να αποφύγουν το κύριο ζήτημα της επαναστατικής υπόθεσης στη χώρα μας και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτό. Μάλιστα, το ΚΚΕ φροντίζει να αθωώνει τους ιμπεριαλιστές επικυρίαρχους για κομβικές παρεμβάσεις τους στη χώρα, όπως με τη θέση του για το ότι οι ΗΠΑ δεν έπαιξαν τον κύριο ρόλο στο πραξικόπημα του 1967. Ταυτόχρονα, οι «μεταβατικοί» θεωρούν ότι το ζήτημα της αποδέσμευσης από ΕΕ-ευρωζώνη αποτελεί ζήτημα που μπορεί να «προκύψει» κάτω από την πίεση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, χωρίς να το συνδέουν με την επαναστατική ανατροπή συνολικά του συστήματος και κατηγορούν το ΚΚΕ ότι δεν το έθεσε ποτέ ως στόχο στα χρόνια των μνημονίων.
Οι σχέσεις εξάρτησης της ντόπιας άρχουσας τάξης με τους ιμπεριαλιστές δεν είναι τακτικού αλλά στρατηγικού χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο είναι οργανικά συνδεδεμένες με τον χαρακτήρα του συστήματος που κυριαρχεί. Από την άποψη αυτή, το σπάσιμο των δεσμών της εξάρτησης δεν μπορεί να προέλθει είτε από ένα δημοψήφισμα είτε από μία επιλογή της ντόπιας άρχουσας τάξης, κάτω από «πίεση» για έξοδο από την ΕΕ και την ευρωζώνη (με ΗΠΑ-ΝΑΤΟ τι γίνεται;). Αντίθετα, το σπάσιμο των δεσμών τη εξάρτησης είναι αναπόσπαστα δεμένο με την επαναστατική ανατροπή του ντόπιου συστήματος. Αποτελεί υπόθεση της εργατικής τάξης, του εργαζόμενου λαού και έχει κόκκινο χρώμα.