Οι απολύσεις στο Δημόσιο ήταν το κύριο θέμα συζήτησης της τρόικας με το Μητσοτάκη στην πρόσφατη συνάντησή τους στα πλαίσια του γενικού ελέγχου των απεσταλμένων των ιμπεριαλιστών. Ο υπουργός επιβεβαίωσε τη δέσμευση της κυβέρνησης να απολύσει 15.000 υπαλλήλους, με έμφαση στους υπόλοιπους 5.500 που απομένουν για να ολοκληρωθεί το έγκλημα. Ένα από τα «όπλα» στα οποία υπολογίζουν κυβέρνηση και τρόικα είναι η απόλυση με συνοπτικές διαδικασίες όσων υπαλλήλων οι φάκελοι βρεθούν να περιέχουν πλαστά δικαιολογητικά, σε μια προσπάθεια αξιοποίησης της ιδεολογικής αποσυγκρότησης των εργαζόμενων.
Η διαδικασία ελέγχου των φακέλων προσωπικού σε Δημόσιο και ευρύτερο Δημόσιο δεν ξεκίνησε την προηγούμενη βδομάδα. Πέρα από τους μόνιμους σχετικούς μηχανισμούς ελέγχου δικαιολογητικών (ΑΣΕΠ, επιτροπές κ.ά.), το «κυνήγι» ξεκίνησε με υπουργική εγκύκλιο προς τις εκάστοτε διευθύνσεις προσωπικού δημοσίου, ΟΤΑ και ΔΕΚΟ στα τέλη του 2013 και συνεχίζεται, με το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης να έχει αναλάβει την εποπτεία της όλης διαδικασίας, χρησιμοποιώντας και το ειδικό ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής των ελέγχων. Η συγκυβέρνηση, με τη συνεργασία των αστικών ΜΜΕ, επιλέγει αυτήν την περίοδο να χρησιμοποιήσει το χαρτί των «πλαστών δικαιολογητικών» γιατί έχει ανάγκη να δώσει χαρακτήρα δήθεν «δικαιοσύνης» στην πολιτική των απολύσεων που είναι απονομιμοποιημένη στη συνείδηση όχι μόνο των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και συνολικά του λαού. Ειδικά μετά την αποτυχία εφαρμογής της «αυτοαξιολόγησης» εξαιτίας της μαζικής αποχής των εργαζόμενων, το σύστημα προσπαθεί να θολώσει τα νερά, συγχέοντας συνειδητά τη λεγόμενη «αξιολόγηση» με το ζήτημα των πλαστών πιστοποιητικών.
Σε αυτήν την προσπάθεια του συστήματος βοηθάει και η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ εμφανίζεται κάθετα αντίθετος στην εφαρμογή του νόμου 4250, σε κάθε ευκαιρία διαβεβαιώνει πως «δεν επιδοκιμάζει την παραμικρή τυπική παρανομία των υπαλλήλων» και διαφωνεί μόνο ως προς τη βαρύτητα των συνεπειών που πρέπει να υποστούν οι «παράνομοι». Στην ουσία αποδέχεται απόλυτα όλη την αντιδραστική ιδεολογία που θέλει να εμφανίσει το ζήτημα ως «αντικειμενικό», πέρα και έξω από τα δεδομένα της ταξικής κοινωνίας και πάλης. Ο ελιγμός του ΚΚΕ, που στη σχετική συζήτηση στη Βουλή απέφυγε να τοποθετηθεί, επικεντρώνοντας στην παραχώρηση προσωπικών δεδομένων των υπαλλήλων σε επιχειρηματικούς ομίλους, λειτουργεί εξίσου παραλυτικά για τη συνείδηση των εργαζόμενων.
Έχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία η τοποθέτηση σχετικά με τα «πλαστά δικαιολογητικά» από τη μεριά των συμφερόντων των εργαζόμενων συνολικά. Πρώτο, το ζήτημα τίθεται στο πλαίσιο των απολύσεων στο Δημόσιο. Επομένως, τίθεται με σκοπό να βοηθήσει την επίθεση στη μονιμότητα που είχε κατακτηθεί για τους δημόσιους υπαλλήλους και στο δικαίωμα στη δουλειά για όλους τους εργαζόμενους. Το κρίσιμο αυτό μέτωπο είναι ένα από τα πολλά που έχει ανοίξει η κυβέρνηση, το κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστές απέναντι στο λαό και έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τη ζωή του. Είναι λοιπόν ανάγκη να αποκαλύπτεται αυτή η σύνδεση και να μην αντιμετωπίζεται έξω από το γενικό πλαίσιο.
Δεύτερο, το σύστημα προσπαθεί να εμφανίσει το ζήτημα ως ελεύθερη επιλογή κάποιων που εξαπάτησαν το κράτος και μαζί την κοινωνία ολόκληρη, άρα η απόλυσή τους είναι πράξη «κοινωνικής δικαιοσύνης» (όπως άλλωστε φρόντισε να τονίσει και το «Ποτάμι» σε σχετική ανακοίνωση). Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Το σύστημα της εκμετάλλευσης, που είναι από τη φύση του άδικο, αναγκάζει τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας να δουλεύει για λογαριασμό καπιταλιστών και ιμπεριαλιστών ως μόνο τρόπο για να επιβιώσει. Στη βάση αυτού του εκβιασμού, που εντείνεται με την ανεργία και τον εργασιακό μεσαίωνα που επικρατεί στον ιδιωτικό τομέα, οι κυβερνήσεις είχαν στήσει, και διατηρούν, ένα μηχανισμό μέσα και έξω από το κράτος που προωθούσε και διευκόλυνε τέτοιου είδους πρακτικές, με αντάλλαγμα την υποταγή και την ανοχή, αν όχι την προώθηση, των κεντρικών πολιτικών κατευθύνσεων από όσους υπέκυπταν. Βρώμικο ρόλο σε αυτό το μηχανισμό έπαιζαν και παίζουν και οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές παρατάξεις, ακριβώς για να κρατάνε τις διαθέσεις αντίστασης και διεκδίκησης από τη μεριά των εργαζόμενων σε καταστολή. Επιπλέον, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι κανένας εργαζόμενος δεν μπορεί να προχωρήσει σε τέτοιες κινήσεις χωρίς βοήθειες και διαβεβαιώσεις από τμήματα του κρατικού μηχανισμού.
Τρίτο, η συσχέτιση του δικαιώματος στη δουλειά, άρα και του δικαιώματος στη ζωή, με τα «δικαιολογητικά» που έχει συγκεντρώσει κάθε εργαζόμενος είναι βαθιά αντιδραστική. Από τη μια, εξατομικεύει την εύρεση δουλειάς και τους εργασιακούς όρους αυτής της δουλειάς, φορτώνοντας ακόμα και την ανεργία στον κάθε εργαζόμενο, και από την άλλη κρύβει τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Μια εκπαίδευση που διώχνει τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών από νωρίς και χωρίς «δικαιολογητικά» για να δικαιολογήσει στη συνέχεια τη χειρότερη θέση τους στην παραγωγή και με τους χειρότερους όρους δουλειάς. Μια εκπαίδευση δηλαδή που αναπαράγει το ίδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης εμφανίζεται ως αντικειμενικό κριτήριο διαχωρισμού των εργαζόμενων σε άξιους και ανάξιους (να ζουν).
Τέταρτο, καμία σχέση με την «κοινωνική δικαιοσύνη» και την υπεράσπιση της ισότητας δεν έχουν οι κυβερνήσεις του κεφάλαιου και το αστικό πολιτικό προσωπικό. Αυτοί που με συνοπτικές διαδικασίες νομιμοποιούν την κάθε είδους αυθαιρεσία προς όφελος του κεφάλαιου και του ιμπεριαλισμού, αυτοί που δεν διστάζουν να τσαλαπατούν την αστική νομιμότητα, αυτοί που συστηματικά και στοχευμένα παραβιάζουν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, αυτοί που νομιμοποιούν, στηρίζουν και προωθούν το σύστημα και την πολιτική της βαρβαρότητας, της αδικίας και της εξαθλίωσης, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να εμφανίζονται ως τιμητές και προστάτες της δικαιοσύνης.
Ο χαρακτήρας του ζητήματος των «πλαστών δικαιολογητικών» δεν έχει λοιπόν καμία σχέση με τη δικαιοσύνη και την αντικειμενικότητα, όπως θέλουν να τον εμφανίσουν οι δυνάμεις του συστήματος, αλλά αποτελεί άλλοθι για συνέχιση των απολύσεων και της τρομοκρατίας. Το γεγονός αυτό έχει εκφραστεί ακόμα και στην ίδια τη διαδικασία, με περιπτώσεις όπως οδηγού στην ΟΣΥ (πρώην ΕΘΕΛ) που απολύθηκε γιατί το φροντιστήριο που του έδωσε το ECDL δεν το είχε δηλώσει στον εποπτικό μηχανισμό ή στελεχών υπουργείων για τα οποία οι ελεγκτές έκαναν τα στραβά μάτια.
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν αποδεχόμενοι την κυβερνητική προπαγάνδα. Δεν έχουν κανένα λόγο να αποδεχτούν να πεταχτεί στο δρόμο και να μείνει χωρίς μεροκάματο κανένας εργαζόμενος. Δεν πρέπει να αναγνωρίσουν κανένα δικαίωμα στο κράτος που υπηρετεί τους καταπιεστές σε αυτή την κοινωνία να κρίνει και να αποφασίσει ποιος έχει δικαίωμα στη δουλειά και τη ζωή και ποιος όχι. Και φυσικά, έχουν κάθε λόγο να αποφεύγουν την κάθε είδους συναλλαγή με παράγοντες του συστήματος, τις κάθε είδους «εκδουλεύσεις» και «διευκολύνσεις».
Αντίθετα, έχουν κάθε λόγο να αντιμετωπίσουν συλλογικά την επίθεση και να παλέψουν για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, να ξαναχτίσουν τη συνείδηση και τη συγκρότηση που απαιτείται για αυτήν την πάλη, απέναντι στον αδιέξοδο δρόμο της ατομικής στάσης και της υποταγής στους κάθε λογής εκβιασμούς του συστήματος.
Αυτήν την κατεύθυνση προσπάθησε να αναδείξει και η Ταξική Πορεία με την προκήρυξη που διακίνησε στην ΟΣΥ τον περασμένο Ιούνιο, οπότε η διοίκηση εξανάγκασε εργαζόμενους σε παραίτηση με την απειλή ποινικών διώξεων για πλαστά δικαιολογητικά και κάτω από τη σιωπή της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Αυτή η κατεύθυνση μπορεί να υπηρετήσει τον αγώνα για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλειά και τη ζωή για όλους τους εργαζόμενους.