Στις 8:15 π.μ. της 6ης Αυγούστου 1945, τίποτα δεν ήταν ίδιο πια στη Χιροσίμα. Μόλις είχε εξαπολυθεί από ένα αμερικάνικο βομβαρδιστικό Β-29, το γνωστό σήμερα Enola Gay, η πρώτη ατομική βόμβα. Τα αποτελέσματά της ήταν τρομακτικά: 70.000 άνθρωποι έχασαν σχεδόν αμέσως τη ζωή τους, το κέντρο της πόλης ισοπεδώθηκε σε μεγάλη ακτίνα από το σημείο έκρηξης της βόμβας, ενώ υπολογίζεται ότι άλλες 50.000 ανθρώπων πέθαναν από ραδιενέργεια, τραύματα και άλλες συνέπειες της έκρηξης.
Θα ακολουθούσε τρεις μέρες μετά η ρίψη της δεύτερης ατομικής βόμβας, στο Ναγκασάκι, με τραγικές συνέπειες κι εκεί, η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας και η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε έναν κόσμο που είχε βιώσει τη φρίκη του πολέμου επί έξι χρόνια, τα νούμερα των θυμάτων δεν ήταν πρωτάκουστα. Στα κρεματόρια του Άουσβιτς-Μπίρκεναου θανατώθηκαν πάνω από 1.100.000 άνθρωποι, στην τιτανομαχία του Στάλινγκραντ σκοτώθηκαν περίπου 1,5 εκατομμύριο άμαχοι και στρατιώτες και από τις δύο πλευρές, ενώ οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης και του Τόκιο σκότωσαν 25 και 80 χιλιάδες αμάχους αντίστοιχα. Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που σόκαρε τον κόσμο με τη ρίψη της ατομικής βόμβας;
Δύο ήταν οι λόγοι που η ατομική βόμβα προκάλεσε πολλές συζητήσεις, πέρα από την καταστροφική αποτελεσματικότητά της. Ο πρώτος είναι αν όντως συντόμευσε τον πόλεμο και οδήγησε στην παράδοση της Ιαπωνίας χωρίς περισσότερα θύματα που θα προκαλούσε μια απόβαση. Ο δεύτερος είναι ότι ένα τέτοιο όπλο ήταν πρωτοφανές και ήταν φανερό ότι όποιος το κατείχε, είχε φοβερή δύναμη στα χέρια του. Ο πόλεμος, όμως, τελείωνε. Εναντίον ποιων θα χρησιμοποιούνταν αυτό το όπλο;
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, είναι αλήθεια ότι η πεισματώδης άμυνα στην Ίβο Τζίμα και την Οκινάουα τρόμαξε τους Αμερικάνους, που μόνο φέρετρα δεν ήθελαν να στέλνουν στην πατρίδα. Η αριθμητική που έθεσε η επίσημη πολιτική ήταν απλή: 200.000 νεκροί από δύο ατομικές βόμβες είναι προτιμότεροι από ένα εκατομμύριο νεκρούς που υπολογίζονταν σε τυχόν απόβαση στην Ιαπωνία. Από το κάδρο, όμως, αυτού του υπολογισμού λείπουν δύο στοιχεία. Πρώτον, οι Ιάπωνες έψαχναν εδώ και μήνες τρόπους συνθηκολόγησης και δεύτερον, η Σοβιετική Ένωση είχε ενημερώσει ότι θα μπορούσε να επιτεθεί στην Ιαπωνία τρεις μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, δηλαδή τον Αύγουστο. Όντως, όταν τα σοβιετικά στρατεύματα επιτέθηκαν στη Μαντζουρία, σάρωσαν τους Ιάπωνες χωρίς τις αντιστάσεις που είχαν αντιμετωπίσει τα αντίστοιχα αμερικάνικα λίγους μήνες πριν. Θα έλεγε κανείς ότι οι ΗΠΑ βιάστηκαν να ρίξουν τις βόμβες πριν μπει ο σοβιετικός παράγοντας στο κάδρο.
Κι εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο ζήτημα. Ποιο ήταν το μήνυμα που ήθελαν να στείλουν οι ΗΠΑ με τη ρίψη των ατομικών βομβών; Το σίγουρο είναι ότι οι ΗΠΑ ήθελαν να πάρουν το πάνω χέρι απέναντι στην ΕΣΣΔ και στους κομμουνιστές, των οποίων το κύρος είχε εκτοξευθεί με την πάλη εναντίον του Άξονα. Η «επίδειξη» ενός τέτοιου όπλου ήταν η απόδειξη ότι έχουν το προβάδισμα. Μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, εξάλλου, οι αντιχιτλερικοί σύμμαχοι θα γίνουν αντίπαλα στρατόπεδα, με τον Τσώρτσιλ να μιλά για το «σιδηρούν παραπέτασμα» τον Μάρτιο του 1946. Ευτυχώς για την ανθρωπότητα, δεν συνέβη κάποιο άλλο πυρηνικό επεισόδιο έκτοτε και οι λόγοι ήταν πολλοί, από τους οποίους θα αναφερθούν εδώ μόνο δύο: η κατασκευή ατομικής βόμβας και από την ΕΣΣΔ το 1948, αλλά και η απήχηση που είχαν οι κομμουνιστικές ιδέες, ειδικά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η ανθρωπότητα έχει διαφύγει τον κίνδυνο μιας πυρηνικής καταστροφής. Πολλές φορές έφτασαν οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ κυρίως πολύ κοντά στο να πατήσουν το κουμπί της εκτόξευσης πυρηνικών όπλων, με την κρίση της Κούβας να αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό, όχι όμως το μοναδικό παράδειγμα. Αξίζει κανείς να θυμηθεί και τη δεκαετία του 1980, με την τοποθέτηση στην Ευρώπη πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 έδωσε την ψευδαίσθηση ότι ο πυρηνικός όλεθρος ήταν πλέον παρελθόν. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία, ως διάδοχη χώρα της ΕΣΣΔ, κατέχουν το 90% σχεδόν των πυρηνικών όπλων και τα υπόλοιπα ανήκουν σε Μ. Βρετανία, Γαλλία και Κίνα. Επίσης, σχεδόν σίγουρο είναι ότι Ινδία, Πακιστάν, Β. Κορέα και Ισραήλ κατέχουν πυρηνικά όπλα. Αντίθετα, χώρες όπως το Ιράκ παλιότερα και το Ιράν στις μέρες μας, αν και κατηγορούνται ότι διαθέτουν πυρηνικά όπλα, είναι μάλλον δύσκολο να έχουν αναπτύξει τέτοια.
Ειδικά οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει τη στρατηγική των «σοβαρών» κατόχων ατομικών όπλων, σε αντίθεση με τους «επικίνδυνους». Έτσι, ενώ κατέχουν 5.500 πυρηνικές κεφαλές, κατηγορούν ως επικίνδυνη τη Β. Κορέα, που διαθέτει με το ζόρι 45. Επίσης, επιτίθενται στο Ιράν, για να μην αναπτύξει τεχνογνωσία ικανή για πυρηνικό οπλοστάσιο, όμως δεν έχουν την ίδια αγωνία για το Ισραήλ, το οποίο αρνείται οποιαδήποτε έρευνα στις βάσεις του και υπολογίζεται ότι διαθέτει 90 πυρηνικές κεφαλές.
Και η Ρωσία, όμως, ειδικά μετά την εισβολή στην Ουκρανία και την εμπλοκή του ΝΑΤΟ, έσπευσε να υπενθυμίσει ότι διαθέτει ατομικά όπλα, μια υπενθύμιση καθόλου τυχαία. Ουσιαστικά είναι απειλή ότι δεν θα διστάσει να τα χρησιμοποιήσει, αν θεωρήσει ότι απειλείται η ακεραιότητα ή τα συμφέροντά της. Μια τέτοια απειλή όχι μόνο δεν θεωρήθηκε από πολλούς αναλυτές αποτρόπαια, αλλά αντίθετα άρχισαν τα σενάρια για το τι θα σήμαινε ένα πυρηνικό επεισόδιο, πώς θα μπορούσαν να απαντήσουν οι Δυτικοί κτλ. Ουσιαστικά, πρόκειται για αποδοχή από το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ότι τα ατομικά όπλα δεν δημιουργήθηκαν μόνο για αποτροπή, αλλά και για χρήση, αρκεί η χρήση αυτή να είναι σε όφελος των ιμπεριαλιστών, όσο κι αν σημαίνει χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές σε κόστος.
Αν, λοιπόν, έχει κάτι να μας διδάξει η επέτειος της ρίψης της πρώτης ατομικής βόμβας, είναι ότι εκείνο το λεπτό που άρχισε στις 8:15 στη Χιροσίμα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Είναι καθήκον μας να παλέψουμε ενάντια σε έναν ενδεχόμενο πυρηνικό όλεθρο, που σε μια εποχή προετοιμασίας των όρων για μια παγκόσμια σφαγή, γίνεται όλο και πιο πιθανός. Αν οι ιμπεριαλιστές και κάθε λογής τυχοδιώκτες μας θεωρούν αναλώσιμους, πρέπει να μπούμε φραγμός στις σκέψεις και τα δολοφονικά σχέδιά τους.