Για μήνες διεκδικούσε τα δεδουλευμένα του ο εργαζόμενος στα YES! STORES στην οδό Δελφών, ζητώντας επανειλημμένα να εφαρμοστεί η (υποχρεωτική) κλαδική ΣΣΕ του επισιτισμού. Με βάση τη διαφορά που προέκυπτε ανάμεσα στην ΕΓΣΣΕ και τη συγκεκριμένη κλαδική, στον εργαζόμενο οφείλονταν αρκετές χιλιάδες ευρώ. Ο εργοδότης, γνωστός ιδιοκτήτης πλήθους καφέ της Θεσσαλονίκης και γόνος μεγαλοπαράγοντα της ΝΔ στην πόλη, όχι μόνο αρνούνταν την οποιαδήποτε διεκδίκηση, αλλά μάλιστα μείωσε το ωράριο του εργαζόμενου, που προχώρησε σε παραστάσεις διαμαρτυρίας μαζί με άλλα μέλη του σχήματος «Αντεπίθεση των Εργαζομένων».
Η πρώτη απάντηση της εργοδοσίας ήταν, με πρόσχημα ότι θα καταβάλει τα δεδουλευμένα, να τη «στήσει» στον εργαζόμενο με σημαδεμένα χαρτονομίσματα και μετά να φέρει την αστυνομία να συλλάβει αυτόν και εκπρόσωπο του σωματείου και να τους κατηγορήσουν για εκβίαση. Προφανώς εκβίαση στα μάτια της εργοδοσίας δεν ήταν η ένδεια στην οποία καταδίκαζαν τον εργαζόμενο, αλλά τα τρικάκια κι οι παραστάσεις διαμαρτυρίας. Στο δικαστήριο η κατηγορία αυτή κατέπεσε, μετά από ένα ρεσιτάλ υποκριτικής τέχνης απ’ τη μεριά του εργοδότη, ο οποίος μέχρι και… φοβάται να βγει απ’ το σπίτι του.
Σε επόμενη παράσταση διαμαρτυρίας, η εργοδοσία σε αγαστή συνεργασία με τις δυνάμεις καταστολής, συνέλαβαν 28 άτομα, το σύνολο σχεδόν της συγκέντρωσης -ανάμεσά τους και δύο μέλη της Ταξικής Πορείας- και τα οδήγησαν στη ΓΑΔΘ με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης. Τα αντανακλαστικά του κόσμου ήταν γρήγορα. Το ίδιο κιόλας βράδυ (στις 4 Ιουλίου) έγινε συγκέντρωση διαμαρτυρίας κι αλληλεγγύης έξω απ’ το αστυνομικό μέγαρο, ενώ και το πρωί της επόμενης μέρας πλήθος αλληλέγγυων μετέτρεψαν τα δικαστήρια, όπου σέρνονταν οι συλληφθέντες, σε καταγγελία της εργοδοτικής και κυβερνητικής τρομοκρατίας.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση συνηγορούν, φυσικά, και όλοι οι νόμοι και η κάλυψη που έχει στη διάθεσή του ο συγκεκριμένος εργοδότης και γενικά τα αφεντικά. Κυρίως, θα λέγαμε, οι συνολικές νομικές διευκολύνσεις που τους παρέχονται. Οι διαμαρτυρίες όλο και περισσότερο αντιμετωπίζονται σαν εκβιασμός, σαν συκοφαντική δυσφήμιση, καθώς, αφού οι νόμοι Χατζηδάκη και Γεωργιάδη ποινικοποίησαν την απεργιακή περιφρούρηση και τη βάφτισαν ψυχολογική βία, γιατί να μην σκεφτούν… δημιουργικά κι αφηρημένα και να «κακοχαρακτηριστούν» όλων των ειδών οι κινητοποιήσεις εργαζομένων; Έτσι, παρ’ όλο που οι εργαζόμενοι πρέπει να κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους να μην ισχύσει, το σύστημα με τον δικό του, ιδιότυπο, σύγχρονο τρόπο, θέλει να καταργήσει την ταξική πάλη (απ’ τη μεριά των εργαζομένων) βάζοντάς τη στο γύψο.
Μέχρι σήμερα ο συγκεκριμένος αγώνας (και η πάλη των τάξεων γενικά) συνεχίζεται, ενώ πλέον ο εργαζόμενος διεκδικεί και την επαναπρόσληψή του, καθώς μετά την πτώση του σαθρού κατηγορητηρίου για εκβίαση, το αφεντικό απέλυσε τον εργαζόμενο. Συγκεκριμένα, στις 10 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε η πιο μαζική μέχρι στιγμής συγκέντρωση και πορεία στη γειτονιά του καταστήματος και μπροστά από αυτό, με μαζικότητα περίπου 200 διαδηλωτών, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκε πορεία και στην Αθήνα.
Ωστόσο, δεν αντιλαμβάνονται όλες οι δυνάμεις που αναφέρονται στο εργατικό κίνημα το ζήτημα με σωστό τρόπο:
Απ’ τη μία είναι η Αντεπίθεση των Εργαζομένων, που ανέδειξε το ζήτημα σε πρωταρχικό στάδιο, η οποία έχει τη λογική ότι, επειδή δεν μπορούμε να περιμένουμε απ’ το ΠΑΜΕ και τα σωματεία που ελέγχει, δεν τους απευθυνόμαστε, ενώ απ’ την άλλη θεωρεί ότι είναι η ριζοσπαστική αριστερά (όποια είναι αυτή για εκείνους, τέλος πάντων) που μπορεί να πετύχει τις νίκες.
Φυσικά, το πρώτο εν μέρει δεν είναι λάθος, αφού το ΠΑΜΕ έλαμψε δια της απουσίας του, τη στιγμή που και ο απολυμένος είναι μέλος του ΣΕΤΕΠΕ (παρομοίως κι ο εκπρόσωπος που συνελήφθησαν μαζί και κατηγορήθηκαν για εκβίαση), ενώ και ο ένας απ’ τους συλληφθέντες συναγωνιστές της Ταξικής Πορείας είναι μέλος του ΔΣ του ΣΜΤ. Για κανένα απ’ τα δύο περιστατικά δεν έβαλε δυνάμεις το ΠΑΜΕ στην κατεύθυνση της αθώωσης των συναδέλφων τους και επαναπρόσληψης του απολυμένου, ενώ και στο ΣΕΤΗΠ παίρνουν απόφαση για συμμετοχή στη διαμαρτυρία, αλλά στην ουσία επόμενο ραντεβού δίνουν… στη ΔΕΘ.
Απ’ την άλλη, ωστόσο, η λογική της Αντεπίθεσης των Εργαζομένων ότι τέτοιες δυνάμεις είναι αμετακίνητες και μόνο μια χούφτα «επαναστάτες» μπορούν να κερδίσουν τη μάχη, στην ουσία οδηγεί σ’ ένα μοντέλο μη πίεσης δυνάμεων που ελέγχουν σωματεία, μη ανάδειξης του ζητήματος πλατιά στις όποιες διαδικασίες και στους συναδέλφους σ’ όλο τον κλάδο, και εν τέλει κινήσεων περιορισμένης στόχευσης και χωρίς σχεδιασμό, όπως φαίνεται στις συσκέψεις που πραγματοποιούνται για την οργάνωση του αγώνα.
Και μια σειρά άλλες δυνάμεις με αναφορά στο κίνημα, όμως, όπως η Κομμουνιστική Απελευθέρωση, η ΑΡΑΣ, κάποια «σωματεία βάσης», συμμετέχουν δι’ αντιπροσώπων.
Η κατεύθυνση που μπορεί να δώσει διέξοδο είναι αυτή των μαζικών παρεμβάσεων στους συναδέλφους του κλάδου, ιδιαίτερα σε εταιρείες τύπου franchise, του ανοίγματος του ζητήματος στα σωματεία πιέζοντας τις δυνάμεις να πάρουν θέση, και της όσο γίνεται μαζικότερης κι όχι δι’ αντιπροσώπων συμμετοχής στις κινητοποιήσεις. Με σκοπό τη μέγιστη δυνατή πίεση να επαναπροσληφθεί ο εργαζόμενος και να πάρει τα δεδουλευμένα του.
Στον δρόμο της αντίστασης, τόσο στο νομικό οπλοστάσιο του συστήματος όσο και στην κλοπή του κόπου μας και την τρομοκρατία εργοδοσίας–κυβέρνησης, έχουμε δρόμο να διανύσουμε, μα θα τον διανύσουμε μαζικά.