Θα ήθελα να ζητήσω προκαταβολικά συγνώμη από τους συντρόφους για τον προσωπικό χαρακτήρα αυτής της παρέμβασης.
Συγκαταλέγομαι στους συντρόφους που πήρα την ευθύνη να ανοίξω μέτωπο στα πλαίσια της πρωτοβουλίας σωματείων στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο) μ` εκείνες τις απόψεις που υποκαθιστούσαν και υποκαθιστούν την ανάγκη για τη δημιουργία πραγματικού κινήματος αντίστασης μαζών με ονειροπολήσεις προγραμμάτων «μεταβατικού χαρακτήρα». Εξακολουθώ να μένω σταθερός στην άποψη πως πρέπει «να καταβάλουμε τα διόδια της αντίστασης», ότι οι ονειροπολήσεις αυτές αδυνατούν να απαντήσουν στο μεγάλο πρόβλημα του «υποκειμένου»:ποιος θα τις κάνει πράξη, πόσο έτοιμοι είναι ο λαός και η αριστερά για να θέσουν ζήτημα εξουσίας (διπλής, τριπλής ή… μονής) κλπ.
Ωστόσο πιστεύω πως όπως γράφτηκε και στην εφημερίδα στο εισηγητικό κείμενο για τη σύσκεψη, τα μηνύματα που λαμβάνουμε, ο κόσμος που αποδεσμεύεται από τα κυρίαρχα σχήματα και προχωρά σε αναζητήσεις κλπ μας θέτουν το ζήτημα της σύνδεσης της πάλης για το μέτωπο αντίστασης με την γενικότερη προοπτική της κοινωνικής ανατροπής στην οποία αναφερόμαστε. Πως θα γίνει αυτό;
Βλέποντας την «ακτινογραφία» της διάταξης δυνάμεων που υπάρχει σήμερα από τη μεριά του κινήματος είναι φανερό πως μια ενδεχόμενη λαϊκή εξέγερση (με τις όποιες θυσίες και τα κόστη αυτό απαιτήσει γιατί τίποτα στη ζωή δεν είναι «αφορολόγητο») θα σκοντάψει πάνω σ` αυτή τη… ρημαδοκατάσταση του περίφημου υποκειμενικού παράγοντα. Ο λαϊκός ξεσηκωμός, το πραγματικό κίνημα μπορούν να θέσουν με όρους υλικούς τη διπλή ανάγκη για την διεύρυνση και την ενοποίηση των λαϊκών αντιστάσεων από τη μια και για τη δημιουργία –παράλληλα- λαϊκών οργανώσεων σε διάφορα επίπεδα και χώρους ξεκινώντας από τον οριζόντιο συντονισμό, την ενότητα στη δράση και πηγαίνοντας παραπέρα.
Χωρίς αυτούς τους υλικούς όρους δεν μπορούν να τεθούν ζητήματα εξουσίας ούτε μπορεί να υπάρξει έστω μια μεταβατική διαχείριση, ένα «στάδιο», μια «περίοδος» όπου ο λαϊκός παράγοντας θα προετοιμαστεί –από κάθε άποψη- για την ολοκληρωτική κατάκτηση της εξουσίας. Και φυσικά μέσα σ` αυτό το διάστημα προκειμένου να διασφαλιστεί η πορεία προς τον σοσιαλισμό θα έπρεπε να εδραιωθεί η ηγεμονία της εργατικής τάξης και του κόμματος ή των κομμάτων της. Ή τουλάχιστον η σοβαρή και καθοριστική επιρροή τους στο κίνημα.
Πόσο μακριά ή πόσο κοντά βρισκόμαστε από μια τέτοια εξέλιξη;
Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα να ξεκαθαρίσουμε πως όλα τα παραπάνω που αποτελούν για τη δική μας προσέγγιση την «άλφα βήτα» του πως αναπτύσσονται τα κινήματα δεν έχουν καθόλου πέραση σε όλους –ανεξαιρέτως- τους πολιτικούς χώρους της αριστεράς από τον επίσημο ρεφορμισμό μέχρι την «σκληρή» αυτονομία.
Αντίθετα η θέση και η προσέγγιση για την δημιουργία κινήματος μέσα στον καπιταλισμό που θα θέσει όρους κοινωνικής ανατροπής και τσακίσματος του κρατικού μηχανισμού έχουν υποκατασταθεί από ονειροπολήσεις και φληναφήματα από διάφορες «παρακάμψεις» αυτού του κρίσιμου σημείου. Ακόμα και από τους πιο σκληρούς «αντικρατιστές».
Απαντώντας τώρα το ερώτημα δεν μπορούμε να δούμε πόσο μακριά ή κοντά βρισκόμαστε σε μια τέτοια εξέλιξη λαμβάνοντας υπόψη βέβαια και την συμπύκνωση του ιστορικού και πολιτικού χρόνου, όμως είναι σίγουρο πως βρισκόμαστε στην αρχή. Και αυτό είναι επίσης ένα ζήτημα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί αν και το επιχειρούν με διάφορους τρόπους π χ το σύνθημα «ή τώρα ή ποτέ».
Μ` αυτή την έννοια πολύ σωστά επιμένουμε και θα συζητήσουμε στην σύσκεψη ποιο πρόγραμμα πάλης και διεκδίκησης είναι αυτό που θα συνεγείρει και θα βγάλει στον δρόμο όλο και περισσότερες λαϊκές μάζες και πως θα βοηθηθούμε να συνδεθούμε μ` αυτές, ποια αιτήματα και ποιες αιχμές θα πρέπει να έχουν το προβάδισμα κλπ. Όμως…
Η προοπτική.
Η οξύτητα της επίθεσης στο λαό και τα δικαιώματα του, τα υπαρξιακά ζητήματα που τίθενται για το λαό και τη χώρα (και γίνονται υπαρξιακά ίσα-ίσα λόγω της εξάρτησης όπως η τεράστια καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων ακόμα και αυτής της καπιταλιστικής οικονομίας που υπήρχε), το γεγονός ότι ο «στόκος» που έχει δημιουργήσει η διαρκής επέλαση των μέτρων για να σπάσει θα χρειαστεί κάτι «μεγάλο» και που πρακτικά εκφράζεται από το γεγονός πως κάθε διεκδικητικός αγώνας βρίσκεται πολύ σύντομα αντιμέτωπος με το «συνολικό» ζήτημα, όλα τούτα σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση πως το σύστημα αυτό –όχι μόνο στην χώρα μας- παράγει πια μόνο αδιέξοδα, εξ αντικειμένου θέτουν το ζήτημα της προοπτικής του κινήματος αντίστασης.
Κι όπως αληθινό είναι πως οι λαϊκές μάζες –όσο δεν ξεπερνιέται το σημερινό επίπεδο οργάνωσης και πολιτικοποίησης- οδηγημένες από την απελπισία και την οργή τους θα φτάσουν στο σημείο «να μη λογαριάζουν τίποτε» άλλο τόσο αληθινό είναι πως δεν αρκεί η απελπισία αλλά χρειάζεται μια ελπιδοφόρα προοπτική στις θυσίες τους.
Ο Σάντας ο σύντροφος του Γλέζου στο κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας είχε δηλώσει σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του πως «τότε έβγαινες από την πόρτα σου και σε αγκάλιαζαν τα ιδανικά και τα οράματα». Σήμερα;
Από μια άποψη ελπιδοφόρα προοπτική θα ήταν η προσωρινή ανακοπή της επίθεσης, η αναδίπλωση των δυνάμεων της επίθεσης, αυτό που λέμε «δεν θα σταματήσουν αν δεν τους σταματήσουμε».
Το παράδειγμα της Αργεντινής όμως αποδεικνύει περίτρανα πως υπάρχει ανάγκη η εξέγερση να πάει παραπέρα, να κατακτήσουν οι λαϊκές μάζες περισσότερες θέσεις, να απλωθεί η κοινωνική ανατροπή σε πλατύτερες σφαίρες. Είναι τραγική ειρωνεία να προτείνεται ως πολιτική λύση το «ελικόπτερο» φυγής της τότε Αργεντίνικης κυβέρνησης από τις πολιτικές δυνάμεις της όποιας αριστεράς που με μεγάλη σπουδή εκπονούν προγράμματα μετάβασης διάφορων σημείων. Αλλά γι όλους αυτούς όλα φαίνονται εύκολα και απλά: θα πέσει η κυβέρνηση και θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος… Το παράδειγμα της Αργεντινής αποτελεί –αντίθετα- κόλαφο για τον πολιτικό δρόμο που προτείνουν. Αποτελεί αντί-παράδειγμα. Και η σημερινή κατάσταση του Αργεντίνικου λαού το αποδεικνύει.
Να γίνει συνεπώς σαφές πως η δική μας πολιτική πρόταση ξεκινάει με μια καταρχήν δυσκολία, με μία «έλλειψη»: Δεν έχουμε να προτείνουμε αυτό τον ενδιάμεσο δρόμο, το αριστερό «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα όχι μόνο γιατί (ιδεολογικά) δεν μας ταιριάζει ούτε γιατί δεν είναι ρεαλιστικό σήμερα αλλά και γιατί από την άποψη της προοπτικής που επικαλούμαστε απλά δεν μπορούμε. Γενικά στο ζήτημα των «ενδιάμεσων» (εργαλείων, σχημάτων, μετώπων κλπ) έχουμε ένα ζητηματάκι…
Πολύ καλά κάναμε –επίσης- τόσα χρόνια που αποφύγαμε τον «πειρασμό» των προγραμμάτων.
Όμως από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι πρέπει να ξεκινήσουμε τη σύνδεση της αντίστασης με την προοπτική της κοινωνικής ανατροπής πρέπει στοιχειωδώς να περιγραφεί ένα πλαίσιο για το πώς θα βαδίσουμε σ` αυτό το δρόμο. Αλλιώς παραμένουμε στο επίπεδο των ευχών και των προτροπών και είναι καλύτερο να μην το αναφέρουμε.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω-κατά τη γνώμη μου- αυτό το πλαίσιο.
1. Βασική και θεμελιώδης είναι η άποψη που διαπιστώνεται από τα πρώτα κείμενα ανασυγκρότησης της οργάνωσης το 1982 ότι δεν υπάρχει «καθαρή» επανάσταση. Είχε ταλαιπωρήσει το «παλιό», «ενιαίο» ΚΚΕ(μ-λ) ο χαρακτήρας της επανάστασης -αν θα είναι σοσιαλιστικός ή λαϊκοδημοκρατικός- την περίοδο του 2ου Συνεδρίου. Η διατύπωση για τον μη «καθαρό» χαρακτήρα της επανάστασης κάνει πιο γόνιμη την προσέγγιση και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του δικού μας οικοδομήματος σκέψης, χαρακτηριστικού και «ανάδελφου» σε σχέση με την ιδεολογική πραμάτεια της υπόλοιπης αριστεράς. Γιατί η «καθαρή» σοσιαλιστική επανάσταση των μπολσεβίκων «νόθευσε» το πρόγραμμά της με την υιοθέτηση του αγροτικού προγράμματος των αριστερών εσέρων, και με τον συμβιβασμό της ΝΕΠ ενώ η πιο «καθυστερημένη» λαϊκοδημοκρατική κινέζικη επανάσταση όταν προχώρησε στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της άγγιξε ζητήματα πολύ πιο προωθημένης σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής, με την εξαπόλυση της ΜΠΠΕ .
2.Μια ενδεχόμενη αντιϊμπεριαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα όπως έχουμε γράψει τόσο στην συνδιάσκεψη του 1988 όσο και του 1992 (που λόγω «μακεδονικών» πιέσεων είχε ασχοληθεί περισσότερο με τα λεγόμενα εθνικά) δεν θα πραγματοποιηθεί εν κενώ. Θα πραγματοποιηθεί μέσα σε μια γενικότερη ανάφλεξη βαλκανική ή τουλάχιστο νοτιοευρωπαϊκή ή και τα δύο. Θα αναζητήσει διεθνή και τοπική στήριξη πάνω σε αυτή τη βάση..
3.Ο χαρακτήρας και τα μέτρα που θα πάρει δεν μπορούν να προκαθοριστούν μέσω ενός προγράμματος που θα εκπονηθεί ανεξάρτητα από χρόνους και όρους ωρίμανσης. Το πρόγραμμα π χ του ΚΚΕ του 1934, το πρόγραμμα δηλαδή που το έκανε μαζικό κόμμα ικανό να καθοδηγήσει την αντίσταση στον κατακτητή και να κατακτήσει την τάξη δεν ήταν μια εγκεφαλική κατασκευή αλλά βασίστηκε σε μια συγκεκριμένη ανάλυση της τότε ελληνικής κοινωνίας. Εμείς τόσο χρόνια επειδή ασχολούμασταν… φανατικά με την ταξική πάλη δεν είχαμε το… χρόνο να κάνουμε φαίνεται τέτοιες αναλύσεις, ίσως δεν είχαμε ως δυναμικό –μιλώντας συνολικά- και τις δυνατότητες. Δεν θα γίνει κάτι τέτοιο «επί παραγγελία» σήμερα.
4.Η επίθεση και η κρίση, η κοινωνική καθίζηση μας εξαναγκάζει να ασχοληθούμε πιο σοβαρά με τις αλλαγές που επισυμβαίνουν στον κοινωνικό ιστό, στις ταξικές ισορροπίες και τις σχέσεις των τάξεων και να πάρουμε στα πιο σοβαρά την ιδεολογική-θεωρητική δουλειά.
Η ανάλυση πχ του ’34 έκανε λόγο για αγροτοβιομηχανική χώρα, αργότερα, μετά τον πόλεμο είχαμε αναλύσεις για μια βιομηχανικοαγροτική χώρα και υπάρχει και η θέση μας για μια χώρα ενδιάμεσης ανάπτυξης. Τι ισχύει σήμερα όταν τόσο η πρωτογενής παραγωγή και η μεταποίηση όσο και ο τομέας των υπηρεσιών στον οποίο αρκετοί «φωτισμένοι» μετά την είσοδο στην ευρωζώνη πρότειναν ως διέξοδο έχουν καταρρακωθεί;
5.Επίσης περισσότερο σοβαρά πρέπει να πάρουμε δύο μεγάλα καθήκοντα που έχουμε θέσει στον εαυτό μας:την υπεράσπιση της απόπειρας για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ταυτόχρονα την κριτική της αποτίμηση, την προσπάθεια προσέγγισης του φαινόμενου της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
6.Στο οραματικό επίπεδο και επειδή γίνεται πολύς λόγος για την δημοκρατία, το φασισμό, τον κοινοβουλευτισμό, άμεση δημοκρατία κλπ είναι ανάγκη να προβάλλουμε τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Τι ήταν η σοσιαλιστική δημοκρατία; Σοσιαλιστική δημοκρατία ήταν τα δύο διατάγματα που φέρουν την υπογραφή του Στάλιν για τους πληθυσμούς που είτε συνεργάστηκαν με τον ναζιστή εισβολέα (όπως οι Τάταροι) είτε κράτησαν επαμφοτερίζουσα στάση σε κρίσιμες στιγμές (όπως κάποιοι ποντιακοί πληθυσμοί που μέχρι τη ναζιστική εισβολή επέμεναν πχ να έχουν διαβατήρια σφραγισμένα από το «βασίλειο της Ελλάδας»-και η σοβιετική εξουσία το δέχονταν!). Τα διατάγματα μετακίνησης (εκτοπισμού για τους δυτικούς) θα μπορούσε να τα κατηγορήσει κανείς για… μεροληψία εναντίον των υποδοχέων πληθυσμών-κατά κανόνα πιστών στην σοβιετική εξουσία- καθώς προέβλεπαν αναλυτικά μέτρα σε κάθε επίπεδο (δουλειάς, στέγασης, περίθαλψης, σπουδών και κλήρου) υπέρ των πληθυσμών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν περισσότερο ή λιγότερο αντισοβιετικοί. Αυτή ήταν η σοσιαλιστική δημοκρατία και αυτού του είδους την δημοκρατία θέλουμε και γι” αυτήν παλεύουμε.
Με δυο λόγια το ζήτημα της σύζευξης και της προσέγγισης του μετώπου αντίστασης με την γενικότερη κοινωνική ανατροπή είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα ιδεολογικοπολιτικής δουλειάς.
Πόσα «τρένα» έχουμε χάσει σ` αυτό το επίπεδο; Τι αποστάσεις θα χρειαστεί να διανύσουμε;
Πάντως ένα είναι σίγουρο: «Αυτοί» που έρχονται και απ` ότι φαίνεται θα είναι «πολλοί» και θα ζητούν εξηγήσεις για πολλά δεν πρόκειται να μας αφήσουν στην ησυχία μας…