Με την ψήφιση από ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ των νέων αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων κλείνει ένας κύκλος επίθεσης για να ανοίξει ένας καινούριος, ακόμα πιο βάρβαρος, καθώς στόχο του θα έχει την πλήρη εφαρμογή όλου του αντιδραστικού πλαισίου πάνω στις πλάτες του εργαζόμενου λαού. Το «αφήγημα» της κυβέρνησης, των απολογητών του συστήματος και… του Αμερικάνου πρέσβη βλέπει προοπτική και «τσουνάμι επενδύσεων» πάνω στα ερείπια των εργατικών-λαϊκών δικαιωμάτων. Ο λαός βομβαρδίζεται καθημερινά από τα μέσα μαζικής εξαπάτησης, ότι μόνο αν θυσιαστεί αυτός προς χάρη της «επιχειρηματικότητας», τότε υπάρχει περίπτωση να βγει από την εξαθλίωση και την φτώχεια. Ο εκβιασμός του συστήματος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης απέναντι στον λαό για υποταγή του, η τρομοκράτηση για τα δεινά που τον περιμένουν αν επιλέξει να αμφισβητήσει τον μονόδρομο της επίθεσης και της έντασης των δεσμών της εξάρτησης, με την αντικομουνιστική προπαγάνδα σε έξαρση έχουν σαν στόχο την πλήρη περιθωριοποίηση του εργατικού-λαϊκού παράγοντα.
Στις κινητοποιήσεις ενάντια στην ψήφιση των νέων αντιλαϊκών μέτρων με την απεργία της 17 Μάη και τις συγκεντρώσεις το απόγευμα της Πέμπτης 18 Μάη στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της χώρας, η συμμετοχή των εργαζόμενων ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις κινητοποιήσεις της Πρωτομαγιάς αλλά κατώτερη των περιστάσεων. Παρόλα αυτά, το εργατικό – λαϊκό κίνημα έδειξε ότι «έχει σφυγμό», δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλη την χώρα απέργησαν κόντρα στην τρομοκρατία της εργοδοσίας, κατέβηκαν στις συγκεντρώσεις, πορεύτηκαν στους δρόμους. Στο σημείο αυτό, όμως, είναι αναγκαίο να ειπωθούν και κάποια πράγματα. Η γενική απεργία ενάντια στην ψήφιση των νέων αντιλαϊκών μέτρων από την κυβέρνηση είναι, αντικειμενικά, μία κεντρική πολιτική μάχη του εργαζόμενου λαού ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών. Ανεξάρτητα από την υπονόμευσή της εκ μέρους των εργατοπατέρων ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και τη μετατροπή της σε μία «τουφεκιά στον αέρα», η γενική απεργία στρέφεται ενάντια στις δυνάμεις του συστήματος, που προωθούν την παραπέρα εξαθλίωση του λαού και το ξεπούλημα του πλούτου της χώρας. Με την έννοια αυτή, η συμμετοχή των εργαζόμενων σε αυτή την απεργία αποτελεί ένα πολιτικό γεγονός, μία σημαντική πράξη αντίστασης ενάντια στην καταστροφή της ζωής τους από κυβέρνηση – ΕΕ – ΔΝΤ. Κάτω από αυτό το πρίσμα, γίνεται κατανοητό ότι η συμμετοχή του εργαζόμενου κόσμου στην απεργία και τις συγκεντρώσεις δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός καλέσματος αλλά του επιπέδου πολιτικής συγκρότησης και οργάνωσης τόσο στους χώρους δουλειάς όσο και γενικότερα. Όσο και αν μέσα στον λαό μεγαλώνει η οργή για την κλιμάκωση της επίθεσης ενάντιά του από τις δυνάμεις του συστήματος, αυτό δεν σημαίνει ότι θα εκφραστεί και αυθόρμητα, πολύ περισσότερο σε μία απεργία όπου πρέπει να ξεπεράσει τις απειλές και τους εκβιασμούς της εργοδοσίας και να… επιλέξει σε ποια απεργιακή συγκέντρωση θα συμμετέχει. Όσοι ονειρεύονται ότι θα ξαναγεννηθούν οι «πλατείες» κάνουν πως ξεχνούν το τι έχει μεσολαβήσει σε βάρος του λαού και ιδιαίτερα κάνουν πως ξεχνούν τον δικό τους ρόλο στην «απόσυρση» του λαού από τους δρόμους για να πάει στις κάλπες «της ελπίδας».
Ενώ η επίθεση κλιμακώνεται και καθώς κυβέρνηση και αντιπολίτευση διαγωνίζονται σε αντιλαϊκότητα και στο ποιος είναι καλύτερος υπηρέτης των προσταγών των Αμερικάνων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, οι αντιστάσεις που εκδηλώνονται από τον εργατικό-λαϊκό παράγοντα δεν έχουν την μαζικότητα και τη διάρκεια που απαιτείται για να βάλει φρένο, να προκαλέσει ρωγμές, να ανατρέψει την επίθεση. Δύο βασικά είναι οι αιτίες αυτής της υποχώρησης, η έλλειψη οργάνωσης των εργαζόμενων και της νεολαίας και η έλλειψη πολιτικής κατεύθυνσης – συγκρότησης, καθώς τέτοιες μάχες δεν μπορούν να δοθούν με τον λαό ανοργάνωτο και χωρίς πολιτική συγκρότηση. Και εδώ ερχόμαστε στα δύσκολα. Στην αναγκαία συμβολή της κάθε οργάνωσης, του κάθε κόμματος, της κάθε συλλογικότητας στην πορεία της ανασυγκρότησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος στα επίπεδα που απαιτεί η εποχή μας. Και τα επίπεδα αυτά δεν ορίζονται από εμάς (τον εργαζόμενο λαό) αλλά από τους πολιτικούς – ταξικούς αντιπάλους του, καθώς αυτοί είναι που καθορίζουν, σήμερα, την πορεία των εξελίξεων προς την φτώχεια, την εξαθλίωση και τον πόλεμο. Σε μία εποχή που έχουν ηττηθεί, στην πραγματική ζωή, τόσο στην χώρα μας όσο και διεθνώς, οι «ευκολίες» του κυβερνητισμού και των προτάσεων κάθε είδους και κοπής για έναν «άλλο εφικτό κόσμο», η επιμονή στην ίδια κατεύθυνση, με διάφορες παραλλαγές, δημιουργεί νέες αυταπάτες, αποπροσανατολίζει από τα κεντρικά μέτωπα πάλης και το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να φέρει είναι η απογοήτευση, η οπισθοχώρηση και τελικά η ήττα. Σε μία εποχή που μία «χούφτα χώρες» ανταγωνίζονται σκληρά για την κυριαρχία στον κόσμο, ο ανταγωνισμός τους γεννάει φτώχεια, επεμβάσεις, πολέμους και δένουν στο άρμα τους χώρες και λαούς με πολιτικά-οικονομικά-στρατιωτικά δεσμά, είναι το λιγότερο οπορτουνιστικό να μην αναγνωρίζεις αυτόν τον κόσμο και να «πλάθεις» στη θέση του έναν άλλο, πιο βολικό, στις δικές σου επιλογές. Αλλά και για όσους όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαν αυταπάτες για το πού πάνε τα πράγματα και έκαναν μία, κατά βάση, σωστή «ανάγνωση» της πραγματικότητας, δεν απαλλάσσονται των ευθυνών τους για καθυστερήσεις, ελλείψεις και ατολμία στην υλοποίηση σωστών κατευθύνσεων.
Με λίγα λόγια, όποιος θέλει, πραγματικά, να αναζητήσει τις αιτίες της κατάστασης του κινήματος, το μόνο που δεν πρέπει να κάνει είναι να ρίξει τις ευθύνες στον κόσμο που… δεν ξεκουνιέται και προτιμάει… τον καναπέ του. Άλλη μία «ευκολία» για να αποσείσουν από πάνω τους τις ευθύνες που έχουν αυτοί που υποτίθεται έχουν ταχθεί να υπηρετούν τα οράματα της απελευθέρωσης του κόσμου της δουλειάς και τους αγώνες του.
Βέβαια, ο καθένας έχει να επιδείξει «κίνημα» κυρίως γύρω από –και για- τον εαυτό του, όπως αυτός κάθε φορά το ορίζει, έτσι ώστε να προσπερνάει τις ευθύνες του, θεωρώντας ότι έχει συμβολή και μάλιστα σημαντική στην ανάπτυξή του. Ενώ είναι φανερό στον καθένα ότι συνολικά σαν εργατικό – λαϊκό κίνημα είμαστε πολύ πίσω από τις αναγκαιότητες και τα καθήκοντα της εποχής, όμως από την άλλη περισσεύουν οι πανηγυρισμοί και η ικανοποίηση για τις «χιλιάδες» που βρέθηκαν σε εκείνη ή την άλλη συγκέντρωση. Και εδώ είναι σημαντικό να μην πέσουμε στο λάθος να υποτιμήσουμε καμία συγκέντρωση, καμία κίνηση κόσμου, πολύ περισσότερο αγώνες πραγματικούς και σκληρούς, ιδιαίτερα σε χώρους και κλάδους δουλειάς που δίνονται ακόμη και σήμερα, σε δύσκολες συνθήκες. Κάτι που με ευκολία, πάλι, κάνουν όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να χωρέσουν μέσα στο κίνημα αλλά επιδιώκουν να «χωρέσουν» το κίνημα στο δικό τους πλαίσιο. Εδώ ας ξεκαθαρίσουμε ότι, σε μία περίοδο ήττας, οπισθοχώρησης και πολυδιάσπασης του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος και κάτω από τους σημερινούς δυσμενείς πολιτικούς- ταξικούς συσχετισμούς, το ποια πολιτική κατεύθυνση είναι σωστή ή λάθος θα κριθεί στο πεδίο της ταξικής πάλης και κυρίως στο κατά πόσο μπορεί να συγκροτήσει πολιτικά και οργανωτικά τις λαϊκές δυνάμεις για να ανταπεξέλθουν στις μάχες και τις συγκρούσεις που είναι υποχρεωμένες να δώσουν απέναντι στους αντιπάλους τους. Στο πεδίο αυτό, θεωρεί κάποια οργανωμένη πολιτική δύναμη μέσα σε αυτό που λέμε Αριστερά ότι έχει επιβεβαιωθεί η κατεύθυνσή της; Όχι μόνο δεν έχει επιβεβαιωθεί αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων έχει οδηγήσει σε αυταπάτες, ήττες και πισωγυρίσματα με σοβαρές επιπτώσεις στον λαό. Και όσοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, είτε θεωρούν ότι είναι «παντός καιρού» είτε κάποιοι άλλοι που σχεδιάζουν και ξανασχεδιάζουν «μεταβατικά προγράμματα» κάθε είδους και παραλλαγής, η πραγματική ζωή και η επίθεση των δυνάμεων του συστήματος θα σκορπίσει τις κατευθύνσεις τους –το κάνει ήδη. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι η δική τους τύχη αλλά αυτή του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πρέπει να ενταθεί τόσο η αντιπαράθεση με τις λαθεμένες απόψεις και πολιτικές αλλά κυρίως να αναδειχθεί η πολιτική κατεύθυνση που μπορεί να συγκροτήσει εργαζόμενους και νεολαία στους αγώνες τους.