Πραγματικά δεν μπορεί να αποφύγει κανείς ένα χαμόγελο (ειρωνείας) διαβάζοντας την τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσης που έβγαλε η Αναπληρώτρια Περιφερειακή Διευθύντρια Εκπαίδευσης ΑΜΘ στις 6 Οκτώβρη 2025: «Αντιλαμβανόμαστε ότι η πραγματικότητα του ανανεωμένου εκπαιδευτηρίου και τα χαμόγελα μαθητών και εκπαιδευτικών κατά την επίσκεψη της υπουργού Παιδείας Σοφίας Ζαχαράκη ήταν μια έκπληξη για πολλούς…».
Το εκπαιδευτήριο στο οποίο αναφέρεται η κα Διευθύντρια είναι το Μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο Ξάνθης, ένα κτίριο του 19ου αιώνα, που στην αρχή ήταν καπνομάγαζο και από το 1968 στεγάζει το (τότε Ιδιωτικό) Μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο και που το περασμένο καλοκαίρι «ευπρεπίστηκε» (όπως αναφέρει η ανακοίνωση). Πρόκειται για ένα κτίριο με ακατάλληλες αίθουσες, εκ των οποίων οι πέντε είναι ημιυπόγειες (κάποιες λειτουργούν ως εργαστήρια), χωρίς Γυμναστήριο και αίθουσα Εκδηλώσεων και έναν αύλειο χώρο που μετά βίας χωράει τα 420 παιδιά που φοιτούν φέτος και τα οποία, γι’ αυτό τον λόγο, δεν βγαίνουν όλα στην αυλή στα διαλείμματα. Και ας σημειώσουμε ότι πριν από λίγα χρόνια, υπήρχαν περίπου 700 μαθητές, οι οποίοι συνωστίζονταν σε τμήματα των -έως και- 36 παιδιών!!
Ήταν πραγματικά τόσα «τα χαμόγελα των μαθητών», ώστε για μια ακόμη φορά έκαναν κατάληψη στις 6 Νοέμβρη, με κυρίαρχο αίτημα ένα «νέο ασφαλές και σύγχρονο σχολικό κτίριο», τονίζοντας μάλιστα τα ζητήματα της ασφαλούς εκκένωσης σε περίπτωση πυρκαγιάς ή σεισμού, κάτι που δεν εξασφαλίζεται από τις σημερινές κτιριακές συνθήκες!!
Οι «πολλοί» που εξεπλάγησαν από το «ανανεωμένο εκπαιδευτήριο» και τους οποίους καλεί η κα Διευθύντρια να σεβαστούν τον νόμο, είναι η Σχολική Εφορεία, την οποία με εντολές υπουργείου πέταξε έξω από το σχολείο, επειδή -όπως ισχυρίζεται- δεν έχει καμιά δουλειά μέσα σ’ αυτό, αφού «δεν υφίσταται πλέον ιδιοκτήτης ή ιδρυτής» του σχολείου.
Το Ιδιωτικό Μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο Ξάνθης ιδρύθηκε το 1965 με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης και τα Μορφωτικά Πρωτόκολλα Ελλάδας-Τουρκίας, σύμφωνα με τα οποία η Τουρκική Μειονότητα είχε το δικαίωμα να ιδρύει τα δικά της σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και να τα διαχειρίζεται ως Κοινότητα, αφού το κράτος παρέχει μόνο πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αργότερα ψηφίστηκε ο νόμος 694/1977, που καθιέρωσε ένα ιδιαίτερο καθεστώς για τα σχολεία αυτά. Είναι δίγλωσσα, την ευθύνη τους την έχει το κράτος, αλλά βρίσκονται εκτός της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφού η ίδρυσή τους γίνεται (μπορεί να γίνει) ύστερα από αίτηση ικανού αριθμού γονέων και σχετική έγκριση από τον Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης, ενώ για την ίδρυση και λειτουργία τους ισχύει η νομοθεσία για την Ιδιωτική Γενική Εκπαίδευση. Το Μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο Ξάνθης εντάχθηκε σ’ αυτό το καθεστώς με το άρθρο 17 του ν. 4563/2018 και έκτοτε λειτουργεί «ως μειονοτικό σχολείο της μουσουλμανικής μειονότητας».
Το καθεστώς που επιβλήθηκε με τον νόμο του 1977 είναι στην ουσία ένα ερμαφρόδιτο καθεστώς, που μάλλον χειροτέρευσε παρά βελτίωσε την κατάσταση. Απαλλάσσει μεν τη Μειονότητα από το βάρος κάποιων λειτουργικών εξόδων, της αφαιρεί όμως το δικαίωμα να έχει ουσιαστικό λόγο στην εκπαίδευση των παιδιών της, την ίδια στιγμή που δεν της παρέχεται ισότιμη και πλήρης εκπαίδευση. Και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι στον νομό Ξάνθης, που η Μειονότητα αποτελεί το 45% περίπου του πληθυσμού, υπάρχουν 37 σχολικές μονάδες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εκ των οποίων μόνο μία μειονοτική, κατανοεί πόση ισοτιμία υπάρχει. Αλλά και αυτή η μοναδική σχολική μονάδα, προβάλλεται (στην ανακοίνωση της Περιφέρειας) ως «ανιδιοτελής επιλογή της Ελλάδας», ως παραχώρηση και ως μεγαλοθυμία δηλαδή, και όχι ως αυτονόητη υποχρέωση ενός κράτους προς τους πολίτες του. Παράλληλα, με το άρθρο 5 του ν.694/77, η ισοτιμία των μειονοτικών σχολείων με τα δημόσια τίθεται σε καθεστώς «αμοιβαιότητας» (με τα αντίστοιχα της Κωνσταντινούπολης) κάτι που καταφανώς αντιβαίνει στην έννοια του δικαιώματος κάθε παιδιού στην εκπαίδευση.
Στην πραγματικότητα, το κράτος συνεχίζει να αρνείται την παροχή δημόσιας, δωρεάν, πλήρους και χωρίς περιορισμούς μειονοτικής εκπαίδευσης (διατήρηση και ανάπτυξη γλωσσικής και εθνοτικής ταυτότητας). Η επίκληση συμφωνιών και πρωτοκόλλων δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι δρα με όρους καταπίεσης και διακρίσεων σε ένα θεμελιώδες δικαίωμα. Φυσικά, αυτό το δικαίωμα το αφαιρεί με χίλιους δυο τρόπους από τα παιδιά όλων των φτωχών λαϊκών οικογενειών, αλλά εδώ αναφερόμαστε σε ένα ακόμη επίπεδο καταπίεσης, πέρα από το ταξικό.
Παρόλα αυτά, οι δύο παραπάνω νόμοι διατηρούν κάποιες αρμοδιότητες στην κοινότητα. Ορίζεται ως «Ιδρυτής» του σχολείου ένας γονέας (άρθρο 5 του ν. 694/1977), ενώ μία τριμελής Σχολική Εφορεία ασκεί τη «διοίκηση» του σχολείου (άρθρο 7 του ν.4563/2018). Αυτές τις αρμοδιότητες επιχειρούν να αφαιρέσουν «παράνομα» το Υπουργείο και η Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης μέσα από Εγκυκλίους και άλλες Αποφάσεις, αποξενώνοντας και απομονώνοντας τη Σχολική Εφορεία από το σχολείο και χρησιμοποιώντας τις γνωστές κατηγορίες για «εργαλειοποίηση» που εκτοξεύονται σε κάθε περίπτωση διεκδίκησης δικαιωμάτων.
Το ζήτημα, βέβαια, δεν είναι ότι «παρανομεί» η Διευθύντρια και το υπουργείο Παιδείας. Γιατί επί της ουσίας δεν «παρανομούν», απλώς εφαρμόζουν μια καταπιεστική πολιτική, η οποία εκφράζεται και υλοποιείται είτε με «νόμιμες» είτε με «παράνομες» αποφάσεις. Άλλωστε, τα δικαιώματα της Μειονότητας γενικά, το δικαίωμα στη μειονοτική εκπαίδευση, πιο συγκεκριμένα, δεν μπορούν να τίθενται στο καντάρι της νομιμότητας. Είναι αυθύπαρκτα, κατακτημένα μέσα στην κοινωνική εξέλιξη και τους λαϊκούς αγώνες και μόνο μέσα από αυτούς μπορούν να υπάρχουν και να κατοχυρώνονται.
Σ.Χ.