Πολύς λόγος γίνεται για την «πολυπόθητη» ανάπτυξη, εντός κι εκτός της χώρας, από επίσημα και ανεπίσημα χείλη. Στο βωμό της ανάπτυξης καλούνται εργαζόμενοι και λαός να θυσιάσουν κάθε κατάκτηση, να υποταχτούν σε κάθε επιλογή του κεφάλαιου και να αποδεχτούν οποιεσδήποτε συνέπειες προκύπτουν για τους όρους δουλειάς αλλά και ζωής τους. Και αν στα προηγούμενα χρόνια η επίκληση του «κοινού» στόχου της ανάπτυξης είχε μια συγκεκριμένη αξία στη φαρέτρα της ιδεολογικής επίθεσης του συστήματος, στα χρόνια της κρίσης, η οποία αποτυπώνεται και στη μείωση ως και αντιστροφή των ρυθμών ανάπτυξης, χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται σαν ένα από τα βασικά εργαλεία ιδεολογικής αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων συνολικά. Το ιδεολόγημα του «κοινού καλού», που προσπαθεί να αποκρύψει το χωρισμό αυτής της κοινωνίας σε τάξεις και μαζί την εκμετάλλευση και την πολύπλευρη καταπίεση βασικά της εργατικής τάξης από την κεφαλαιοκρατική, χτυπάει την ίδια τη βάση συγκρότησης της εργατικής τάξης. Το ξεκαθάρισμα του ζητήματος από πλατιές μάζες εργαζόμενων είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη αγώνων και αντιστάσεων, πόσω μάλλον για το άνοιγμα του δρόμου προς την απελευθέρωση των εργαζόμενων και του λαού.
Αφορμή για το άρθρο αυτό αποτέλεσε η δημοσιοποίηση της πρόσφατης έκθεσης του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO) σχετικά με την εξέλιξη των πραγματικών μισθών σε κάθε χώρα συγκριτικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης την αντίστοιχη περίοδο. Από τα δεδομένα που περιλαμβάνονται σε αυτή, ιδιαίτερη σημασία έχουν αυτά που αφορούν τις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες, καθώς αυτές από τη μια παρουσιάζονται ως πρότυπο στο οποίο πρέπει να πλησιάσει η χώρα μας και από την άλλη αποτελούν τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος σε πλήρη ανάπτυξη, στα οποία εμφανίζονται με τον πλέον καθαρό τρόπο οι συνέπειες των εσωτερικών νόμων και αντιθέσεων που προσδιορίζουν την εξέλιξη και τη (μη) προοπτική αυτού του συστήματος.
Στις ανεπτυγμένες χώρες, ο μισθός αποτελεί το 70 με 80% του εισοδήματος για τη μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών νοικοκυριών και επομένως καθορίζει αποφασιστικά το ύψος του, ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι οι δευτερεύουσες πηγές εισοδήματος (επιδόματα ανεργίας, συντάξεις, κοινωνικές παροχές) μειώνονται δραστικά. Το ΑΕΠ κάθε χώρας υπολογίζεται ως η συνολική αξία του προϊόντος που παράγεται στο έτος, με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του να παράγεται με το σύστημα της μισθωτής δουλειάς, στις καπιταλιστικές οικονομίες. Η σύγκριση λοιπόν του μέσου πραγματικού μισθού (αφαιρώντας την επίδραση του πληθωρισμού) με τη μέση παραγωγικότητα (αξία παραχθέντων προϊόντων και υπηρεσιών ανά εργαζόμενο) απεικονίζει βασικά και τη σχέση μεταξύ του εισοδήματος των εργαζόμενων και των κεφαλαιοκρατών συνολικά. Χρησιμοποιώντας ως έτος βάσης το 1999, ορίζοντας δηλαδή ως 100 το επίπεδο του μέσου μισθού και της μέσης παραγωγικότητας το 1999, ο μισθός το 2013 έχει φτάσει στο 106,3, την ίδια ώρα που η παραγωγικότητα έχει ανέβει στο 117. Ενώ λοιπόν η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 17%, οι μισθοί αυξήθηκαν κατά μόλις 6,3%. Η ψαλίδα αυτή μεγαλώνει μόνιμα (με μικρή εξαίρεση τα πρώτα χρόνια της κρίσης 2007-2009) και με πιο έντονο τρόπο τα τελευταία χρόνια, οπότε και ο ρυθμός αύξησης των μισθών είναι σχεδόν μηδενικός (0,1% το 2012 και 0,2% το 2013). Τα παραπάνω στοιχεία αφορούν το μέσο όρο των ανεπτυγμένων χωρών, ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν όμως πολλές, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Μ. Βρετανία και η Ιαπωνία, όπου ο μέσος πραγματικός μισθός το 2013 βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 2007. Πηγαίνοντας πιο πίσω, παρατηρείται ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, σταθερά (αλλά με πιο έντονο τρόπο σε κάποιες περιόδους όπως το 1991-1997) οι μισθοί αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό από την παραγωγικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι λαμβάνουν ολοένα και μικρότερο ποσοστό του πλούτου που παράγουν, ενώ αντίστροφα οι κεφαλαιοκράτες ιδιοποιούνται ολοένα και μεγαλύτερο. Συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά σε όλες τις στατιστικές σχετικά με την ανισότητα, τη συγκέντρωση κεφαλαίου και τη φτώχεια σε όλο τον κόσμο.
Εστιάζοντας στα δεδομένα για την Ελλάδα, οι παραπάνω τάσεις εμφανίζονται ακόμα πιο έντονα. Ο μέσος πραγματικός μισθός είναι πρακτικά σταθερός από το 2007 ως το 2009 και εμφανίζει κατακόρυφη μείωση στα χρόνια των μνημονίων, φτάνοντας το 2013 στο 75,8% του 2007. Αυτή η μείωση είναι μέρος μόνο της συνολικής μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των λαϊκών οικογενειών, καθώς την κατάσταση χειροτερεύει καθοριστικά η αύξηση της ανεργίας και η μείωση του επιδόματος ανεργίας τόσο λόγω μείωσης του βασικού μισθού όσο και λόγο μείωσης των δικαιούχων, αλλά και η μείωση των συντάξεων, η μείωση των διάφορων κοινωνικών παροχών και η αύξηση της φορολογίας. Τα πρόσφατα στοιχεία που παρουσίασε το υπουργείο Εργασίας χρησιμοποιώντας το σύστημα «Εργάνη» για το 2014 δείχνουν ενίσχυση αυτής της κατεύθυνσης, ανεξάρτητα αν η κυβέρνηση εστιάζει επιλεκτικά στην αύξηση της δηλωμένης εργασίας. Σύμφωνα με αυτά λοιπόν, το 61% των μισθωτών στη χώρα παίρνει λιγότερα από το μέσο μισθό, με το αντίστοιχο ποσοστό πέρσι να είναι 56%. Μέσο μισθό που ανέρχεται στα 1022 ευρώ μεικτά (τοποθετώντας την Ελλάδα πιο κοντά στις αναπτυσσόμενες παρά στις αναπτυγμένες οικονομίες, παρότι το ILO την εντάσσει στις αναπτυγμένες). Επιπλέον, η μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση αυξήθηκε από 20% σε 21,8%. Στο ζήτημα της συγκέντρωσης κεφαλαίων, είναι χαρακτηριστικό ότι το 70% των εργαζόμενων εργάζεται στο 1,8% των επιχειρήσεων, με το 26% να είναι συγκεντρωμένο σε μόλις 518 επιχειρήσεις (0,2%).
Η κατεύθυνση που επικρατεί σε κάθε χώρα στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ του εισοδήματος της εργατικής τάξης και του λαού από τη μια και της αστικής-κεφαλαιοκρατικής τάξης από την άλλη. Η αύξηση του παραγόμενου προϊόντος, τόσο στη φάση της έντονης όσο και στη φάση της μικρότερης ανάπτυξης, δεν προκαλεί αντίστοιχη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των λαϊκών μαζών αλλά, αντίθετα, το ποσοστό του προϊόντος που αντιστοιχεί στους εργαζόμενους ολοένα και μειώνεται. Αυτή η σχέση προσδιορίζει και προσδιορίζεται από το συσχετισμό μεταξύ βασικά της εργατικής και της αστικής τάξης, σε χώρες όμως εξαρτημένες, όπως η Ελλάδα, οι εργαζόμενοι και ο λαός έχουν απέναντί τους όχι μόνο ή κύρια την αστική τάξη αλλά και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνες και προστάτες της. Αυτό που αποτυπώνεται σε μια σειρά από μελέτες και στατιστικές επιβεβαιώνει τη θεωρία των βασικών νόμων κίνησης του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις που έχει η αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης και η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιβεβαιώνει επίσης ότι η προπαγάνδα του συστήματος σχετικά με την ανάπτυξη δεν είναι παρά ένα ακόμα ιδεολόγημα που έχει σκοπό να διατηρήσει και να εντείνει την εκμετάλλευση, αποσυγκροτώντας τη μόνη δύναμη που μπορεί να ανατρέψει αυτή την πορεία: το συλλογικό αγώνα των εργαζόμενων ενάντια στις πολιτικές και τις επιλογές του ξένου και ντόπιου κεφάλαιου που καταστρέφουν τους όρους δουλειάς και ζωής του λαού. Η μόνη πραγματική προοπτική για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας βρίσκεται στο δρόμο της ανατροπής της κυριαρχίας της αστικής τάξης, στο σπάσιμο των δεσμών της εξάρτησης, στο χτίσιμο της άλλης κοινωνίας. Δρόμος που ξεκινάει με τη συγκρότηση της εργατικής τάξης σε κάθε επίπεδο.
Διάγραμμα 1: Σχέση μέσου πραγματικού μισθού με μέση παραγωγικότητα σε 36 ανεπτυγμένες οικονομίες (έτος βάσης: 1999)
Διάγραμμα 2: Μεταβολή μέσου πραγματικού μισθού σε 4 ευρωπαϊκές χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση (έτος βάσης: 2007, για κάθε χώρα ξεχωριστά)