Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 891)
Μετράμε περισσότερο από ένα χρόνο πανδημίας και τρεις μήνες απ’ το ξεκίνημα των εμβολιασμών. Το αφήγημα πως η έναρξή τους θα σήμαινε την αρχή του τέλους της πανδημίας έχει καταρρεύσει. Τα νέα κρούσματα βρίσκονται σε ιστορικό υψηλό καθώς ξεπέρασαν τα 4.000 τη μέρα. Τα νοσοκομεία βρίσκονται στα όρια της κατάρρευσης, με την κατάσταση να προβλέπεται κρίσιμη για καιρό. Οι θάνατοι από COVID έχουν ξεπεράσει τις 8.000, ενώ δραματικοί είναι και οι αριθμοί των ασθενών που έχασαν τη ζωή τους από άλλες παθήσεις, αυξημένοι κατά 7.000 το τελευταίο έτος. Οι θάνατοι αυτοί οφείλονται στην αδυναμία πρόσβασής τους στα νοσοκομεία και στην πλημμελή θεραπεία που έλαβαν.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί την εγκληματική της πολιτική. Μηρυκάζει περί «ατομικής ευθύνης» και πως πρόκειται για τις «τελευταίες δυο εβδομάδες» - τούτη τη φορά διατυπώθηκε ως το τελευταίο μίλι - πριν επιστρέψουμε στην «κανονικότητα»(;). Πως οι εμβολιασμοί σύντομα θ’ αποδώσουν ορατά αποτελέσματα, παραλείποντας πως από τους υποτιθέμενους 2.000.000 εμβολιασμούς/μήνα, τρεις μήνες μετά έχουν πραγματοποιηθεί συνολικά λιγότεροι από 2.000.000 με τους πλήρεις (2η δόση) να μην ξεπερνούν τις 600.000. Ότι τόσο το ΕΣΥ όσο και το προσωπικό που το στελεχώνει είναι αρκετό. Φτάνουν μάλιστα να λένε πως για τους θανάτους εκτός ΜΕΘ -πέραν που κατ’ αυτούς ένα ποσοστό 20% που πεθαίνει εκτός είναι μικρό και αποδεκτό-, την επιλογή της διασωλήνωσης ή μη την έχουν οι γιατροί και συνεπώς και την ευθύνη γι’ αυτή την απελπιστική κατάσταση. Αποδίδουν την αύξηση των κρουσμάτων στις κινητοποιήσεις του λαού, «παραβλέποντας» ότι ο λαός διαδηλώνει (τηρώντας όποια μέτρα αυτοπροστασίας υπάρχουν και όσο του το επιτρέπουν οι δυνάμεις καταστολής) για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του από την επίθεση που δέχεται αλλά και πως η μεταδοτικότητα του ιού σε εξωτερικούς χώρους είναι ελάχιστη σε σύγκριση με τον «νόμιμο» συνωστισμό σε χώρους δουλειάς και ΜΜΜ.
Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να επανεκκινήσει την οικονομία. Η πίεση για άνοιγμα εμπορίου και εστίασης, ειδικά εν όψει της -βασικής για την οικονομία της χώρας- τουριστικής περιόδου, είναι ασφυκτική. Έτσι, ενώ η πανδημία βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της, επιχειρείται σταδιακό άνοιγμα του λιανεμπορίου με καμία ταυτόχρονη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της αναπόφευκτης έξαρσης που θ’ ακολουθήσει. Ρίχνοντας και πάλι το βάρος στην «ατομική ευθύνη» και το τρίπτυχο μάσκες-αντισηπτικό-αποστάσεις, το μοναδικό μέτρο που εξήγγειλε η κυβέρνηση ως προς την πρόληψη της διασποράς είναι τα rapid self-test. Απόδειξη της υποκρισίας είναι η επιλογή του συγκεκριμένου είδους τεστ, καθιστώντας ατομική διαδικασία μια ιατρική πράξη με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την εγκυρότητά της, σ’ έναν τρόπο εξέτασης με ήδη ιδιαίτερα αυξημένα τα ποσοστά ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων και αφήνοντας στην «ατομική ευθύνη» του καθενός αν θα δηλώσει ένα θετικό τεστ, πόσο δε μάλλον όταν έχει παραμείνει έναν χρόνο σε αναστολή ή ανεργία, με κίνδυνο να χάσει μεροκάματα ή ακόμα και τη δουλειά του σε περίπτωση που δηλωθεί θετικός. Ας μην ξεχνάμε πως τέτοιου είδους εκβιασμοί απ’ την εργοδοσία υπήρξαν απ’ την αρχή της πανδημίας και συνεχίζουν. Για στελέχωση των νοσοκομείων αλλά και άνοιγμα νέων ούτε λόγος.
Αλήθεια άραγε, το σύστημα περίθαλψης πώς θα ανταπεξέλθει σ’ αυτό το άνοιγμα που επιχειρείται; Η κατάσταση αυτή τη στιγμή στα νοσοκομεία της Αττικής αλλά και πανελλαδικά είναι δραματική. Το ένα μετά το άλλο, τα νοσοκομεία μετατρέπουν κλινικές τους σε κλινικές COVID ή μετατρέπονται σε νοσοκομεία μιας νόσου (τελευταία το Θριάσιο). Το εγκληματικό μ’ αυτή τη διαδικασία είναι πως η κλινική που μετατρέπεται χάνει την δυνατότητα να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα περιστατικά της, οδηγώντας σε αδιέξοδο χιλιάδες ασθενείς. Αυτόματα το νοσηλευτικό προσωπικό της εντάσσεται στη φροντίδα COVID ασθενών, χωρίς όμως να γνωρίζει τη διαχείρισή τους. Η κλινική δεν διαθέτει απαραίτητα τον εξοπλισμό που απαιτείται. Οι γιατροί, διαφορετικών ειδικοτήτων, καλούνται να συμβάλουν σε ιατρικά περιστατικά που δεν γνωρίζουν και το προσωπικό που γνωρίζει ουσιαστικά μπαλώνει τρύπες όπου και όπως μπορεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των επιπτώσεων που έχει η μετατροπή μιας κλινικής είναι οι καταγγελίες εργαζομένων και ασθενών για το κλείσιμο της Καρδιοχειρουργικής κλινικής του Ευαγγελισμού και τη (μη) εξυπηρέτησή της από το Ωνάσειο.
Ο υπουργός βέβαια έσπευσε να διαψεύσει, παρ’ όλα αυτά όποιος είχε την ατυχία να βρεθεί αυτή την περίοδο σε νοσοκομείο, έχει διαπιστώσει την απελπιστική κατάσταση που βρίσκονται όχι μόνο οι κλινικές COVID, αλλά και όλες οι υπόλοιπες κλινικές, με την αδυναμία περίθαλψης και θεραπείας να είναι εξόφθαλμο. Μετακινούν ιατρονοσηλευτικό προσωπικό απ’ το ένα νοσοκομείο στο άλλο, απ’ τη μια κλινική στην άλλη, και το ίδιο γίνεται και με τους ασθενείς. Οφθαλμίατροι βρίσκονται σε ΜΕΘ, χειρούργοι στα επείγοντα των COVID και παράλληλα ασθενείς βρίσκονται διασκορπισμένοι σε όποια κλινική βρίσκεται ελεύθερο κρεβάτι, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ράντζα παντού, γαστρορραγίες να βρίσκονται σε οφθαλμιατρικές κλινικές, εγκεφαλικά σε κλινικές πλαστικής χειρουργικής κοκ. Όλη βέβαια αυτή η κινητικότητα των ασθενών, σε συνδυασμό με τα ελλιπή μέτρα προστασίας, αλλά και την ανάγκη ύπαρξης συνοδών καθώς το νοσηλευτικό προσωπικό είναι ελάχιστο, εντείνει την ενδονοσοκομειακή διασπορά κρουσμάτων και εκτός των κλινικών COVID.
Παράλληλα, το ήδη διαλυμένο από προσωπικό και στόλο ΕΚΑΒ καλείται να μετακινεί ασθενείς που μόλις εισήχθησαν σε άλλα νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές, ανακατανέμοντας τους ασθενείς ανάμεσα στα νοσοκομεία. Κατάσταση που κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη δουλειά των εργαζομένων του ΕΚΑΒ, που συνεχίζουν να εξυπηρετούν και όλες τις κλήσεις, ενώ επιβαρύνει την υγεία πολλών βαριά νοσούντων που δεν θα έπρεπε να υπόκεινται σε τέτοιες αλλαγές.
Το ίδιο εγκληματική είναι και η πολιτική τους να δηλώνουν πως ανοίγουν νέες ΜΕΘ, εννοώντας ότι κλείνουν τις ΜΕΘ όλων των υπόλοιπων ειδικοτήτων. Ανερυθρίαστα ο υπουργός δήλωσε την Τετάρτη 31/3 πως οι «νέες» ΜΕΘ θα παρθούν από χειρουργεία και καρδιολογικές μονάδες – αυτές που αντιμετωπίζουν μεταξύ άλλων τα εμφράγματα, για να γίνει πιο σαφές πόσο κομβικής σημασίας είναι η διατήρησή τους. Και βέβαια, όπως ένας ασθενής δεν αρκεί να διασωληνωθεί για να έχει καλύτερες πιθανότητες επιβίωσης, αλλά απαιτούνται και τα απαραίτητα μηχανήματα για την υποστήριξη και παρακολούθησή του, έτσι και ένα κρεβάτι ΜΕΘ δεν αρκεί να βρεθεί, αλλά θα πρέπει να μπορεί και να στελεχωθεί κατάλληλα, καθώς η νοσηλεία στη ΜΕΘ απαιτεί πολύ διαφορετική αναλογία γιατρών και νοσηλευτών προς ασθενείς απ’ ό,τι μια απλή κλίνη. Εν τω μεταξύ, στην επιφάνεια έρχονται καταγγελίες για προβλήματα στις υποδομές παροχής οξυγόνου σε διάφορα νοσοκομεία, ειδικά της επαρχίας, οδηγώντας στη μεταφορά ασθενών ακόμα κι από πόλη σε πόλη.
Παράλληλα οι εργασιακές συνθήκες του προσωπικού των νοσοκομείων έχουν επιδεινωθεί ραγδαία, είτε πρόκειται για γιατρούς και νοσηλευτές είτε για όλες τις υπόλοιπες ζωτικής σημασίας κατηγορίες (καθαριότητας, τραπεζοκόμοι, τραυματιοφορείς κλπ.). Με το φόρτο εργασίας να αυξάνεται εκθετικά, το προσωπικό να μην αυξάνεται και το ωράριο να ξεχειλώνεται με τις διοικήσεις να εκμεταλλεύονται την ανθρωπιά και την ανιδιοτέλεια των εργαζομένων, πολλοί έχουν φτάσει στο όριο της κατάρρευσης. Γιατροί εφημερεύουν συνεχόμενες μέρες, ρεπό και άδειες αποτελούν όνειρο θερινής νυκτός και κλινικές αυξάνουν δραματικά τη συχνότητα των εφημεριών τους (πχ. από εφημερία ανά 12 μέρες σε 4) με τους εργαζόμενους να καταρρέουν σωματικά και ψυχικά. Οι περιπτώσεις παραιτήσεων ιατρονοσηλευτικού προσωπικού αυξάνονται μέρα με τη μέρα, ενώ την ίδια στιγμή οι διορισμοί των ειδικευόμενων γιατρών καθυστερούν δραματικά, με το υπουργείο να ισχυρίζεται τεράστιο φόρτο εργασίας και παρότρυνση για κάλυψη της αναμονής αυτής με τετράμηνες συμβάσεις COVID που γίνονται αυθημερόν! Η επίταξη των 200 ιδιωτών γιατρών δεν έρχεται να λύσει κανένα απ’ αυτά τα προβλήματα, αντίθετα δημιουργεί νέα, αφού αυτοί κάλυπταν κενά στην πρωτοβάθμια περίθαλψη (χαρακτηριστικό το παράδειγμα του γιατρού της ΣΤΑΣΥ που επιστρατεύτηκε).
Απέναντι σ’ αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, ο μαζικός, οργανωμένος, ανυποχώρητος αγώνας είναι μονόδρομος. Αγώνας για δωρεάν περίθαλψη που να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του λαού, για μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού και μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, άνοιγμα νοσοκομείων και ΜΕΘ με πλήρη στελέχωσή τους από ειδικευμένο προσωπικό. Αλλά και αγώνας για την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων στα νοσοκομεία.
Το τελευταίο διάστημα οι εργαζόμενοι των νοσοκομείων έχουν βγει στο δρόμο, με ενθαρρυντικά μηνύματα από τη μαζική συμμετοχή τους. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να επιδείξει εξαιρετικά σκληρή στάση απέναντι σ’ αυτούς τους αγώνες. Απόδειξη η σειρά διώξεων συνδικαλιστών, με αποκορύφωμα την εκδικητική απόλυση του γιατρού Κ. Καταραχιά, προέδρου του σωματείου εργαζομένων του «Αγ. Σάββα». Οι εργαζόμενοι μαζί με το λαό οφείλουν να δυναμώσουν κι άλλο την πάλη τους, να ενεργοποιήσουν τα συλλογικά τους όργανα, να μαζικοποιήσουν τις κινητοποιήσεις τους, σ’ έναν αγώνα για το δικαίωμα στη ζωή.