Η «εσωτερική ενδυνάμωση»
Συνάρτηση –αναμφισβήτητα- της γενικότερης πολιτικής της νέας ηγεσίας του Λευκού Οίκου, η οικονομική πολιτική που εξήγγειλε ο Τραμπ προεκλογικά αποτελεί ωστόσο βασικό της «μοχλό». Το προεκλογικό μότο του νέου «πλανητάρχη» ήταν η εσωτερική ενδυνάμωση της Αμερικής, η επιστροφή των εγχώριων επενδύσεων και η υπεράσπιση των αμερικάνικων αγορών με την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης. Ως προς αυτό η εμπειρία της διακυβέρνησης Κλίντον έδειξε πως δεν «έφτανε» η οικονομική πολιτική για να απαντηθούν τα σύνθετα ζητήματα γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Αλλά και του εσωτερικού της Αμερικής, καθώς για την κλίμακα που μιλάμε το «εσωτερικό» είναι εν πολλοίς ταυτόχρονα και «εξωτερικό». Αναφερόμαστε εδώ στη γιγάντωση του κερδοσκοπικού τομέα καθώς –στις δύο τετραετίες της «δημοκρατικής» διακυβέρνησης- με νόμο που προώθησε ο τότε υπουργός Οικονομικών και στέλεχος του χρηματοπιστωτικού τομέα τα εμπορικά τμήματα των τραπεζών υπερκεράστηκαν από τα χρηματοπιστωτικά. Μέχρι τότε οι τράπεζες είχαν με μία έννοια κρατηθεί έξω από τον χρηματιστηριακό τζόγο. Δόθηκε έμφαση στις επενδύσεις στη Ρωσία και τις άλλες πρώην δημοκρατίες της ΕΣΣΔ (που συνόδευσαν βέβαια τις πολύχρωμες «επαναστάσεις»), φορτώθηκε η κρίση στη Νοτιανατολική Ασία και τις αναδυόμενες οικονομίες, διασώθηκε από οικονομική κατάρρευση το Μεξικό, βάζοντας τον αμερικάνικο προϋπολογισμό να πληρώσει για το αμερικάνικο «επενδυτικό» σχήμα που είχε άνοιγμα στη μεξικάνικη αγορά κ.λπ.
Στη δεύτερη θητεία του Κλίντον το κενό στη γεωπολιτική γραμμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού αντιμετωπίστηκε με τους γνωστές «λεκέδες» στο… παντελόνι που στρίμωξαν τον πρόεδρο και ανάγκασαν το επιτελείο των Δημοκρατικών σε μια πολεμική αναπροσαρμογή. Με ό,τι επακολούθησε στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ο νέος πρόεδρος φυσικά δεν έχει να φοβάται τους… λεκέδες, ειδικά σε αυτό το είδος «λεκέδων» έχει ανοσία, και ίσως –αν συνεχιστεί η ενδοαστική κόντρα στο αμερικάνικο μπλοκ εξουσίας- να χρειαστούν πιο «δραστικά» πράγματα. Έτσι και αλλιώς, η αμερικάνικη ιστορία είναι πλούσια σε τέτοιου είδους εκδοχές και διαδικασίες…
Ωστόσο, κάτω από αυτό το πρίσμα («δεν αρκεί η οικονομική πολιτική») ίσως μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη αξιολόγηση των πρώτων μέτρων που έλαβε ή υπαινίχτηκε ότι θα λάβει η κυβέρνηση Τραμπ.
Τι διατάγματα υπέγραψε
Τα δύο πρώτα διατάγματα που υπέγραψε ο Τραμπ αφορούσαν το ένα την αποχώρηση από τη συμφωνία του Ειρηνικού, γνωστή και ως ΤPP, δηλαδή την κατάργησή της πριν καν… υπάρξει, και το άλλο την επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA, της διαμερικάνικης συμφωνίας που αρχικά φιλοδοξούσε να αποτελέσει έναν τύπο αμερικάνικης οικονομικής «ολοκλήρωσης» απέναντι στην ΕΕ. Κατέληξε σε τριμερή εμπορική συμφωνία ουσιαστικά ανάμεσα σε ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικό, δηλαδή τις χώρες της Βόρειας Αμερικής, τραβώντας βέβαια το κεντρικό ως προς τη γεωγραφία της αμερικάνικης ηπείρου Μεξικό από τα… μαλλιά. «Τη χειρότερη εμπορική συμφωνία» που υπέγραψε η Αμερική με τρίτους, κατά Τραμπ.
Όσον αφορά την πρώτη, ήδη η επικύρωσή της από το Κογκρέσο εκκρεμούσε και προ Τραμπ, ενώ είχαν εκδηλωθεί σοβαρές εσωτερικές αντιδράσεις. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία δεν υφίστατο σε επίπεδο εφαρμογής. Άρα δεν πρόκειται για κάτι τόσο… ρηξικέλευθο. Πηγές του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ φαίνεται να περιγράφουν επιδιώξεις διμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων με καθεμία ξεχωριστά από τις 12 χώρες που θα συμμετείχαν στην ΤPP.
Όσον αφορά τη δεύτερη, τη NAFTA, με μια πρώτη ματιά ο μεγάλος χαμένος –τουλάχιστον σε εμπορικό επίπεδο– ήταν το Μεξικό, που υποχρεώθηκε να δεχτεί πολύ περισσότερα εμπορεύματα από αυτά που εξήγαγε στις ΗΠΑ μέσω της κατάργησης των δασμών. Όσο για τις επενδύσεις και τις οικονομικές ζώνες, αναφερθήκαμε στο προηγούμενο φύλλο. Άρα το «καμπανάκι» χτυπάει για τον Καναδά. Οι συζητήσεις ανάμεσα στον «γόη» πρωθυπουργό του Καναδά και τον Τραμπ αφορούσαν και αυτό το πεδίο, χωρίς προς ώρας να διαφαίνεται κάποιο στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα μιας πραγματικής επαναδιαπραγμάτευσης.
Μπορούμε να εξαγάγουμε ένα γενικότερο συμπέρασμα πως με οδηγό αυτά τα διατάγματα η επιδίωξη της εμπορικής πολιτικής Τραμπ είναι ξεχωριστές διμερείς εμπορικές συμφωνίες και απάρνηση των πολυμερών συμφωνιών. Πολύ πιθανό, βέβαια, με τρεις αξιοσημείωτες «βαρύτητες» που τυγχάνουν «ειδικής αντιμετώπισης». Η μία ήδη αναφέρθηκε. Εκκρεμεί η σχέση με τη Βρετανία και μάλλον δρομολογείται η νέα σχέση με την Ιαπωνία.
Συγκεκριμένα, η Ιαπωνία θα επενδύσει 150 δισ. δολάρια σε διάστημα 10 ετών εντός των ΗΠΑ. Οι επενδύσεις θα κατευθυνθούν στην κατασκευή σιδηροδρομικών δικτύων υψηλών ταχυτήτων στις βορειοανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ, καθώς και στις πολιτείες του Τέξας και της Καλιφόρνια. Το πακέτο προβλέπει επίσης συνέργεια σε παγκόσμιες επενδύσεις για υποδομές και για την ανάπτυξη ρομπότ και τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και στην κυβερνοασφάλεια και την εκμετάλλευση του Διαστήματος. Αυτό ήταν το δώρο του Άμπε στον Τραμπ και δείχνει μία κατεύθυνση του πώς εννοεί ο Τραμπ το «αμοιβαίο όφελος» και το να «μη μας… εκμεταλλεύονται». Δηλαδή να επενδύουν –εκτός των Αμερικανών- και οι ξένοι στην εσωτερική αγορά και τις υποδομές της Αμερικής.
Ερώτηση αφελούς: Θα μπορούσε, π.χ., να ισχύει το ίδιο πράγμα και για την Κίνα; Και, παραπέρα, υπάρχει σχέδιο οικονομικής προσπέλασης μέσω αυτών των διμερών συμφωνιών του μεγαλύτερου για τις ΗΠΑ ανταγωνιστή στο παγκόσμιο διαμετακομιστικό εμπόριο; Γνωρίζουμε πώς εκδιώχθηκαν οι Κινέζοι –επί Μπους- από τα αμερικάνικα λιμάνια. Δεν εκφράζονται οι ίδιες ανησυχίες για το ότι ουσιαστικά το χρηματιστήριο του Σικάγου βρίσκεται σε κινέζικα χέρια…
Εσωτερικό μέτωπο και πολιτική δολαρίου
Μας διαφωτίζει (;) από την άποψη της εσωτερικής οικονομικής πολιτικής και της νομισματικής πολιτικής που θα ακολουθήσει ο Τραμπ η πρώτη ακρόαση της επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) Τζάνετ Γέλεν. Επρόκειτο -όπως γράφει η «Καθημερινή»- για την πρώτη της ακρόαση ενώπιον του Κογκρέσου, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ και με τη μετωπική σύγκρουση μαζί του να θεωρείται βέβαιη. Ήταν όμως διαφώτιση επί των νέων… αβεβαιοτήτων που γεννά η -σε σημαντικό βαθμό- πιθανολογούμενη οικονομική πολιτική Τραμπ. «Μεταξύ των πηγών αβεβαιότητας που περιβάλλουν την εικόνα της αμερικανικής οικονομίας είναι οι ενδεχόμενες αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική, η πορεία της παραγωγικότητας και οι εξελίξεις στο εξωτερικό», τόνισε η κ. Γέλεν και πρόσθεσε πως «είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε ποιες αλλαγές πολιτικής θα εφαρμοσθούν ή ποιες θα είναι οι επιπτώσεις τους».
Οι αλλαγές που προβληματίζουν –συνεχίζει η αναφορά της εφημερίδας, την επικεφαλής της Fed και τις έχει ήδη δρομολογήσει ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου αφορούν την ανάκληση των ρυθμίσεων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο και την ακύρωση του νόμου Ντοτ-Φρανκ, τον οποίο υποστηρίζει ένθερμα η κ. Γέλεν. Πρόκειται για καίρια πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης, που επέβαλε περιορισμούς στις ακρότητες του τραπεζικού κλάδου, ώστε να αποτρέψει μια επανάληψη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σύμφωνα, όμως, με τον Ντόναλντ Τραμπ, που έχει δρομολογήσει την ακύρωση του νόμου με προεδρικό διάταγμα, αυτοί οι περιορισμοί έχουν εμποδίσει τις τράπεζες να λειτουργήσουν αποδοτικά.
Προφανώς θα «αναπτυχθεί», αν συνυπολογιστούν και μια σειρά άλλες «αγκυλώσεις» στην αγορά εργασίας που πάνε να καταργηθούν αλλά και στο σύστημα περίθαλψης (προσωρινά η διοίκηση Τραμπ πάγωσε την ανατροπή στο λεγόμενο Οbamacare), ένας πολύ άγριος και αχαλίνωτος καπιταλισμός. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ενδεχομένως η κίνηση αυτή να αποτελεί και άνοιγμα του Τραμπ στον κλάδο των χρηματιστών-κερδοσκόπων, όπως και η επιλογή ενός από τα βασικά στελέχη της αμαρτωλής Goldman Sachs για βασικό οικονομικό σύμβουλο του υπουργείου Οικονομίας.
Επίσης μεγάλη κόντρα φαίνεται προς το παρόν να αναπτύσσεται ανάμεσα στο επιτελείο Τραμπ –που φαίνεται να ευνοεί μία άνοδο των αμερικάνικων επιτοκίων σε ρυθμούς εντονότερους από αυτούς που σχεδιάζει το επιτελείο της FED– και με το ίδιο το επιτελείο της Τράπεζας. Και λέμε «φαίνεται» γιατί ακόμα και αυτή η άνοδος πρέπει να γίνει με λελογισμένο τρόπο. Να μη φοβίσει τις αγορές και να μην πλήξει τις αμερικάνικες εξαγωγές. Το Δεκέμβριο η Fed προχώρησε στη δεύτερη αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου, ενώ το Δεκέμβριο του 2015 τα είχε αυξήσει για πρώτη φορά από τα σχεδόν μηδενικά επίπεδα στα οποία τα είχε περιορίσει από την αρχή της κρίσης.
Η Γέλεν δεν δεσμεύτηκε για την τρίτη φάση αύξησης των επιτοκίων. Όπως, άλλωστε, τονίζουν οικονομικοί αναλυτές, μεταξύ των προβληματισμών της Fed είναι και το ενδεχόμενο υπερθέρμανσης της αμερικανικής οικονομίας από τις φοροαπαλλαγές και τις εκτεταμένες δαπάνες σε έργα υποδομής, που αποτελούν βασικές εξαγγελίες του Ντόναλντ Τραμπ. Ο ίδιος ο Τραμπ είχε εξάλλου δηλώσει ότι επί τούτου η Γέλεν κρατούσε χαμηλά τα επιτόκια για να υπονομεύσει το επενδυτικό έργο της νέας κυβέρνησης που βασίζεται στα υψηλά επιτόκια για προσέλκυση κεφαλαίων! Πώς μπορεί όμως το δολάριο να είναι ισχυρό χωρίς να είναι ακριβό και να πλήττει τις εξαγωγές; Ήδη εκδηλώνεται παρέμβαση στο εσωτερικό της FED με τοποθέτηση ανθρώπου της διοίκησης Τραμπ σε θέση παραιτηθέντος στελέχους, ενώ έχει απειληθεί το ΔΣ ότι θα τεθούν οι νομισματικές της επιλογές σε λογιστικό έλεγχο.
Ιστορικές συγκρίσεις
Όπως γράφει ο Γ. Αγγέλης στην εφημερίδα «Κεφάλαιο», «η σύγκριση Τραμπ-Ρίγκαν γίνεται το αγαπημένο θέμα πολλών οικονομολόγων». Ο πρώτος, μιλώντας ενώπιον εκπροσώπων φαρμακευτικών εταιρειών, δήλωσε ότι «η Γερμανία χειραγωγεί την ισοτιμία του ευρώ για να διευκολύνει τις γερμανικές εταιρείες εναντίον των αμερικάνικων ανταγωνιστών τους». Αντίστοιχες κατηγορίες έχουν εκτοξευτεί και εναντίον των κινέζικων και ιαπωνικών νομισματικών αρχών. Το οικονομικό και όχι μόνον επιτελείο του Τραμπ έχει ειδικευτεί σε αυτόν τον εξακοντισμό… πίκρας απέναντι σε φίλους και αντιπάλους. Όπως, όμως, σωστά επισημαίνει ο αρθογράφος, τη δεκαετία του ’80 είχαμε τη συμφωνία της Plaza μέσω της οποίας εξισορροπήθηκαν και με μια έννοια σταθεροποιήθηκαν οι ισοτιμίες δολαρίου-μαρκου-γιεν και στερλίνας για πρώτη φορά μετά την αποδέσμευση δολαρίου και χρυσού.
Αυτή η συμφωνία οδήγησε στην απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου, χωρίς βέβαια να αποτρέψει τη σύγκρουση με τους Γερμανούς και την κρίση του ’87. Όμως τα λεγόμενα και ριγκανόμικς εκείνης της εποχής ήταν μέρος ενός, τουλάχιστον πιο συνεκτικού, σχεδίου ανόρθωσης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ακόμα και με τις υπερβολές του (π.χ. πόλεμος των άστρων) και οδήγησε σε συγκεκριμένα αποτελέσματα: Στο εξωτερικό (πλησίασμα και ουδετεροποίηση της Κίνας, γονάτισμα της τότε Σοβιετικής Ένωσης, στρίμωγμα της Γερμανίας κ.λπ., στο εσωτερικό σε μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίων στις ΗΠΑ με αιχμή βέβαια την ταξική επίθεση και επανακατάληψη των «οχυρών» που είχε απολέσει το κεφάλαιο απέναντι στην εργατική τάξη. Η διακηρυγμένη αμφισβήτηση των σημερινών νομισματικών ισορροπιών από τον Τραμπ δεν είναι σαφές –πέρα από το εσωτερικό ταξικό μέτωπο- σε ποιο σχέδιο θα ενταχθεί… Ισχυρό δολάριο ή λιγότερο ισχυρό και προστατευτισμός μαζί δεν φαίνεται να αποτελούν πειστικό σχέδιο…
Το «εσωτερικό» όφελος
Αυτοί που αναμένεται να κερδίσουν από τις εξαγγελθείσες φοροαπαλλαγές είναι –λογικά- οι εταιρείες των οποίων το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων καταλήγει στο εσωτερικό της χώρας. Μια αύξηση στην καταναλωτική δαπάνη στις ΗΠΑ θα δώσει μεγαλύτερη ώθηση σε αυτές τις εταιρείες παρά σε εκείνες που βασίζονται περισσότερο στις διεθνείς αγορές.
Σύμφωνα με δεδομένα της FactSet Research (εταιρείας έρευνας), σχεδόν οι μισές από τις εταιρείες στον δείκτη S&P 500 (240 για την ακρίβεια) αντλούν το 70% των ετήσιων πωλήσεών τους από τις ΗΠΑ. Σε αυτές συγκαταλέγονται η AT&T, η Verizon (εταιρεία κινητής και ασύρματης επικοινωνίας), η Disney, η Comcast και η Home Depot (εταιρεία ειδών οικιακής χρήσης). Επίσης, στη λίστα συναντάμε την Berkshire Hathaway, την εταιρεία επικερδών «τοποθετήσεων» και εξαγορών της οποίας ηγείται ο γνωστός κερδοσκόπος που «πρόβλεψε» την κρίση, Γ. Μπάφετ, τη Starbucks (όνομα και μη χωριό) και την εταιρεία όπλων Lockheed Martin, η οποία έχει βρεθεί στο στόχαστρο θυμωμένων tweets του Τραμπ εξαιτίας του κόστους του μαχητικού F-35.
Άλλες εταιρείες που επεκτείνονται στο εξωτερικό αλλά παραμένουν συνδεδεμένες στενότερα με τις ΗΠΑ ως προς την κερδοφορία τους είναι η Walmart, η American Express, η UPS και η Netflix (εταιρείες στο ηλεκτρονικό εμπόριο και τις μεταφορές). Εάν ο Τραμπ και το Κογκρέσο τονώσουν τη χρηματοδότηση για έργα υποδομών και περικόψουν τη φορολογία, όπως προτείνουν, οι εταιρείες αυτές θα μπορούσαν να επωφεληθούν πραγματικά.
Μια τέτοια κυβερνητική πολιτική θα οδηγούσε σε υψηλότερα επίπεδα καταναλωτικής και επιχειρηματικής δαπάνης, ισχυρίζονται οικονομικοί αναλυτές και δεν φαίνεται και παράλογο.
Βέβαια, από την άλλη, μεγάλες αμερικανικές εταιρείες που βασίζονται σε πωλήσεις στο εξωτερικό ίσως βγουν χαμένες εάν η πολιτική Τραμπ στους δασμούς καταλήξει να πυροδοτήσει έναν εμπορικό πόλεμο. Η GE, η Coke (δεν χρειάζεται… σύσταση), η McDonald’s, η Procter & Gamble (αντιπροσωπεύει μια τεράστια γκάμα ειδών οικιακής χρήσης και απορρυπαντικών, όπως το γνωστό Tide) και η Nike πωλούν περισσότερο στο εξωτερικό απ’ ό, τι στις ΗΠΑ. Άρα, είναι πιθανό αυτές οι μετοχές να μείνουν πίσω σε σχέση με τις μετοχές των εταιρειών που έχουν μεγαλύτερη παρουσία στις ΗΠΑ – ιδιαίτερα αν το δολάριο πάρει περαιτέρω τα πάνω του. Εξάλλου, η πολιτική του ισχυρού δολαρίου, αν ασκηθεί, όπως δηλώνει, επιθετικά το επιτελείο Τραμπ -εδώ υπάρχουν ερωτήματα- είναι ανταγωνιστική στις εξαγωγές γιατί κάνει τα αμερικάνικα προϊόντα πιο ακριβά στο εξωτερικό.
Αυτό θα μπορούσε να πλήξει μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας όπως η Apple, η Microsoft, η Facebook και η Alphabet (γνωστές εταιρείες στο χώρο των νέων τεχνολογιών και των δικτύων), οι οποίες λαμβάνουν πάνω απ’ το μισό των εσόδων τους από τις διεθνείς αγορές. Το ίδιο ισχύει για την Intel, την Oracle και την IBM (επίσης στο χώρο των νέων τεχνολογιών). Αυτές, και άλλες μετοχές τεχνολογίας, έχουν ηγηθεί της αγοράς τώρα τελευταία χάρη στην ελπίδα ότι οι αλλαγές στην εταιρική φορολογία που έχει προτείνει ο Τραμπ θα τις ωθήσουν να φέρουν πίσω στις ΗΠΑ ρευστό που έχουν να κάθεται στο εξωτερικό. Το μεγάλο στοίχημα είναι το κατά πόσο η Apple και άλλοι γίγαντες της τεχνολογίας θα χρησιμοποιήσουν αυτό το ρευστό για να προσλάβουν περισσότερους εργαζομένους στις ΗΠΑ, να αυξήσουν τα μερίσματά τους, και να αγοράσουν εκ νέου μετοχές, πολύ περισσότερο αν ξεκινήσει ένας νέος γύρος προστατευτισμού και εμπορικού πολέμου διεθνώς…
Το ίδιο ισχύει και για την Εxxon Mobil που δραστηριοποιείται στα κοιτάσματα της ρώσικης Αρκτικής και σπεύδει να κάνει επενδύσεις στο Τέξας στην παραγωγή σχιστόλιθου καθώς βρίσκεται απροετοίμαστη απέναντι στις εταιρείες παραγωγής πετρελαίου και αερίου από αμερικάνικο σχιστόλιθο που φαίνονται πιο «έτοιμες» να ευνοηθούν από την πολιτική της «εσωτερικής ενδυνάμωσης» του Τραμπ… Να σημειωθεί πως βασικός εκπρόσωπος της εταιρείας είναι μέλος της κυβέρνησης! Όλα έχουν τη διπλή ανάγνωσή τους.
Ο προστατευτισμός
Δεν είναι ακόμα σαφή και δηλωμένα τα μέτρα που θα πάρει η διοίκηση Τραμπ για να «προστατεύσει» τα αμερικάνικα εμπορεύματα. Τα πράγματα έχουν διπλή ανάγνωση και εδώ. Όπως γράφει πάλι η «Καθημερινή»: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτοιμη να προσφύγει, από κοινού με άλλους εμπορικούς εταίρους, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) στην περίπτωση που φορολογήσει τις εισαγωγές η κυβέρνηση Τραμπ. Όπως αποκάλυψε στους Financial Times τη Δευτέρα ο αντιπρόεδρος της Ε.Ε. Γίρκι Κατάινεν, η Ένωση θα ήθελε να αποφύγει έναν «καταστροφικό» εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, ωστόσο είναι έτοιμη να προστατεύσει τα συμφέροντά της και την ισχύ των διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Παράλληλα, η Ένωση εντείνει την προσπάθεια να ολοκληρώσει εμπορικές συμφωνίες με χώρες της Ασίας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η Ένωση διαπραγματεύεται με 10 από τις 12 χώρες που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου Ασίας-Ειρηνικού (TPP), συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις με χώρες της Λατινικής Αμερικής (Mercosur) και προσπαθεί να αναβιώσει τις διαπραγματεύσεις με χώρες του Περσικού Κόλπου που έχουν «βαλτώσει» από το 2008».
Είναι σίγουρο ότι τα αμερικάνικα προϊόντα θα αντιμετωπιστούν με «το ίδιο νόμισμα» κυριολεκτικά και… μεταφορικά. «Είναι ορθό να αυξήσουμε τις πολιτικές προσπάθειες στη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων. «Δεν πρόκειται για μια κίνηση κατά των ΗΠΑ, αλλά πολλοί από τους εταίρους μας έχουν διαμηνύσει ότι έχουν ανάγκη από σαφή σημάδια πως δεν στρέφεται προς τον προστατευτισμό ολόκληρος ο κόσμος», δήλωσε ο κ. Κατάινεν στους Financial Times. Όμως ακόμα και αυτή η «ευρωπαϊκή ανωτερότητα» θα εγκαταλειφθεί αν οι Ευρωπαίοι χάσουν νομικά τις προσφυγές τους στον ΠΟΕ (Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου) στον πάντα πιθανό νέο γύρο εμπορικού προστατευτισμού και εφόσον αυτός ξεκινήσει. Στην περίπτωση που η Ε.Ε. χάσει την προσφυγή κατά των αμερικανικών δασμών, θα ανοίξει ο δρόμος για την επιβολή εμπορικών αντιποίνων ύψους 385 δισ. δολαρίων το χρόνο εις βάρος των αμερικανικών προϊόντων και υπηρεσιών, προειδοποιεί ο κ. Τσαντ Μπράουν, ειδικός στις εμπορικές διενέξεις εντός ΠΟΕ, ο οποίος εργάζεται στο Peterson Institute for International Economics. Μιλάμε πάντα επί υποθέσεων, αλλά…
Ποιος λοιπόν είναι έτοιμος να ανοίξει την πόρτα της κολάσεως;
Αβεβαιότητα
Ακόμα συνεπώς και αν θέλει κανείς να σκύψει σε κάποια στοιχεία της οικονομικής πολιτικής της διοίκησης Τραμπ και να προσπαθήσει να δει συγκεκριμένα ποιοι και πόσο ωφελούνται, βρίσκεται αντιμέτωπος τη μία με εικοτολογίες και πόλεμο λέξεων (επί του πρακτέου μέχρι στιγμής έχουν υπογραφτεί τα δύο διατάγματα που αναφέρθηκαν και η συμφωνία με την Ιαπωνία), την άλλη δεν μπορεί να προσπεράσει χωρίς σοβαρές ενστάσεις και αμφισβητήσεις τα επισφαλή και διφορούμενα για την αμερικάνικη υπερδύναμη αποτελέσματα αυτής της πολιτικής αν όντως υφίσταται ως… Tramponomics. Η προσαρμογή των διακηρύξεων και των κατηγοριών στο θετικισμό της πραγματικότητας είναι δεδομένη Αυτή είναι και η πιο… σίγουρη αξιολόγηση που μπορεί να γίνει προς το παρόν!
Δημήτρης Μάνος