Στο κεφάλαιο ανήκει η ευθύνη για τους όρους υγιεινής και ασφάλειας των εργατών
Τα εργατικά «ατυχήματα» είναι η ίδια η (αντ)εργατική πολιτική
Η ουσιαστική ασφάλεια στη δουλειά είναι δικαίωμα και κερδίζεται με αγώνες
Το μαύρο ρεκόρ εργατικών «ατυχημάτων» αναδεικνύει με τον πιο τραγικό τρόπο ότι το δικαίωμα στην ουσιαστική ασφάλεια, το δικαίωμα δηλαδή οι εργαζόμενοι να γυρίζουν απ’ τη δουλειά σώοι, υγιείς, αρτιμελείς, μόνο αυτονόητο δεν είναι σ’ ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Με κεντρικό σκοπό το κέρδος, η καπιταλιστική παραγωγή παράγει μόνιμα κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργατών, αλλά και συνολικά του λαού και του περιβάλλοντος όπου ζει. Η «φυσική τάση» της εργοδοσίας είναι η επιδίωξη του μέγιστου κέρδους και, μπροστά σ’ αυτό το κίνητρο, η προστασία των εργαζομένων όχι απλά βρίσκεται σε «δεύτερο πλάνο», αλλά υπονομεύεται ολοένα και περισσότερο.
Η αντεργατική επίθεση σε όλα τα επίπεδα, απ’ την εργασιακή καθημερινότητα μέχρι την κατάργηση των όποιων περιορισμών στην εντατικοποίηση ορίζει η εργατική νομοθεσία, αφήνει εγκληματικό αποτύπωμα στους χώρους δουλειάς. Οι περισσότεροι από 160 νεκροί μέχρι τον Σεπτέμβρη το 2025 πάνε μαζί με την πρώτη θέση στην ΕΕ σε πραγματικές ώρες δουλειάς ανά εργαζόμενο και την τελευταία θέση σε αγοραστική δύναμη τόσο στο μέσο ωρομίσθιο όσο και στον μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης. Στην Ελλάδα, που ανέβηκε στο άρμα της «ανάπτυξης» τα τελευταία χρόνια με τα χαρακτηριστικά που της αντιστοιχούν, η τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων βρίσκεται να δουλεύει σκληρότερα για λιγότερα. Και τα δύο, ενισχυμένα με την κεντρική αντεργατική πολιτική, θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τα εργοδοτικά εγκλήματα.
Για την εργατική τάξη, δεν χωράει «ελπίδα» ότι το σύστημα που τα παράγει, θέλει ή μπορεί να τα περιορίσει. Το δικαίωμα στην υγεία και την ασφάλεια, όπως κάθε εργατικό δικαίωμα, μπορεί να το υπερασπιστεί μόνο με τους αγώνες της, τόσο ειδικά σε κάθε χώρο και κλάδο, όσο και γενικά με την πάλη της ενάντια στο σύστημα και την πολιτική του.
Το σύστημα, προκειμένου ν’ αποποιηθεί τις ευθύνες του για τα εργοδοτικά εγκλήματα και την έλλειψη ουσιαστικών μέτρων προστασίας, προσπαθεί να καλλιεργήσει την αντίληψη, μέσα απ’ το αφήγημα (πολλαπλών χρήσεων) της «ατομικής ευθύνης», ότι το ζήτημα της ασφάλειας εξαρτάται απ’ τους εργαζόμενους και ότι οι ίδιοι φταίνε «αν δεν τηρούν τα μέτρα».
Στη σωρεία εργοδοτικών εγκλημάτων που γίνονται καθημερινά, το σύστημα, με όλα του τα μέσα (κρατικούς μηχανισμούς, νομοθετικές ρυθμίσεις, μέσα ενημέρωσης κλπ.), προσπαθεί να μετακυλίσει την ευθύνη που έχει για τη δημιουργία των όρων των εργοδοτικών εγκλημάτων, στα ίδια τα θύματα, με επιχειρήματα τύπου «ο εργαζόμενος ήταν απρόσεκτος» ή «δεν ήξερε να κάνει καλά τη δουλειά του».
Πρόκειται για μια ιδεολογική επίθεση που πατάει στην υποχώρηση του εργατικού κινήματος και προσπαθεί να πείσει, ιδιαίτερα τους νέους εργαζόμενους, ότι το να γυρίσεις σπίτι απ’ τη δουλειά σώος και αβλαβής είναι «προσωπική υπόθεση» και όχι ευθύνη της εργοδοσίας.
Η επίκληση των Μέσων Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ - κράνη, γυαλιά, φόρμες, παπούτσια, γάντια κ.ά.) καθώς και οι εκπαιδεύσεις απ’ τους τεχνικούς ασφαλείας σε χώρους επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, όπως τα εργοστάσια, τα εργοτάξια ή τα συνεργεία των Δήμων, στην πραγματικότητα λίγο έχουν ως στόχο την ασφάλεια και την προστασία των εργαζομένων. Αυτή αποτελεί πολύ πιο πολύπλοκο ζήτημα. Περισσότερο αφορούν τη μετακύλιση της ευθύνης της εργοδοσίας στους ίδιους τους εργαζόμενους. Το παράδειγμα του νέου πειθαρχικού για τους ΟΤΑ, όπου ο εργαζόμενος θα κατηγορείται πειθαρχικά για μη χρήση ΜΑΠ, είναι ενδεικτικό. Βέβαια, ούτε λόγος γίνεται αν τα μέσα προστασίας είναι επαρκή ή αν φθείρονται με την πάροδο του χρόνου και χρειάζονται ανανέωση. Στην πραγματικότητα, τα ΜΑΠ έχουν μεγάλη σημασία, αλλά ως «τελευταία γραμμή άμυνας». Από μόνα τους δεν αρκούν για να διασφαλίσουν ότι οι εργάτες δεν διατρέχουν κίνδυνο. Σε πολλές, δε, επιχειρήσεις δίνονται ελλιπή ή/και ακατάλληλα για την εργασία που απαιτείται, ενώ σε μικρότερες, συχνά δεν παρέχονται καθόλου και οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να τα αγοράσουν απ’ την τσέπη τους. Ακόμα κι οι σχετικές με την ασφάλεια εκπαιδεύσεις είναι συνήθως ολιγόλεπτες με κύριο επίδικο να υπογράψει ο εργαζόμενος ότι «εκπαιδεύτηκε», ώστε να του αποδοθεί στη συνέχεια η ευθύνη του τραυματισμού ή ακόμα και του θανάτου του και να γλιτώσει η εργοδοσία τις συνέπειες.
Η ευθύνη, όμως, ανήκει εξολοκλήρου στην εργοδοσία, γιατί αυτή είναι που διαμορφώνει τους όρους με τους οποίους αναγκάζεται να εργαστεί ο εργάτης. Αυτή ορίζει τον τρόπο παραγωγής, το πλήθος του προσωπικού, τον διαθέσιμο χρόνο, τον ρυθμό της δουλειάς, τη συντήρηση του εξοπλισμού και των κτιρίων, την εκπαίδευση του προσωπικού. Ο εργάτης όλα αυτά δεν μπορεί να τα καθορίσει, γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος του στο καπιταλιστικό σύστημα.
Είναι ευθύνη και εντολή της εργοδοσίας η συνειδητή παράκαμψη των μέτρων ασφαλείας προκειμένου «να βγει περισσότερη δουλειά». Να μη γίνεται η αναγκαία συντήρηση στις εγκαταστάσεις ώστε να μη διακόπτεται η παραγωγή. Να μην παρέχεται εξοπλισμός στους εργαζόμενους πχ. στις ταχυμεταφορές και να πιέζονται συνεχώς για «να βγουν πιο γρήγορα οι παραγγελίες». Να μειώνεται το προσωπικό, να διώχνονται οι παλιότεροι και πιο έμπειροι εργαζόμενοι γιατί «παίρνουν μεγάλους μισθούς». Να μη δίνεται το περιθώριο που απαιτείται για την εκπαίδευση των νεότερων εργαζομένων ή για την εξοικείωση με νέες μηχανές, ώστε να παράγεται γρηγορότερα η υπεραξία.
Γιατί όλα αυτά μεταφράζονται σε κόστος, το οποίο η εργοδοσία προσπαθεί να μειώσει. Το κυνήγι του κέρδους γι’ αυτήν υπερισχύει της προστασίας των εργατών. Αυτό είναι το κίνητρο των εγκλημάτων και παράγει συνεχώς τους κινδύνους. Μπροστά σ’ αυτό το κέρδος, ο εργάτης αντιμετωπίζεται ως αναλώσιμος. Συνεχώς υποτιμάται η εργατική του δύναμη, και μαζί και η ζωή του.
Τα εργατικά «ατυχήματα» δεν είναι «ατομικά λάθη», «ατομική ευθύνη» ή ό,τι άλλο μπορεί ν’ ακούγεται για να βγάλει λάδι την εκμετάλλευση. Δεν είναι καν μόνο οι κακές συνθήκες που επιβάλλει κάποιο αφεντικό. Οι δολοφονίες των εργατών είναι συνυφασμένες με τους όρους δουλειάς και το νομικό πλαίσιο που επιτρέπει, για λογαριασμό του κεφαλαίου συνολικά, το ξεζούμισμα των εργαζομένων.
Μόνο τυχαίο δεν είναι πως οι εργατικές δολοφονίες αυξάνονται τα τελευταία χρόνια. Το σύστημα με μια σειρά νόμους των τελευταίων χρόνων χτυπάει λυσσαλέα το 5ήμερο-8ωρο, το δικαίωμα στην ξεκούραση, και τη σταθερή δουλειά. Ο «νόμος Χατζηδάκη» -μεταξύ άλλων- εισήγαγε τη «διευθέτηση ωραρίου» με «ατομική διαπραγμάτευση», επέκτεινε σε περισσότερους κλάδους την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, αναίρεσε την υποχρέωση να δίνεται τουλάχιστον η μισή άδεια συνεχόμενη σε κάθε εργαζόμενο το καλοκαίρι, ενώ διευκόλυνε την «ενοικίαση» εργαζομένων καθώς και τη δουλειά «με το κομμάτι» μέσω πλατφόρμας. Ο «νόμος Γεωργιάδη» επέκτεινε δραματικά την 6ήμερη εργασία και εισήγαγε τις «συμβάσεις κατά παραγγελία», με ελάχιστους περιορισμούς. Τώρα, ο «νόμος Κεραμέως» ξηλώνει τους όποιους περιορισμούς υπήρχαν στη «διευθέτηση ωραρίου», μετατρέπει τις «συμβάσεις κατά παραγγελία» σε πραγματικά «μηδενικών ωρών» χωρίς όριο (ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα πάνω), σπάει την άδεια ακόμα και σε μεμονωμένες μέρες με μόνη υποχρέωση τη μία συνεχόμενη βδομάδα τον χρόνο και, βέβαια, επιτρέπει στην εργοδοσία να εκμεταλλεύεται κάθε εργαζόμενο για 13 ώρες τη μέρα. Πρόκειται για ένα συνολικό πλαίσιο ελαστικοποίησης της εργασίας. Πόσο άραγε φταίει ο εργάτης που έπεσε απ’ τη σκαλωσιά ή ο μεταφορέας που κοιμήθηκε στο τιμόνι μετά από δέκα, δώδεκα και δεκατρείς ώρες δουλειά;
Μεγάλη η επίδραση και της αύξησης των ορίων για σύνταξη, μαζί με το τσάκισμα του ύψους των συντάξεων. Καθώς η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη διαρκή αύξηση της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης και για τους χιλιάδες συνταξιούχους που συνεχίζουν να δουλεύουν, οι ειδήσεις γεμίζουν με νεκρούς 65άρηδες και 70άρηδες, τσακισμένους απ’ την εξάντληση στους χώρους δουλειάς.
Σε όλα τα παραπάνω προστίθεται και το δυσβάσταχτο κόστος ζωής και οι μισθοί ξεφτίλα. Κατάσταση που συνδέεται με τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να ορίζουν και καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες σε περιπτώσεις επιβαρυμένου περιβάλλοντος. Αντίθετα, σήμερα φτάνει η Κεραμέως να επικαλείται αντεργατικές διατάξεις συλλογικών συμβάσεων ως επιχείρημα για το αντεργατικό της νομοσχέδιο, υποστηρίζοντας ότι οι εργαζόμενοι ζητάνε να δουλεύουν περισσότερες ώρες και μέρες! Επί της ουσίας, η πλειοψηφία των εργαζομένων βρίσκεται κάτω από έναν διαρκή οικονομικό εκβιασμό για να μπορέσει να επιβιώσει. Κάτω από αυτόν τον εκβιασμό αναγκάζονται να κάνουν δύο και τρεις δουλειές, να κυνηγάνε υπερωρίες και συνολικά να υποτιμούν την ίδια την υγεία και τη ζωή τους. Αυτό όμως είναι το αποτέλεσμα. Η αιτία δεν βρίσκεται στους ίδιους τους εργαζόμενους, αλλά στο σάπιο σύστημα της εκμετάλλευσης.
Στη φάση που το σύστημα επιτίθεται και το εργατικό κίνημα βρίσκεται αποσυγκροτημένο, η προώθηση της αντεργατικής πολιτικής περνάει και μέσα απ’ το ξήλωμα των όποιων κατακτήσεων αποτύπωνε η εργατική νομοθεσία, διαμορφώνοντας ολοένα χειρότερες συνθήκες εργασίας συνολικά. Ακόμα και το μέρος της που αφορά την υγεία και ασφάλεια είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του κεφαλαίου και αξιοποιείται για να κρύψει τη δολοφονική όψη της εκμετάλλευσης.
Όσο λοιπόν κερδίζει έδαφος η αντεργατική πολιτική, αυξάνονται κι οι δολοφονίες εργαζομένων. Ιδιαίτερα στη φάση που βρισκόμαστε, σε συνθήκες προετοιμασίας γενικευμένου πολέμου, οι όροι που θέλει να επιβάλει το κεφάλαιο είναι μεσαιωνικοί. Ο μόνος παράγοντας που πραγματικά μπορεί να επιβάλει όρους ασφάλειας στους χώρους δουλειάς είναι η πάλη των ίδιων των εργαζομένων ενάντια στην αντεργατική πολιτική και, ακόμα περισσότερο, στην προοπτική της ανατροπής του συστήματος της εκμετάλλευσης. Έχοντας καθαρό ότι οι όροι και οι σχέσεις εργασίας που διαμορφώνει το κεφάλαιο είναι εξ ορισμού επικίνδυνοι και θανατηφόροι.
«Επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε κουλτούρα πρόληψης» ανέφερε ο υφυπουργός Εργασίας στη συζήτηση για το νέο αντεργατικό νομοσχέδιο, κάνοντας παράλληλα την παραδοχή ότι εργατικά ατυχήματα θα γίνονται, αλλά «είμαστε καλά» σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (αν παραβλέψουμε τα μεγέθη και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας). Οι σχετικές με την «ασφάλεια» διατάξεις του νομοσχεδίου, πέραν του προπαγανδιστικού χαρακτήρα απόκρυψης της ευθύνης της εργοδοσίας, ενσωματώνουν και την «πρακτική» πλευρά της διαχείρισης των συνεπειών, για λογαριασμό του κεφαλαίου.
Με δεδομένη την «ατομική ευθύνη» της… ξεκούρασης απ’ τα 13ωρα, όταν οι εργαζόμενοι (ή οι συγγενείς τους σε περίπτωση θανατηφόρου) αναζητούν δικαστικά το δίκιο τους για εργατικό «ατύχημα», βρίσκονται αντιμέτωποι με την (αντ)εργατική νομοθεσία που τα δικαστήρια εφαρμόζουν, αλλά και συμπληρώνουν όπου υπάρχει ασάφεια, προς όφελος της τάξης που η αστική δικαιοσύνη συνολικά υπηρετεί.
Στον Κώδικα Νόμων για την Υγεία & Ασφάλεια στην Εργασία υποτίθεται πως «διατυπώνεται η νομική αρχή της αποκλειστικής ευθύνης του εργοδότη» γύρω απ’ τα εργατικά «ατυχήματα». Ταυτόχρονα όμως «περιγράφονται οι βασικές απαιτήσεις εργοδοτών και εργαζομένων», καθώς και διάφορες θεσμοθετημένες «υπηρεσίες προστασίας και πρόληψης» (τεχνικοί ασφαλείας, γιατροί εργασίας, Επιθεωρήσεις Ασφάλειας & Υγείας της Επιθεώρησης Εργασίας, Επιτροπές Υγείας & Ασφάλειας των Εργαζομένων-ΕΥΑΕ κ.ά.). Αυτό που επιδιώκει το σύστημα είναι να θολώσει, να κρύψει την ουσία της αποκλειστικής ευθύνης του εργοδότη μέσα σε τυπικές υποχρεώσεις και υποτιθέμενους θεσμούς, που είναι είτε ανύπαρκτοι, είτε εικονικοί, είτε ανίσχυροι. Στόχος, η διοχέτευση των συνεπειών προς τα κάτω, στους ίδιους τους εργαζόμενους-θύματα των εργοδοτικών εγκλημάτων, και προς τα έξω, όπως πχ. τους τεχνικούς ασφαλείας (που μπορεί επίσης να είναι εργαζόμενοι, ειδικά σε μεγάλες εγκαταστάσεις).
Παράδειγμα προώθησης της λογικής «κοινής ευθύνης» εργαζομένων-εργοδοτών, με τις ευλογίες και της ΕΕ, είναι οι ΕΥΑΕ. Θεσμοθετημένες στη χώρα μας απ’ τη δεκαετία του 1980, ορίζονται σε επίπεδο επιχείρησης απ’ το σύνολο των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών, θεωρητικά για την εποπτεία και διαχείριση ζητημάτων ασφάλειας. Ας δούμε δύο μόνο απ’ τα συμπεράσματα πρόσφατης ευρωπαϊκής έρευνας (ESENER), όπου συμμετείχε και το ΕΛΙΝΥΑΕ (ινστιτούτο που συμμετέχουν η ΓΣΕΕ κι οι εργοδοτικοί φορείς):
Αν είναι παραδεκτό ότι οι ΕΥΑΕ δεν υπάρχουν ή είναι εικονικές, η ανάγκη του κεφαλαίου να τις διευρύνει (όπως αποτυπώνεται στο β’ μέρος του αντεργατικού νομοσχεδίου), υπηρετεί καθαρά την ενίσχυση ενός κλίματος συνδιοίκησης-συνυπευθυνότητας των εργαζομένων σχετικά με τα εργατικά «ατυχήματα». Αυτό είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό αυτών των επιτροπών που θεσμοθετεί το σύστημα. Και όχι μόνο δεν έχει σχέση, αλλά συχνά υπονομεύει κιόλας τη δυνατότητα και την ανάγκη ενός σωματείου πχ. να παρέμβει στα ζητήματα της ασφάλειας, διεκδικώντας αξιοπρεπή και ασφαλή δουλειά.
Αυτό το πλαίσιο ορίζει την εικόνα που επικρατεί στη δικονομική διαδικασία, είτε κινείται απ’ τον εισαγγελέα είτε σε περιπτώσεις που σπάει η σιωπή που καλλιεργείται γύρω απ’ τα εργοδοτικά εγκλήματα μέσω της λογικής του «μοιραίου» ή του «ανθρώπινου λάθους».
Στο ποινικό σκέλος, αν κάποιοι διώκονται ως «μη επιμελείς» είναι κατά κανόνα όσοι εργάτες επέζησαν, ενώ τα διευθυντικά στελέχη και -πολύ περισσότερο- η εργοδοσία μένουν στο απυρόβλητο. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις πολύνεκρων εγκλημάτων στη βιομηχανία.
Ως προς το σκέλος των αποζημιώσεων, οι δικαστές πολλές φορές όχι μόνο δεν δικαιώνουν τους εργαζόμενους, αλλά τους καταδικάζουν (ακόμα και νεκρούς), προκειμένου να διευκολύνουν την εργοδοσία. Χαρακτηριστικά δύο παραδείγματα αποφάσεων του Αρείου Πάγου το 2016, σχετικά με επαγγελματίες οδηγούς.
Τα παραπάνω αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου, αναδεικνύοντας τα στενά όρια της αστικής νομοθεσίας και δικαιοσύνης. Η ουσιαστική ασφάλεια στους χώρους δουλειάς, η έκβαση των δικαστικών αποφάσεων και η πραγματική δικαίωση των εργαζομένων κρίνεται στην ενίσχυση της συλλογικής οργάνωσης και του αγώνα, ικανών να επιβάλουν όρους στο κεφάλαιο, χωρίς αυταπάτες για τον ρόλο των δήθεν «ουδέτερων» κρατικών μηχανισμών.