Πέρασαν πλέον δώδεκα ολόκληροι μήνες από την εκλογική διαδικασία που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση μαζί με τους ακροδεξιούς “Ανεξάρτητους Έλληνες”. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς γι’ αυτό το χρονικό διάστημα, το οποίο ξεκίνησε με μεγάλα λόγια, αρκετές προσδοκίες για πολύ κόσμο, φανφάρες για φρενάρισμα των προηγούμενων μνημονιακών πολιτικών και, όπως αποδείχθηκε πολύ σύντομα, αυταπάτες για μεγάλο τμήμα της Αριστεράς. “Πρώτη φορά Αριστερά”, τα μεγάλα λόγια δηλαδή που ήθελαν να καλύψουν την ουσία των προγραμματικών στόχων, οι οποίοι ρητά δεν αμφισβητούσαν ούτε στο ελάχιστο τις εξαρτησιακές σχέσεις της χώρας με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ομολογουμένως, είχε προσπαθήσει σκληρά ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα να δίνουν διαπιστευτήρια αποδοχής της θέσης της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό πλαίσιο. Και αφού εκμεταλλεύτηκε τα όρια των λαϊκών κινητοποιήσεων της διετίας 2010-2012, καλλιέργησε τις αυταπάτες για υποτιθέμενη δυνατότητα άμβλυνσης των μνημονιακών μέτρων μέσω της αναδιαπραγμάτευσης και της πειθούς, τονίζοντας τις “ηθικές υποχρεώσεις” των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και τη φαντασιακή συσπείρωση των ευρωπαϊκών αριστερών δυνάμεων ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Για να μην αναφερθούμε στα φληναφήματα περί ικανών στελεχών που, αντίθετα με τους προηγούμενους, θα μπορούσαν να διαπραγματευθούν σκληρά και αποτελεσματικά για να πιέσουν την τρόικα να παραδεχθεί τα λάθη της για την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους.
Θυμόμαστε τους θεατρινισμούς του Βαρουφάκη και τις διαβεβαιώσεις του Σακελλαρίδη για την ανυποχώρητη στάση της κυβέρνησης σε σχέση με τα μέτρα που απαιτούσαν οι δανειστές για να δώσουν τις επόμενες δόσεις. Λόγια που τα πήρε ο άνεμος, όπως και αυτούς τους δύο. Θυμόμαστε τον Λαφαζάνη να έχει πάρει σβάρνα τη Ρωσία και την Υπερκαυκασία για να βρει υποτίθεται εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης. Σαν άλλος Ανδρέας Παπανδρέου, που όποτε ζοριζόταν κατέφευγε σε ταξίδια αστραπή σε αραβικές χώρες και Βουλγαρία, αλλά η επανάληψη της φάρσας, και όχι της ιστορίας, οδηγεί μόνο στον εξευτελισμό και στην απαξίωση κάθε αριστερής ρητορείας. Με αποτέλεσμα να τον πάρει κι αυτόν ο ίδιος άνεμος.
Για αρκετούς μήνες λοιπόν, τα διάφορα κυβερνητικά στελέχη αυτοσχεδίαζαν, στηριζόμενοι στην ανυπαρξία κινήματος και στις συναθροίσεις στήριξης της “σκληρής διαπραγμάτευσης”, οι οποίες γρήγορα ξέφτισαν, όσο διαφαινόταν η ανυποχώρητη στάση των ιμπεριαλιστών. Παρά την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να εκμεταλλευθεί υποτίθεται τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και να στηριχθεί στους Αμερικάνους, ελπίζοντας ότι έτσι θα έφερνε σε δύσκολη θέση τους Γερμανούς. Όταν όμως δεν στηρίζεσαι στις λαϊκές δυνάμεις και δεν έρχεσαι σε ρήξη και σύγκρουση με το σύστημα, τότε θα βρεθείς στη χειρότερη δυνατή θέση, αφού ο αντίπαλος διαθέτει όλα τα πλεονεκτήματα στο συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Το κλείσιμο των τραπεζών και η επιβολή των capital controls απέδειξαν τα όρια των λεονταρισμών και των τυχοδιωκτισμών της υποτιθέμενης πρώτης αριστερής κυβέρνησης.
Για να φτάσουμε δηλαδή τον Ιούνιο στο μεγάλο κόλπο με το δημοψήφισμα: ο οπορτουνισμός σε όλο του το μεγαλείο. Τι να πρωτοθυμηθούμε από όλους αυτούς τους θεατρινισμούς και τους βερμπαλισμούς; Τον Τσίπρα να ωρύεται για τη σωτηρία των συντάξεων; την μόνιμη επωδό για την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού; την προσφυγή στην άμεση δημοκρατία; Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν πλούσιο υλικό για θεατρική παράσταση (φαρσοκωμωδία, θέατρο του παραλόγου, πείτε το όπως θέλετε) αν δεν επρόκειτο για το μέλλον αυτού του λαού, που τα τελευταία χρόνια έχει εξαθλιωθεί με τους χειρότερους δυνατούς τρόπους. Κι όλα αυτά μπορούσαν να τα υλοποιήσουν οι λασπολόγοι κάθε στοιχειώδους αριστερής αντίληψης, χάρη στην αποσυγκρότηση του κινήματος, τις νέες αυταπάτες που καλλιέργησαν δυνάμεις της υπόλοιπης Αριστεράς αλλά και την περιχαράκωση για την κομματική αυτοσυντήρηση.
Το μόνο που κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν να συσπειρώσει τις αστικές δυνάμεις και να θέσουν ξεκάθαρα ότι όποια κυβέρνηση κι αν έχει προκύψει, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος, η αστική κυριαρχία και η επιλογή της εξάρτησης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Μεϊμαράκης την επαύριο του δημοψηφίσματος, η αστική τάξη ξέρει να συσπειρώνεται και να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της.
Ένα χρόνο αργότερα, και μετά από μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση που δεν αμφισβητούσε πλέον τίποτα από την πεντάχρονη αντιλαϊκή επίθεση, αλλά απεναντίας κατοχύρωνε τη συνέχισή της, βρισκόμαστε στην τελική κατάργηση κάθε ασφαλιστικού δικαιώματος, στη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης, στην αύξηση της φορολογίας, στη διαιώνιση των υψηλών ποσοστών ανεργίας και στο σύρσιμο της χώρας στις πολεμικές περιπέτειες των ιμπεριαλιστών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Και το χειρότερο, με ένα κίνημα αποσυγκροτημένο και περισσότερο αποδυναμωμένο με ευθύνη μιας πολιτικής δύναμης που δηλώνει αριστερή αλλά βαδίζει ταχέως προς τις αγκαλιές του αστικού πολιτικού συστήματος. Η ανασυγκρότηση αυτού του κινήματος είναι πλέον φανερό ότι προϋποθέτει, εκτός των άλλων, την υπέρβαση των αυταπατών και την ρήξη με το ρεφορμισμό.