«Μετρημένες οι μέρες του Μαδούρο στην εξουσία», δήλωνε κυνικά ο Τραμπ και αποκάλυπτε σε όλο τον κόσμο ότι το κυνήγι του ναρκεμπορίου είναι προφανώς μια πρόφαση. Δε χρειάζεται το μεγαλύτερο αεροπλανοφόρο, βομβαρδιστικά, αποβατικά, επίλεκτες μονάδες πεζοναυτών και μαχητικά τελευταίας τεχνολογίας για να σταματήσουν πλοιάρια με ναρκωτικά. Η πρωτοφανής συσσώρευση στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ στα ανοιχτά της Βενεζουέλας και η απειλή ότι το επόμενο βήμα θα είναι η χερσαία επέμβαση, κάνουν σαφές ότι οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές δεν ανέχονται άλλο την κατεύθυνση του υπάρχοντος καθεστώτος. Τα μέχρι τώρα πλήγματα και οι δεκάδες νεκροί από τις πολεμικές επιχειρήσεις, είναι το αναγκαίο ανέβασμα του πολεμικού θερμομέτρου.
Στην άλλη όχθη, με στρατιωτικές ασκήσεις, με συμμετοχή πάνω από 200.000 ανδρών και ενεργοποίηση όλων των σωμάτων στρατού και της πολιτοφυλακής, με μετατάξεις αξιωματικών και σκλήρυνση του κρατικού μηχανισμού, συνόδευσε ο Μαδούρο τη δήλωσή του ότι θα δώσει τη μάχη για την υπεράσπιση της πατρίδας.
Παράλληλα, το καθεστώς προσπαθεί να βρει στήριξη σε Ρωσία αλλά και Κίνα. Αυτά τα ανοίγματα είναι που δεν μπορεί να ανεχτεί ο Αμερικανικός ιμπεριαλισμός στο μαλακό υπογάστριο των ΗΠΑ, ιδιαίτερα τώρα, που η σύγκρουση με τη Ρωσία -με βάση τα δεδομένα του πολέμου στην Ουκρανία- φτάνουν στην πυρηνική απειλή και οι αντιπαραθέσεις με Κίνα συνεχώς κλιμακώνονται.
Η στρατηγική συμφωνία Ρωσίας και Βενεζουέλας σε σειρά τομέων, κυρίως οικονομίας, ενέργειας αλλά και στρατιωτικού, αποτέλεσε μια ακόμη Ρωσική σφήνα στην ευρύτερη περιοχή. Τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου της Βενεζουέλας και της Γουιάνας είναι πεδίο όπου δραστηριοποιείται ήδη κινέζικη πετρελαϊκή, μπαίνοντας στο μάτι της αμερικανικής Chevron.
Η οικονομική και ενεργειακή πλευρά του ζητήματος είναι πολύ σημαντική. Το πετρέλαιο άλλωστε ήταν πάντα για το καθεστώς της Βενεζουέλας το διαπραγματευτικό χαρτί με τους ιμπεριαλιστές. Ωστόσο, η αιτία της σημερινής έντασης είναι πιο πολυδιάστατη, γιατί αφορά συνολικά την κυριαρχία των Αμερικάνων στην περιοχή και κυρίως, τον αποκλεισμό κάθε πρόσβασης ανταγωνιστών ιμπεριαλιστών. Εντάσσεται κι αυτή στην κατεύθυνση της προετοιμασίας τους για την γενικευμένη πολεμική αντιπαράθεση που κυοφορούν οι κλιμακούμενοι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί.
Αυτός ο στόχος βέβαια των ΗΠΑ για να περπατήσει χρειάζεται και ένα καθεστώς φιλοαμερικάνικο στο Καράκας. Φαίνεται πως -παρά τις κινήσεις προσέγγισης που έκανε ο Μαδούρο πριν λίγους μήνες και οι μπίζνες της Chevron αδειοδοτήθηκαν κανονικά- αυτές δεν ήταν αρκετές ώστε να ικανοποιήσουν «τα θέλω» των ΗΠΑ. Μόνο που δεν αρκούν τα θέλω, αλλά απαιτείται και η δυνατότητα για ανατροπή μια κατάστασης σε μια χώρα όπως η Βενεζουέλα, με δεδομένες όλες τις προηγούμενες προσπάθειες ανατροπής του καθεστώτος μέχρι και με πραξικόπημα.
Η εξωτερική στρατιωτική πίεση που ασκούν οι ΗΠΑ θα μπορούσε εύκολα να κατασκευάσει αφορμή, να εμφανίσει στόχους (δρόμους ναρκεμπόρων και κέντρα αποφάσεων) στην ξηρά για να κλιμακώσει κι άλλο τις πολεμικές επιχειρήσεις. Το μέχρι τώρα κενό που εμφανίζει σε μια τέτοια πορεία κλιμάκωσης και αποσταθεροποίησης σχετίζεται με την ανάλογη εσωτερική υποστήριξη κέντρων εξουσίας και ελέγχου της κατάστασης στη Βενεζουέλα. Η αντιπολίτευση της Ματσάδο μάλλον είναι αρκετά αδύναμη στο εσωτερικό της χώρας και δεν φαίνονται ακόμη σοβαρές ρωγμές στο στρατό και στο πολιτικό προσωπικό. Βέβαια, δεν μπορούμε να έχουμε τα πραγματικά δεδομένα στο σύνολο τους, πάντως, η συνεχής στρατιωτική πίεση στοχεύει στη δυναμική διαμόρφωση αυτών των δεδομένων προς όφελος των ΗΠΑ.
Η απάντηση της Ρωσίας στις εκκλήσεις Μαδούρο, ότι θα ενισχύσει όπως μπορεί το καθεστώς με βάση τις συμφωνίες για εξοπλισμούς, πληροφορίες κλπ., δείχνει μάλλον μικρές δυνατότητες ουσιαστικής υλοποίησης.
Τα πίσω-μπρος του Τραμπ είναι ενταγμένα κι αυτά στη στρατηγική της πίεσης, δίνοντας στις ΗΠΑ τη δυνατότητα είτε της κλιμάκωσης, είτε του ανοίγματος μιας πορείας υποχώρησης του Μαδούρο και αποδοχής όρων κυριαρχίας των ΗΠΑ.
Μπορεί η ύπατη αρμοστεία του ΟΗΕ να κριτικάρει τις μέχρι τώρα επιχειρήσεις ως εξωδικαστικές, όπως και πλευρές στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Μπορεί μέχρι και οι Βρετανοί να παίρνουν αποστάσεις από αυτές, όμως τα κυρίαρχα επιτελεία στις ΗΠΑ έχουν άλλα δεδομένα να ζυγίσουν.