Η κατάσταση για τη μεγάλη πλειοψηφία αγροτών και κτηνοτρόφων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, είναι κρίσιμη, με όρους καταστροφής τους και πετάγματος έξω από την παραγωγική δραστηριότητα. Βρίσκονται μπροστά σε πραγματικό ξεκλήρισμα. Βασικές αιτίες αυτής της κατάστασης, η τρομακτική αύξηση του κόστους παραγωγής σε όλα τα αγροτικά εφόδια, οι μειωμένες τιμές στα αγροτικά προϊόντα και η επέλαση των ασθενειών (ευλογιά) στην κτηνοτροφία. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το πλιάτσικο στον ΟΠΕΚΕΠΕ αποτέλεσε για κυβέρνηση και ΕΕ την αιτιολογία για τη σημαντική καθυστέρηση επιδοτήσεων και αποζημιώσεων που έχει φέρει τον αγροτικό κόσμο σε απόγνωση και στα όρια της εξαθλίωσης.
Όμως η σημερινή κατάσταση δεν έπεσε από τον ουρανό, δεν είναι αποτέλεσμα έκτακτων και απρόβλεπτων γεγονότων, όπως προσπαθούν διάφοροι συστημικοί κονδυλοφόροι να την αιτιολογήσουν, αναφερόμενοι από τις καταστροφές των πλημμυρών του Daniel στη Θεσσαλία μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία. Γεγονότα εξαιρετικά σημαντικά που ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τις ήδη συσσωρευμένες επιπτώσεις μιας πολιτικής δεκαετιών και ιδιαίτερα από την ένταξη της χώρας το 1981 στην τότε ΕΟΚ.
Τα οικονομικά στοιχεία για την πορεία της αγροτικής οικονομίας αποκαλύπτουν ότι αυτή η στρατηγικού χαρακτήρα πολιτική της ντόπιας άρχουσας τάξης για ένταξη της χώρας σε ΕΟΚ-ΕΕ όχι μόνο δεν ενίσχυσε τον αγροτικό τομέα, αλλά αποτέλεσε και έναν από τους βασικούς παράγοντες της συρρίκνωσης και της καταστροφής του.
Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε μία συνεχή μείωση της συμμετοχής του αγροτικού τομέα στην εγχώρια ακαθάριστη προστιθέμενη αξία με ένα μέσο ετήσιο ποσοστό της τάξης του 0,9%. Σταθερά, τα τελευταία 15 χρόνια η συμμετοχή του αγροτικού τομέα στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία παραμένει στο 3,5% της συνολικής. Μόνο για το 2023 η συνολική αξία της αγροτικής παραγωγής ήταν στα 12,9 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 3% σε σχέση με το 2022. Αν όμως γίνει αποπληθωρισμός των τιμών, η πραγματική μείωση της αγροτικής παραγωγής το 2023 σε σχέση με το 2022 φτάνει στο 16,1%.
Ακόμα ένας παράγοντας που επιδείνωσε την κατάσταση ήταν η εκρηκτική αύξηση των τιμών στο κόστος παραγωγής όπου, πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, την περίοδο 2021-2023 έχουμε αυξήσεις 72,3% στα λιπάσματα 39,3% στις ζωοτροφές, 29% στην ενέργεια, 15,9% στους σπόρους, 16,8% στα φάρμακα φυτοπροστασίας και 55% στις κτηνιατρικές υπηρεσίες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση του εισοδήματος αγροτών και κτηνοτρόφων, με αποτέλεσμα για το 2023 το περιθώριο εισοδήματός τους να είναι στο 29,9% της συνολικής παραγωγής τους. Σε αυτό το περιθώριο εισοδήματος περιλαμβάνεται τόσο το κόστος της απόσβεσης του μηχανολογικού εξοπλισμού και των εργαλείων όσο και, το πιο βασικό, το κόστος ζωής της αγροτικής οικογένειας. Με βάση παλιότερα στοιχεία (2020), το μέσο περιθώριο εισοδήματος των αγροτών υπολογίσθηκε μόλις στα 6.500 ευρώ τον χρόνο.
Αυτή την πορεία συνεχούς πτώσης και συρρίκνωσης του αγροτικού τομέα και της συμπίεσης του αγροτικού εισοδήματος υποτίθεται ότι έρχεται να αντιμετωπίσει η πολιτική επιδοτήσεων - ενισχύσεων της ΕΕ. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς («Ναυτεμπορική»), οι εισροές αυτές από το 1981 ανέρχονται σε 110 με 120 δισ. ευρώ. Μόνο που στην πραγματικότητα η πολιτική των επιδοτήσεων – ενισχύσεων από τη μεριά της ΕΕ στοχεύει στις χαμηλές εμπορικές τιμές των αγροτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται σαν πρώτη ύλη στην καπιταλιστική βιομηχανία (βαμβάκι, στάρι, ντομάτα, ενεργειακά φυτά, φρούτα κ.λπ.) και όχι στην ενίσχυση των αγροτών και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων. Για αυτούς οι επιδοτήσεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία ενίσχυση έτσι ώστε απλώς να συντηρούνται (ως «συντηρητές υπαίθρου» αναφέρονται στα κείμενα της ΕΕ) μέχρι να καταστραφούν ολοκληρωτικά.
Ακόμη περισσότερο οι επιδοτήσεις – ενισχύσεις κατευθύνονται, στο μεγαλύτερό τους μέρος, στους καπιταλιστές του αγροτικού τομέα που έχουν συγκεντρώσει με τα χρόνια γη και μηχανήματα στην ιδιοκτησία τους και καρπώνονται τη μερίδα του λέοντος καθώς, σύμφωνα και με τα στοιχεία της ΕΕ, το 80% των επιδοτήσεων πηγαίνει στο 20% των αγροτών τόσο στη χώρα μας όσο και σε όλη την Ευρώπη.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνουν τόσο οι κυβερνητικοί παράγοντες όσο και τα παπαγαλάκια του ντόπιου συστήματος της εξάρτησης και οι απολογητές της ΕΕ για να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα, χρεώνοντας στους αγρότες την «κατασπατάληση» των ευρωπαϊκών ενισχύσεων και τη μετατροπή τους σε τζιπ και πισίνες.
Αλλά η πραγματικότητα δεν μπορεί να παραποιηθεί όση προσπάθεια και αν καταβάλουν όλοι οι παράγοντες του συστήματος. Σημαντική μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μείωση του αγροτικού εισοδήματος, μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και της εκτροφής ζώων, διατροφική εξάρτηση της χώρας. Αυτά είναι τα «επιτεύγματα» στα 44 χρόνια ένταξης σε ΕΟΚ–ΕΕ και της περιβόητης Κοινής Αγροτική Πολιτικής (ΚΑΠ), που καταστρέφει τους μικρομεσαίους αγρότες και κτηνοτρόφους, ενισχύοντας τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ξένες και ντόπιες, στον πρωτογενή τομέα, και προωθεί την εξάρτηση με γοργούς ρυθμούς, καθώς το ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών και στον τομέα αυτό είναι κλιμακούμενα ελλειμματικό.
Εδώ είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι με βάση και την ένταση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ των πολεμικών εξοπλισμών και την προσπάθεια εύρεσης πηγών χρηματοδότησης για τα πολεμικά σχέδια των ιμπεριαλιστών, έχουν μπει στο στόχαστρο της αναθεώρησης τόσο ο τρέχων όσο και ο επόμενος κοινοτικός προϋπολογισμός της ΕΕ, που βασικό του μέρος αποτελεί η χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Αυτό σημαίνει ακόμα μεγαλύτερες περικοπές των αγροτικών επιδοτήσεων – ενισχύσεων – αποζημιώσεων τόσο στη χώρα όσο και συνολικά στο πλαίσιο των χωρών – μελών της ΕΕ.
Σήμερα η κατάσταση έχει φτάσει στο «μη παρέκει» και πλέον αποκαλύπτεται ότι χωρίς την άμεση καταβολή των επιδοτήσεων - είτε αυτών που καθυστερούν από τα προηγούμενα χρόνια είτε αυτών που αφορούν την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο - ο αγροτικός κόσμος δεν μπορεί να ζήσει και οδηγείται άμεσα στην καταστροφή. Και αυτό αποτελεί κρίσιμο ζήτημα όλου του εργαζόμενου λαού, που επιβαρύνεται με τις επιπτώσεις τόσο από τις τεράστιες αυξήσεις στα είδη διατροφής όσο και από τη διατροφική εξάρτηση που έχει επιβάλει για δικό της όφελος η ντόπια άρχουσα τάξη και υποθηκεύει το μέλλον του.
Σε αυτή την προοπτική, η μόνη απάντηση από τη μεριά των μικρομεσαίων αγροτών και κτηνοτρόφων είναι η οργάνωση και ο μαζικός αγώνας ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική κυβέρνησης – ΕΕ. Δεν έχουν να περιμένουν τίποτα και καμία κατανόηση από συναντήσεις με πρωθυπουργό, υπουργούς και από κανέναν άλλο επίδοξο «σωτήρα», αλλά να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις. Έξω και πέρα από λογικές και πρακτικές ανάθεσης για διαπραγμάτευση, που οδηγούν με σιγουριά στην οπισθοχώρηση και την ήττα του κινήματος.