Κινούμενες στην ίδια ρότα που χαρακτηρίζει το σύνολο της εισήγησης, οι Θέσεις της ΚΕ για την εσωτερική πολιτική κατάσταση (κεφάλαια Β και Γ) παρακάμπτουν τη ζοφερή πραγματικότητα στην οποία ζει ο λαός μας, αφαιρούν την πολιτική ουσία των πραγμάτων μέσα από σχετικά ουδέτερες διατυπώσεις με μια προσέγγιση εξαιρετικά ρηχή, που δεν αναδεικνύει πολιτική γραμμή και άξονες πάλης. Φυσικά «καταργούν» την εξάρτηση, τον παράγοντα εκείνο που ιστορικά αλλά και σε παρόντα χρόνο βάζει τη σφραγίδα του στη βαρβαρότητα που ζούμε.
«Επιδείνωση» ή βαρβαρότητα;
Αν υποθέταμε ότι οι Θέσεις έχουν σαν κεντρικό υποκείμενο αναφοράς την εργατική τάξη, τους εργαζόμενους και τη νεολαία, τότε θα έπρεπε να επικεντρώνονται στον εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα τον οποίο αντιμετωπίζουν οι λαϊκές μάζες και τη διέξοδο την οποία προσπαθεί να χαράξει το «Κόμμα». Άλλη είναι όμως η προσέγγιση της ΚΕ.
Από τις 18 σελίδες που καταλαμβάνουν τα κεφάλαια Β και Γ, μόνο μισή σελίδα και κάτι αναφέρεται στο λαό, και μάλιστα με τον δημοσιογραφικό τίτλο: «Συνολική επιδείνωση της κατάστασης του λαού» (θέση 5, σελ 23). «Επιδείνωση»! Τη στιγμή που οι εργάτες βουλιάζουν στη φτώχεια και την εξαθλίωση, τη στιγμή που οι φτωχοί αγρότες κραυγάζουν «χρωστάω παντού», τη στιγμή που η νεολαία πνίγεται στα αδιέξοδα που της προσφέρει το σύστημα, οι Θέσεις μιλούν απλώς για… «επιδείνωση». Και συνεχίζουν με το ίδιο στιλ: «Η οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών δεν έχει οδηγήσει σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, αλλά σε σημαντική υποχώρηση», «ο πραγματικός μισθός, παρά την αύξηση του ονομαστικού, μειώθηκε (…) λόγω του τεράστιου πληθωρισμού (…) του υπέρογκου ΦΠΑ (…) της εμπορευματοποιημένης λειτουργίας μιας ολόκληρης κατηγορίας υπηρεσιών (…) Καταγράφεται, επίσης, τάση μείωσης των λαϊκών αποταμιεύσεων (!)» (ό.π.).
Μια περιγραφική τοποθέτηση που θα μπορούσε να τη βρει κανείς σε οποιαδήποτε αστική φυλλάδα ή στις σελίδες μιας έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Καμία τοποθέτηση για τον πυρήνα της πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση, την επιδίωξη του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου να φορτώσει τη βαθιά και αγιάτρευτη κρίση του στις πλάτες των εργαζόμενων και να τους καταστήσει απλά αναλώσιμα εργαλεία, ανίκανα να προβάλουν οποιοδήποτε δικαίωμα στη δουλειά και στη ζωή.
Μα, θα πει κανείς, δεν τα λέει αυτά το ΚΚΕ; Το ΚΚΕ λέει πολλά, «επαναστατικά», ρεφορμιστικά, αστικά, αναλόγως την περίπτωση. Για το ότι αρνείται να τα περιλάβει στις Θέσεις του Συνεδρίου του το λιγότερο που θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε είναι ότι δεν επιδιώκει καμία απολύτως δέσμευση προσδιορισμού στόχων πάλης για την ανατροπή αυτής της πολιτικής.
Άλλωστε, στη θέση 1 σελ. 20, με μια τοποθέτηση που ακολουθεί το κυβερνητικό αφήγημα, διατυπώνεται η άποψη ότι «η εγχώρια οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης». Μια εκτίμηση που βασίζεται στην αύξηση του ΑΕΠ και τη μείωση της ανεργίας!
Η «ενσωμάτωση» της εργατικής τάξης, άλλοθι για τη ρεβιζιονιστική στροφή του ΚΚΕ
Αυτή όμως η τοποθέτηση είναι αναγκαία για να στηρίξει μια άλλη, πραγματικά εξωφρενική:
«Ταυτόχρονα, η παρούσα φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης δίνει περιθώρια στο καπιταλιστικό σύστημα να εφαρμόσει πολιτικές συμμαχιών µε μεσαία στρώματα λαϊκών δυνάμεων. Επίσης, σε συνδυασμό µε τη μείωση της ανεργίας και την επέκταση του χρόνου εργασίας, διαμορφώνονται όροι ενσωμάτωσης εργατικών τμημάτων µε ορισμένες αυξήσεις σε μισθούς κ.λπ.» (θέση 5, σελ. 23).
«Η σοσιαλδημοκρατία έχει ισχυρή κοινωνική βάση μέσα σε τμήματα της εργατικής τάξης καθώς και σε τμήματα των λαϊκών δυνάμεων (…) Παραμένει το ενδεχόμενο διαμόρφωσης ενός μαζικού ρεφορμιστικού ρεύματος στο άμεσο χρονικό διάστημα (…)» (θέση 2, σελ. 31).
Δηλαδή, σε συνθήκες παρατεταμένης και αγιάτρευτης κρίσης, σε συνθήκες άγριας επίθεσης στη ζωή, την εργασία και τα πάσης φύσης δικαιώματα πλατιών λαϊκών μαζών (έως και μεσοστρωμάτων), όπου όλα τα success stories των κυβερνήσεων καταρρέουν το ένα μετά το άλλο, όπου όλοι οι παράγοντες του συστήματος διαπιστώνουν με αγωνία τη μαζική αποστοίχιση του λαού από το σύστημα και τους εκφραστές του, όταν αυτή η αποστοίχιση βγαίνει συχνά σαν έκρηξη οργής στους δρόμους (Τέμπη, αγρότες κ.λπ.), όταν τα κέντρα του συστήματος ματαίως αναζητούν τρόπους εγκλωβισμού αυτής της οργής χωρίς να μπορούν να «κατασκευάσουν» εναλλακτική πολιτική πρόταση, όταν η λεγόμενη σοσιαλδημοκρατία πνίγεται μέσα στην «υποχρέωσή» της να κινείται στα πλαίσια της βάρβαρης πολιτικής του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, η ηγεσία του ΚΚΕ διαπιστώνει δυνατότητες «συμμαχιών με μεσαία λαϊκά στρώματα», «ισχυρή κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας», «ενσωμάτωση εργατικών τμημάτων» και «ενδεχόμενο ενός μαζικού ρεφορμιστικού ρεύματος»!
Μ’ αυτό το θεωρητικό κατασκεύασμα η ηγεσία του ΚΚΕ στην πραγματικότητα παραδέχεται την παντοδυναμία του συστήματος, τη δυνατότητά του (μέσα από «την επέκταση του χρόνου εργασίας», τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την τεχνητή νοημοσύνη) να διασφαλίζει κοινωνική ειρήνη και σταθερότητα και να βρίσκει διεξόδους ακόμη και στις πιο δύσκολες περιόδους, σαν αυτή που ζούμε.
Ακυρώνει τους αγώνες και την αναγκαιότητά τους, αφού «η ευρύτερη δυσαρέσκεια παραμένει ρηχή και (…) δεν σηματοδοτεί συνολική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος» (θέση 1, σελ. 30). Προσπαθεί να περιχαρακώσει τις δυνάμεις του, να αιτιολογήσει τη στασιμότητα της επιρροής του και την κατάσταση αδράνειας των συνδικάτων που ελέγχει. Σε γενικότερο επίπεδο, στήνει το θεώρημα της «ενσωμάτωσης και της ισχυρής κοινωνικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας» ως «ερμηνεία» της «μακρόχρονης υποχώρησης» του κινήματος, για να αποκρύψει το γεγονός ότι αυτή η υποχώρηση είναι αποτέλεσμα της δικιάς του ρεβιζιονιστικής στροφής (1956) και της συνεχούς, από τότε, ρεφορμιστικής γραμμής του. Ένα «άλλοθι» για το παρελθόν και ένα φύλλο πορείας (προς τα δεξιά) για το παρόν και το μέλλον.
Αυτά τα «παράδοξα» και αστήρικτα συνοψίζονται στη σελ. 130, όπου πλέον ανάγονται σε ζητήματα γενικότερης θεωρητικής επεξεργασίας, αφού αφορούν ολόκληρη την περίοδο που διανύουμε και καθορίζουν την εξέλιξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Έτσι, στα καθήκοντα της νέας ΚΕ εντάσσεται και: «Η μελέτη για το ΚΚ στις σύγχρονες συνθήκες, σε συνδυασμό με τη βαθύτερη διερεύνηση των αιτιών της μακρόχρονης υποχώρησης του επαναστατικού εργατικού κινήματος σε σχέση με τις αναβαθμισμένες δυνατότητες ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης (…)» (σημείο 3, σελ. 130). Και όλα αυτά σε πείσμα της πραγματικότητας που βοά ότι το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα όχι απλώς δεν πείθει (και άρα δεν μπορεί να ενσωματώσει), αλλά καταφεύγει συνεχώς στην όλο και μεγαλύτερη θωράκισή του με αντιδραστικούς νόμους και μηχανισμούς και στην πιο ωμή βία για να κατορθώσει να επιβάλει την πολιτική του.
Αγώνας ενάντια στη φασιστικοποίηση με… σεμινάρια
Σ’ αυτές τις «αντιδραστικές εξελίξεις στην αστική Δικαιοσύνη» (ας θεωρήσουμε ότι είναι αναφορά σ’ αυτό που εμείς ονομάζουμε φασιστικοποίηση) αναφέρεται η θέση 3 σελ. 34-36, αναδεικνύοντας παράλληλα «και την παρέμβαση του Κόμματος»: «Έγκαιρα, μέσα από εκδηλώσεις, ημερίδες και εκδόσεις, αποκάλυψε τον ταξικό χαρακτήρα των κυβερνητικών μέτρων (…), αξιοποιώντας εκδόσεις όπως το “ΜΑΘΕ – ΠΑΛΕΨΕ για τα δικαιώματά σου” (…)». Με «επιμορφωτικά σεμινάρια» λοιπόν «αντιπαρατέθηκε έντονα» το ΚΚΕ στην αντιδραστικοποίηση του νομικού οπλοστασίου του συστήματος! Αλλά, για να μην το αδικούμε, και με σημαντική συνεισφορά στον αγώνα ενάντια στην «υλοποίηση (…) του δικαστικού χάρτη» και ακόμη με «ενισχυμένη παρέμβαση» στους «δικηγόρους, δικαστικούς υπαλλήλους, επιμελητές, διερμηνείς, συμβολαιογράφους» αλλά και στους «μηχανικούς, οικονομολόγους, λογιστές» και μάλιστα ως εξειδίκευση της θέσης του για «την ανωτερότητα της εργατικής εξουσίας», δηλαδή με αναβαθμισμένα ιδεολογικά χαρακτηριστικά!
Μόνο που από όλα αυτά λείπει κάτι… Λείπουν οι εργάτες, οι εργαζόμενοι, η νεολαία. Λείπει η αναμέτρηση στο δρόμο για το σπάσιμο των απαγορεύσεων και της τρομοκρατίας, ο αγώνας για την ανατροπή των αντιδραστικών νόμων που καταργούν το δικαίωμα στη διαδήλωση, την απεργία, τον ταξικό συνδικαλισμό, το λαϊκό άσυλο και τόσα άλλα, αλλά και η σθεναρή στάση αντίστασης στην εφαρμογή αυτών των νόμων. Λείπει η πλευρά του λαού.
Η ηγεσία του ΚΚΕ «ανέδειξε τη σημασία το ίδιο το εργατικό – λαϊκό κίνημα να γνωρίζει και να υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του» (όπως λέει στις Θέσεις), αλλά στην πράξη έσκυψε το κεφάλι μπροστά στην αφαίρεση αυτών των δικαιωμάτων και οδήγησε τους εργαζόμενους σε ηλεκτρονικές εκλογές στα σωματεία. Κατέδειξε «την πραγματική στόχευση νομοσχεδίων για τα μέτρα καταστολής στα ΑΕΙ», αλλά υποτάχτηκε σ’ αυτά, αποδέχτηκε την επανειλημμένη καταπάτηση του Ασύλου, συμφώνησε στις διαγραφές φοιτητών ως μέσο υποταγής και ταξικών φραγμών.
Επιθετικότητα, παζάρια και εφησυχασμός
Αν από τις παραπάνω θέσεις αναδεικνύεται η καθαρή ρεφορμιστική φύση του ΚΚΕ, μέσα από τις θέσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναδύεται έντονη η οσμή της υπόκλισης σ’ αυτό που η άρχουσα τάξη ονομάζει «εθνικό συμφέρον». Με μια υπερταξική τοποθέτηση απευθύνεται όχι μόνο σε μικρομεσαία στρώματα, αλλά και σε πλευρές της μεγαλοαστικής τάξης, εναγκαλίζεται με το στρατό και τα σώματα ασφαλείας και προβάλλει την «πατριωτική» του (αλλά με αστικά χαρακτηριστικά) θέση: «αμυνόμενη Ελλάδα – επιτιθέμενη Τουρκία». Φυσικά πάντα με «επαναστατικό μαρξιστικό» επικάλυμμα και με έκδηλη αντιφατικότητα.
Η αστική τάξη της χώρας μας, λοιπόν, στον διεθνή χώρο είναι «επιθετική» και «με ιδιαίτερη επιθετικότητα, υπερασπίζεται τα στρατηγικά της συμφέροντα αυτοτελώς (…) διεκδικώντας μεγαλύτερο μερίδιο από τη λεία των ιμπεριαλιστικών πολέμων» (θέση 6, σελ. 24). Τόσο «αυτοτελώς», που περιμένει τη Chevron να της «κατοχυρώσει» κάποιο κομμάτι ΑΟΖ, αδυνατεί να ποντίσει ένα καλώδιο μεταφοράς ρεύματος σε διεθνή ύδατα χωρίς την παρέμβαση των ΗΠΑ ή έστω της ΕΕ, επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία το «θα ματώσουμε ξανά για τις ΗΠΑ», ενώ όλα τα πολιτικά και επιχειρηματικά «μαργαριτάρια» της τρέχουν να υποβάλουν τα διαπιστευτήριά τους στη νέα πρέσβειρα Γκιλφόιλ…
Θα πει βέβαια η ηγεσία του ΚΚΕ ότι όλα αυτά, όπως και «η μετατροπή της Ελλάδας σε αμερικανοΝΑΤΟϊκό ορμητήριο», γίνονται στα πλαίσια της… «αλληλεξάρτησης» και ότι όταν τελειώσει ο Τραμπ τον πόλεμο στην Ουκρανία (λέμε τώρα) η άρχουσα τάξη της Ελλάδας θα αποκτήσει γεωστρατηγική επιρροή στην περιοχή, κτίζοντας μαιευτήριο στη Μαριούπολη, όπως είχε ανακοινώσει ο Μητσοτάκης το Μάρτη του 2022!
Πραγματικά, είναι άνευ αντικειμένου μια σοβαρή κριτική σ’ αυτές τις θέσεις του ΚΚΕ. Εκείνο που έχει σημασία όμως είναι να τις αντιπαραβάλουμε με τις θέσεις για την «πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων» (θέση 7, σελ. 25-26). Εδώ η άρχουσα τάξη της χώρας μας γίνεται ξαφνικά «αμυντική» έως «ενδοτική» αφού (μέσω της κυβέρνησής της) καλλιεργεί τον «εφησυχασμό» στις «απαράδεκτες διεκδικήσεις του τουρκικού κράτους». Στο πεδίο αυτό (Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος) όπου, σαν συνεπαγωγή των προηγούμενων θέσεων της ΚΕ, θα έπρεπε να αναπτυχθεί όλη η επιθετικότητά της, αυτή η επιθετικότητα εξαφανίζεται και δεν γίνεται καμία αναφορά σε «ελληνικές διεκδικήσεις». Κατ’ αυτόν τον τρόπο και σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός έχει μια άδικη (τουρκική) και μια δίκαιη και εθνικά σωστή (ελληνική) πλευρά.
Θέλοντας πάλι να θολώσει τα νερά, παρουσιάζει τη σχέση Ελλάδας-Τουρκίας σαν σχέση «συνεργασίας και αντιπαράθεσης». Κι εδώ όμως αναδεικνύεται ένα ακόμη «παράδοξο». Το αστικό κράτος έρχεται σε αντίθεση με τον… ίδιο του τον εαυτό. Ακυρώνει το ρόλο του ως «συλλογικού καπιταλιστή», δεν υπερασπίζεται τα «εθνικά συμφέροντα» αλλά προωθεί τη «συνεκμετάλλευση και συνδιαχείριση (…) για τα συμφέροντα των μονοπωλίων». Αν μεν εννοεί το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, τότε πράγματι υπάρχει λογική, αλλά θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η θέση της εξάρτησης, σε διαφορετική περίπτωση μιλάμε για πλήρη παραλογισμό.
Αυτός ο παραλογισμός έχει βάση. Το ότι το ΚΚΕ πρέπει να παρουσιαστεί ως «αντιμονοπωλιακό και αντικαπιταλιστικό» και συγχρόνως ως «εθνικό». Αυτό που μένει όμως είναι το δεύτερο. Και ως τέτοιο καλεί το λαό «να επαγρυπνεί, γιατί έτσι κι αλλιώς στο παζάρι των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων περιλαμβάνονται ζητήματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων». «Εθνικά» και αταξικά! Και σ’ αυτήν όμως την προτροπή παρουσιάζεται ανακόλουθη η ηγεσία του ΚΚΕ. Γιατί κανονικά θα έπρεπε να καλέσει λαϊκό ξεσηκωμό και να απαιτήσει «επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια τώρα». Αλλά κι εδώ συμμερίζεται τις ανησυχίες της άρχουσας τάξης και τις εντολές των αφεντάδων της…
Κατά την άποψή μας, τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική αστική τάξη είναι επιθετικές και βρίσκονται σε έναν συνεχή, επικίνδυνο, αντιδραστικό ανταγωνισμό, αναζητώντας -η καθεμία σε βάρος της άλλης- διευρυμένο ρόλο στην περιοχή. Την επιδίωξή τους αυτή τη θέτουν σε έγκριση και την αναζητούν μέσα από τη στήριξη των επικυρίαρχων ιμπεριαλιστών και κυρίως των ΗΠΑ (η Ελλάδα ως «καλό παιδί» και η Τουρκία με «αταξίες») και με τους όρους και τις δυνατότητες που η καθεμία διαθέτει στα πλαίσια της εξάρτησης.
Ο ελληνικός λαός δεν έχει κανένα λόγο να πάρει το μέρος της εξαρτημένης αστικής «του» τάξης. Οφείλει να συγκροτηθεί με ταξικούς όρους και να παλέψει ενάντια σε κάθε ενέργεια που οξύνει τον ανταγωνισμό και φέρνει πιο κοντά τον κίνδυνο ενός πολέμου. Να αναπτύξει την αντιιμπεριαλιστική του πάλη, την αλληλεγγύη του και τον κοινό του αγώνα με τον αδελφό τουρκικό λαό.
Οι θέσεις του ΚΚΕ, παρά τις όποιες διακηρύξεις για εναντίωση «στις αστικές τάξεις και τα συμφέροντά τους», από τη μια οδηγούν στην «αγκαλιά» της άρχουσας τάξης και από την άλλη εμποδίζουν την ανάπτυξη ενός πραγματικού αντιπολεμικού κινήματος.